Ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης προβλέπει μείωση του ημερήσιου αριθμού των κρουσμάτων την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ωστόσο μέχρι τότε – δεδομένης και της κορύφωσης του τέταρτου κύματος – τα νούμερα είναι εφιαλτικά.
«Αυτή τη στιγμή παρατηρείται μια μικρή σταθεροποίηση προς πτώση των κρουσμάτων, ενώ από την Κυριακή αναμένεται νέα έξαρση που θα οδηγήσει σε κορύφωση γύρω στις 3 με 4 Δεκεμβρίου. Ακόμη και 700 διασωληνωμένους προβλέπουν οι ειδικοί γύρω στις 8 με 10 Δεκεμβρίου».
Έως και 92 νεκρούς από κορονοϊό ημερησίως περί τις 17 Δεκεμβρίου και έως και 700 διασωληνωμένους ασθενείς γύρω στις 8 με 10 Δεκεμβρίου, «δείχνουν» τα μοντέλα της ομάδας του καθηγητή περιβαλλοντικής και υγειονομικής μηχανικής Δημοσθένη Σαρηγιάννη, ο οποίος μίλησε στον ΣΚΑΪ και την εκπομπή «Σήμερα».
Ο καθηγητής εξήγησε ότι όλες αυτές οι προβλέψεις βασίζονται στην παραδοχή ότι θα εφαρμόζονται απαρέγκλιτα τα μέτρα προστασίας και θα γίνονται πολλά τεστ.
«Είναι πολλά ‘αν’ αλλά θεωρώ ότι οι στιγμές είναι πέρα από κρίσιμες, με 70 ανθρώπους που πεθαίνουν κάθε μέρα, που είναι δυστυχώς αποτυχία μας σαν κοινωνία», σημείωσε.
Η πρόβλεψη έως την Πρωτοχρονιά
«Ο μέσος εβδομαδιαίος όρος κρουσμάτων αυτή τη στιγμή είναι στα 6.600 κρούσματα και εάν εφαρμόζονται τα μέτρα μπορεί να φτάσει 7.400», χωρίς να αποκλείει «να φτάσουν κάποια μέρα στις 8.000 ή 8.500 χιλιάδες». «Δυστυχώς», συνέχισε ο καθηγητής, «αυτό σημαίνει πολλούς θανάτους».
Εφόσον το κύμα αυτό κορυφωθεί στις αρχές Δεκεμβρίου, αναμένεται αποκλιμάκωση με 3.200 κρούσματα τα Χριστούγεννα «κι αν είμαστε σοβαροί τότε μπορεί να δούμε και παρακάτω, στα 2.500 κρούσματα μέχρι την Πρωτοχρονιά το όποιο θα είναι τρομερή επιτυχία».
«Χρειάζεται συνεχής επαγρύπνηση»
Ο κ. Σαρηγιάννης τόνισε ότι στόχος των σεναρίων που επεξεργάζονται οι ειδικοί είναι να μην γίνουν πραγματικότητα και συνέστησε προσοχή θυμίζοντας προς τον Οκτώβριο που υπήρξε χαλάρωση στους πολίτες η κατάσταση ξέφυγε πολύ γρήγορα.
«Χρειάζεται μια συνεχής επαγρύπνηση και συνειδητοποίηση ότι δεν έχουμε τελειώσει μέχρι να φτάσουμε, να κατεβούμε, σε πολύ χαμηλά επίπεδα ή να πάμε σε πολύ υψηλό βαθμό εμβολιασμού… και τα δύο μάλιστα είναι το καλύτερο», σημείωσε ο καθηγητής.