Ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας είναι ένας ευφυής άνθρωπος και ένας σοβαρός πολιτικός, χαμηλών τόνων. Πως εξηγούνται λοιπόν οι υψηλοί τόνοι και η μετωπική σύγκρουση μπροστά στις κάμερες στην Άγκυρα την προηγούμενη βδομάδα; Οδηγίες από τον Πρωθυπουργό να κλιμακώσει την ένταση, συνειδητή προσωπική του επιλογή ή απλά ικανοποίηση εσωτερικών ακροατηρίων που ένιωσαν ότι «βάλαμε γκολ» και «ότι δεν μπορούμε πια να είμαστε σιωπηλοί καρπαζοεισπράκτορες»; «Τους τα είπε χύμα», ήταν η φράση που ακούστηκε από όσους καμάρωσαν τον Υπουργό και τη στάση του στην Άγκυρα.
Καθόλου αμελητέα επίσης δεν είναι και η ενίσχυση του προφίλ του Υπουργού στο εσωτερικό πολιτικό Χρηματιστήριο και κυρίως στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος. Οι δηλώσεις από το Μέγαρο Μαξίμου-κατά κανόνα περιττές- ότι ο Υπουργός ενήργησε βάσει συνεννόησης με τον Πρωθυπουργό (μα αυτό δεν είναι το φυσιολογικό;) κατέδειξαν το άγχος του Πρωθυπουργικού γραφείου για τη defacto δημιουργία ενός πόλου στο εσωτερικό της ΝΔ με συσπείρωση των Καραμανλικών και Σαμαρικών γύρω από το πρόσωπο του Υπουργού Εξωτερικών.
Αλλά ας μιλήσουμε για διπλωματία.
Αυτό που είναι πλέον σαφές σε όσους παρακολουθούν την εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία είναι ότι σε λίγους μόλις μήνες είχαμε διολίσθηση της ελληνικής πλευράς σε όλο και πιο σκληρές θέσεις. Το φθινόπωρο φάνηκε ότι είχαμε διάσταση απόψεων μεταξύ Πρωθυπουργού και του κ Δένδια: ό πρώτος μιλούσε για διαπραγμάτευση με στόχο την επίλυση της διαφοράς για τις θαλάσσιες ζώνες (άρα συζήτηση και για τα χωρικά ύδατα) ενώ ο Υπουργός επέμενε ότι «συζητάμε μόνο για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ «και ότι αυτό και μόνο είναι το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών». Στη συνέχεια, όταν φάνηκε ότι η τουρκική αδιαλλαξία δεν κάμπτεται η αφήγηση άλλαξε: πλέον η συζήτηση ήταν για «εξομάλυνση χωρίς λύση». Το επιχείρημα ήταν απλό: η άλλη πλευρά δεν δείχνει να επιζητά λύση και οι διαπραγματεύσεις είναι για να δοθεί ένα θετικό πρόσωπο της Τουρκίας στη Δύση. Άρα συνεχίζουμε να «κάνουμε πεντάλ» για να μην πέσει το ποδήλατο, αναγνωρίζοντας την αδυναμία συμφωνίας και επίλυσης με την άλλη πλευρά. Εδώ βρισκόμαστε απόλυτα στην λογική Μολυβιάτη : συνομιλούμε γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, χωρίς όμως να πιστεύουμε ή να επιδιώκουμε ενδεχόμενη λύση. Η τελευταία χρονικά αλλαγή έγινε σαφής με την επίσκεψη του Υπουργού στην Άγκυρα: η αντιπαράθεση δεν έλαβε χώρα μόνο κεκλεισμένων των θυρών αλλά και μπροστά στις κάμερες με αιχμηρή επανάληψη των θέσεων της μιας και της άλλης μεριάς. Πλέον ούτε η εξομάλυνση είναι ο στόχος. Αντίθετα φαίνεται ότι επιλέγεται η διατήρηση ‘χαμηλής έντασης’ με τη γείτονα. Άρα, ούτε λύση, ούτε καν εξομάλυνση. Αντίθετα λογική ελεγχόμενης έντασης και επιχείρηση περικύκλωσης μέσω συμμαχιών και «ουσιαστικής εξουδετέρωσης της Τουρκίας». Είναι μια άποψη, αμφιλεγόμενη και με υψηλό ρίσκο αλλά ξεκάθαρη.
Όμως δημιουργεί σημαντικά προβλήματα:
- 1.Δεδομένου ότι τίποτα δεν προχωράει, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια και ειρήνη στην περιοχή μας. Η χώρα απειλείται από ένα ακόμη καυτό καλοκαίρι σαν το περσινό.
- 2.Αυτό που παρακολουθήσαμε στην πολυσυζητημένη συνέντευξη τύπου είναι η «επαναδιμεροποίηση» των ελληνοτουρκικών. Από την εποχή των Σημίτη/ Παπανδρέου τα ελληνοτουρκικά, με σημαντική πολιτική και διπλωματική προσπάθεια, άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως ευρωτουρκικά. Για να το θέσω απλά: επιδιώξαμε και πετύχαμε να αναγνωριστεί ότι δεν έχει η Ελλάδα πρόβλημα με την Τουρκία αλλά η ίδια η ΕΕ. Αυτό το αφήγημα κατέρρευσε στην Άγκυρα με τον διεθνή τύπο εύγλωττα να μιλάει για ελληνοτουρκικό «καυγά», χωρίς να παίρνει θέση. Αν αυτό επιθυμούμε καλώς… Όταν όμως τα ΜΜΕ αναφέρουν ότι ο Υπουργός «μετέτρεψε στην Άγκυρα σε ευρωτουρκικά τα ελληνοτουρκικά», κάτι δεν καταλαβαίνουμε.
- 3.Αυτό που παρακολουθήσαμε τόσο στη συνέντευξη τύπου όσο και στις δηλώσεις στελεχών του Μαξίμου (πχ Γεραπετρίτης) είναι η όρθωση ενός νομικού φράκτη σε οποιαδήποτε προσέγγιση των δύο μερών. Πλέον η συμμόρφωση (ευκταία και αναγκαία) στο Διεθνές Δίκαιο είναι ο απόλυτος πήχης για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Η «σκληρή νομικοποίηση» των ελληνοτουρκικών κλείνει όμως το δρόμο στην πολιτική και διπλωματία. Η θέση δηλαδή ότι πρώτα η Τουρκία θα συμφωνήσει στην UNCLOS, δηλαδή τη συμφωνία του ΟΗΕ για τη θάλασσα, λειτουργεί ως τροχοπέδη σε οποιαδήποτε εξεύρεση λύσης, ακόμη και στη μια και μοναδική διαφορά περί υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ, όπως λέει η Κυβέρνηση.
Η επαναδραστηριοποίηση του Κ. Καραμανλή σε αυτό το πλαίσιο, μόνο τυχαία δεν είναι. Η πολιτική της ‘πυγμής’ επαναπροσδιορίζει τα στρατόπεδα εντός της κυβερνώσας παράταξης, φέρνοντας απρόσμενα κοντά καραμανλικούς και σαμαρικούς. Βασικά, ενοποιεί το στρατόπεδο της ‘μη λύσης’ σε όλες τις εκδοχές του, από τη μετριοπαθή έως την πιο εθνικιστική. Και το στρατόπεδο αυτό δείχνει να έχει πλέον βρει ηγετική έκφραση.
Και η επίλυση σε όλα αυτά; Με έναν Ερντογάν που παρά την ανάγκη που έχει τη Δύση δείχνει εκτός ελέγχου, και με μια ελληνική στρατηγική να διαμορφώνεται όπως περιγράφηκε, μια ενδεχόμενη λύση μοιάζει πιο μακριά από ποτέ. Πάντως, πλέον δεν μπορούμε να λέμε ότι δεν υπάρχει στρατηγική: Άξονες, αντι-τουρκικές συμμαχίες και περικύκλωση της γείτονος κυριαρχούν και θα κυριαρχούν για το επόμενο διάστημα. Πώς εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό η πενταμερής για το Κυπριακό της 27ης Απριλίου και τι προοπτικές ανοίγει είναι γρίφος για δυνατούς λύτες.
Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Μέλος ΔΣ του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο