Άνισα κατανεμημένη είναι στη χώρα μας στη συνδικαλιστική πυκνότητα, σύμφωνα με τον Δημήτρη Παπανικολόπουλο, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητή, συνεργάτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ:
«Η συνδικαλιστική πυκνότητα συνεχώς πέφτει, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Είναι δε πολύ άνισα κατανεμημένη. Στο δημόσιο και το ευρύτερο δημόσιο είναι ακόμα υψηλή, είτε λόγω της μονιμότητας, που δίνει θάρρος στους εργαζομένους που θέλουν να συμμετάσχουν στη συνδικαλιστική δράση, είτε λόγω του μεγέθους της επιχείρησης και της συγκέντρωσης των εργαζομένων, που διευκολύνει τη συνδικαλιστική οργάνωση. Ως εκ τούτου, ίσως η πλειοψηφία των εργαζομένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο να είναι ακόμα συνδικαλισμένη. Στον ιδιωτικό τομέα η πυκνότητα είναι χαμηλή, αλλά και πάλι εξαρτάται από τον κλάδο και τις ιδιαίτερες συνθήκες του», αναφέρει μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του στο iEidiseis, με αφορμή την ημέρα της Εργατικής Πρωτομαγιάς.
«Οι κυβερνήσεις, ειδικά οι δεξιές, δεν το φοβούνται πλέον. Οι εργαζόμενοι είναι πλέον έρμαια της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης και του τριγώνου της διαπλοκής (πολιτικές, οικονομικές και μιντιακές ελίτ) που θέλει να εμπεδώσει στην κοινωνία ένα κλίμα τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Παρά τις υπαρκτές διαδικασίες ανα-συγκρότησης που παρατηρούμε, η εργατική τάξη ακόμα βρίσκεται σε διαδικασία από-συγκρότησης, μια διαδικασία αντίστροφη από αυτήν που περιέγραφε ο E.P.Thompson στο μνημειώδες έργο του Η συγκρότηση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος.
Έχουμε σήμερα μια ένδειξη για το πόσοι εργαζόμενοι είναι συνδικαλισμένοι; Πού είναι μεγάλος ο αριθμός και πού είναι πολύ μικρός ή και ανύπαρκτος;
Η συνδικαλιστική πυκνότητα συνεχώς πέφτει, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Είναι δε πολύ άνισα κατανεμημένη. Στο δημόσιο και το ευρύτερο δημόσιο είναι ακόμα υψηλή, είτε λόγω της μονιμότητας, που δίνει θάρρος στους εργαζομένους που θέλουν να συμμετάσχουν στη συνδικαλιστική δράση, είτε λόγω του μεγέθους της επιχείρησης και της συγκέντρωσης των εργαζομένων, που διευκολύνει τη συνδικαλιστική οργάνωση. Ως εκ τούτου, ίσως η πλειοψηφία των εργαζομένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο να είναι ακόμα συνδικαλισμένη. Στον ιδιωτικό τομέα η πυκνότητα είναι χαμηλή, αλλά και πάλι εξαρτάται από τον κλάδο και τις ιδιαίτερες συνθήκες του. Σε κλάδους όπου συγκεντρώνεται το εργατικό δυναμικό και/ή υπάρχει παραδοσιακά μαχητικός συνδικαλισμός η πυκνότητα είναι μεγαλύτερη από κλάδους που κυριαρχούνται από μικρές επιχειρήσεις, προσωρινότητα και ελαστικότητα της εργασίας. Επομένως, στις καπνοβιομηχανίες ή τις ιδιωτικοποιημένες ΔΕΚΟ ο συνδικαλισμός είναι ακόμα ισχυρός, στον τουρισμό και τον επισιτισμό όμως είναι από ασθενικός έως ανύπαρκτος.
Υπάρχουν χώροι, όπως πχ. οι πλατφόρμες υπηρεσιών, στις οποίες γίνεται μεγάλη κουβέντα για τη μη ύπαρξη συνδικαλισμού. Μπορεί να υπάρξει σε νέους κλάδους αξιόλογος διεκδικητικός συνδικαλισμός; Και τι χαρακτηριστικά μπορεί να έχει;
Σίγουρα μπορεί να υπάρξει, αρκεί να χρησιμοποιηθούν τα ψηφιακά μέσα σε ευρεία κλίμακα για λόγους οργάνωσης, εσωτερικής επικοινωνίας, διαβούλευσης και ορατότητας. Θα ήταν παράδοξο άλλωστε αν επιχειρηθεί συνδικαλιστική ανάπτυξη στις πλατφόρμες χωρίς τη χρήση των τελευταίων. Έπειτα, το κλαδικό επίπεδο ίσως είναι πιο πρόσφορο από το επιχειρησιακό σε τέτοιες δουλειές. Τέλος, θα πρέπει να επινοηθεί ένα ρεπερτόριο δράσης συμβατό με τις νέες συνθήκες εργασίας και ικανό να ξεπεράσει τα εμπόδια που θέτουν οι εργοδότες σε αυτούς τους νέους κλάδους απασχόλησης. Και προσέξτε: μπορεί η φυσική απομόνωση όσων δουλεύουν στις πλατφόρμες να αποτελεί πρόβλημα, αλλά αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι όλοι και όλες είναι online. Η ενότητα του ψηφιακού χώρου μπορεί να αντισταθμίσει σε κρίσιμο βαθμό τον κατακερματισμό του φυσικού χώρου.
Υπάρχει διάσπαση στο συνδικαλιστικό χώρο; Βλέπουμε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, από τη μια, και ΠΑΜΕ, από την άλλη, να κάνουν ακόμα και ξεχωριστές συγκεντρώσεις. Εκτιμάτε ότι προοπτικά μπορούμε να πάμε και σε δυο Ομοσπονδίες;
Υπάρχει έντονη κομματικοποίηση και παραταξιοποίηση του συνδικαλισμού στην Ελλάδα, που παραδοσιακά θέτει προσκόμματα στην ενωτική δράση. Ωστόσο, μια τέτοιου είδους διάσπαση δεν έγινε εδώ και τόσες δεκαετίες. Το μέλλον φυσικά είναι αδήλωτο. Επίσης, θεωρώ πως μια διάσπαση θα είχε νόημα μόνο αν ο φορέας που θα την έκανε θα ήταν πιο συμπεριληπτικός και ικανός να λύσει τα χρόνια προβλήματα απο-συνδικαλιστικοποίησης. Αυτή τη στιγμή το ΠΑΜΕ δεν νομίζω πως μπορεί να επιτύχει μόνο του κάτι τέτοιο ή να εμπνεύσει σχετικές διεργασίες.
Μήπως τελικά το συνδικαλιστικό κίνημα δεν διαθέτει πλέον τη σημασία και την βαρύτητα που είχε στο παρελθόν;
Είναι προφανές αυτό. Οι κυβερνήσεις, ειδικά οι δεξιές, δεν το φοβούνται πλέον. Οι εργαζόμενοι είναι πλέον έρμαια της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης και του τριγώνου της διαπλοκής (πολιτικές, οικονομικές και μιντιακές ελίτ) που θέλει να εμπεδώσει στην κοινωνία ένα κλίμα τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Παρά τις υπαρκτές διαδικασίες ανα-συγκρότησης που παρατηρούμε, η εργατική τάξη ακόμα βρίσκεται σε διαδικασία από-συγκρότησης, μια διαδικασία αντίστροφη από αυτήν που περιέγραφε ο E.P.Thompson στο μνημειώδες έργο του Η συγκρότηση της εργατικής τάξης στην Αγγλία.
Όλες οι μετρήσεις δείχνουν μια μεγάλη αναξιοπιστία του συνδικαλιστικού κινήματος. Μαζί με την τηλεόραση και άλλα μέσα ενημέρωσης είναι συνήθως στην τελευταία θέση. Πού το αποδίδετε;
Οι λόγοι είναι πολλοί. Ουκ ολίγοι συνάδελφοι έχουν καταγράψει και αναλύσει τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, που συντείνουν στην απαξίωσή του. Ενδεικτικά αναφέρω το κλασικό έργο του Γιάννη Κουζή, Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αποκλίσεις και συγκλίσεις με τον ευρωπαϊκό χώρο, Gutenberg, 2007, καθώς και το πιο πρόσφατο που επιμελήθηκα εγώ μαζί με εξαιρετικούς συναδέλφους από το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, με τίτλο Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα. Καταγραφή των απεργιών κατά την περίοδο 2011-2017, Μελέτες 48, 2018. Ενώ ο κατάλογος είναι μακρύς, θα σταθώ στην παραταξιοποίηση/κομματικοποίηση, την πολυδιάσπαση, την ενσωμάτωση πολλών συνδικαλιστικών ηγεσιών στο σύστημα εξουσίας, τη ρουτινοποίηση του ρεπερτορίου δράσης (ειδικά της απεργίας) και του συνδικαλιστικού λόγου, την απροθυμία/αδυναμία ένταξης των επισφαλώς εργαζομένων και των μεταναστών, τη μόνιμη απουσία προετοιμασίας των απεργιών/κινητοποιήσεων, τη χρονοκαθυστέρηση όσον αφορά στην προσαρμογή στα νέα κοινωνικά και εργασιακά δεδομένα.