Φωτογραφία-ντοκουμέντο από δύο ληστές, οι οποίοι ποζάρουν σε κάμερα ασφαλείας στο κέντρο της Αθήνας και εξαπολύουν απειλές με χαρακτηριστική χειρονομία, έρχεται στο φως της δημοσιότητας.
Η φωτογραφία, που εστάλη στο iΕidiseis από κατοίκους της περιοχής γύρω από την οδό Μητροπόλεως στην «καρδιά» της πρωτεύουσας, ελήφθη πριν από περίπου δύο μήνες. Ωστόσο, όπως λένε οι ίδιοι κάτοικοι, εμπορικοί δρόμοι εξακολουθούν να αποτελούν «πεδίο δράσης» συμμοριών που δεν διστάζουν ακόμα και να απειλήσουν τους κατοίκους γνωρίζοντας ότι μπορεί να τους παρακολουθούν μέσα από τις κάμερες ασφαλείας των διαμερισμάτων τους.
Κατά την έναρξη της τουριστικής περιόδου το φαινόμενο εντείνεται, καθώς «μετακομίζουν» στο κέντρο της Αθήνας σπείρες που εκμεταλλεύονται την πολυκοσμία, το συνωστισμό και την παρουσία χιλιάδων τουριστών σε περιοχές όπως το Σύνταγμα, η Ερμού, το Μοναστηράκι, η Πλάκα, η Ακρόπολη. Πρόβλημα, όμως, αντιμετωπίζουν και οι μόνιμοι κάτοικοι του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, οι οποίοι φοβούνται τι θα αντικρίσουν γυρίζοντας από τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι ζουν μόνοι, νιώθουν -όπως λέει στο iΕidiseis κάτοικος του Συντάγματος- μεγάλη ανασφάλεια: «Θέλω να φύγω διακοπές και σκέφτομαι ότι θα αφήσω πίσω μόνη της την ηλικιωμένη μητέρα μου. Βλέποντας εικόνες με νεαρούς να φτάνουν στο σημείο να ποζάρουν στην κάμερα και να απειλούν, πως να μη φοβάσαι. Ακούμε για διαρρήξεις και κλοπές και αγχωνόμαστε. Τι έχουν πάνω τους αυτοί οι άνθρωποι; Μαχαίρια, κατσαβίδια, ποιος ξέρει τι άλλο».
Δεν είναι όμως μόνο οι συμμορίες ληστών και διαρρηκτών που προκαλούν «πονοκέφαλο» στις Αρχές. Υπάρχουν και οι σπείρες που «ειδικεύονται» στις απάτες. Μία από αυτές «ξηλώθηκε» την περασμένη εβδομάδα με τη σύλληψη 16 ατόμων και την ταυτοποίηση ακόμα 11, ενώ εξιχνιάστηκαν 113 περιπτώσεις απάτης σε όλη την Ελλάδα. Η λεία τους εκτιμάται ότι αγγίζει το 1,3 εκατομμύρια ευρώ.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, οι δράστες αφού προσέγγιζαν στο δρόμο ηλικιωμένους και κυρίως γυναίκες, παρουσιάζονταν κυρίως ως λογιστές αλλά και ως φιλικά πρόσωπα ή απεσταλμένοι συγγενών τους και τους έπειθαν να τους παραδώσουν χρηματικά ποσά ή κοσμήματα, τα οποία κατά περίπτωση παραλάμβαναν από τις οικίες τους ή από τραπεζικά καταστήματα, όπου τους μετέφεραν.
Πιο αναλυτικά, παρουσιάζονταν ως απεσταλμένοι συγγενικού τους προσώπου και ισχυρίζονταν ότι για να ληφθεί μεγάλο χρηματικό ποσό ως αποζημίωση ή ως επιστροφή από την εφορία, θα έπρεπε πρώτα να τους παραδώσουν κάποιο χρηματικό ποσό, συνήθως ως παράβολο.
Για να είναι πιστευτοί είχαν περιποιημένη εξωτερική εμφάνιση και ιδιαίτερα ευγενική συμπεριφορά, ενώ για να κάμψουν την όποια αμφιβολία προσποιούνταν ότι μιλούσαν τηλεφωνικά με οικείο πρόσωπο του θύματος. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις έδιναν το τηλέφωνο στο θύμα, προκειμένου να συνομιλήσει με τον υποτιθέμενο οικείο του, το ρόλο του οποίου όμως αναλάμβανε ένας από τους συνεργούς.
Επίσης, με διάφορες προφάσεις έπειθαν τα θύματα τους να μην χρησιμοποιούν το κινητό τους τηλέφωνο, αποκλείοντας έτσι το ενδεχόμενο να τους καλέσει οικείο τους πρόσωπο ή ακόμη το αφαιρούσαν από την κατοχή τους ώστε να εξασφαλίσουν τον απαραίτητο χρόνο διαφυγής, προτού ειδοποιηθούν οικείοι ή οι Αρχές.
Σε αρκετές περιπτώσεις, ζητούσαν να τους παρουσιάσουν χρυσαφικά και κοσμήματα με το πρόσχημα της φωτογράφισης αυτών, ωστόσο στη συνέχεια απομάκρυναν τα θύματά τους από το χώρο, τους αποσπούσαν την προσοχή και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί αφαιρούσαν τα χρυσαφικά.
Σε περίπτωση που οι παθόντες εξέφραζαν αμφιβολίες ή ήταν επιφυλακτικοί, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης δε δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν σωματική βία σε βάρος τους.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του «επαγγελματισμού» με τον οποίο δρούσαν ήταν ότι μεταξύ τους είχαν καθορίσει διακριτούς ρόλους, με επιμερισμό αρμοδιοτήτων στην προσέγγιση των θυμάτων, στην «περιφρούρηση» του πεδίου δράσης και στην κατοχή των επιχειρησιακών οχημάτων.
Όσον αφορά στα μέσα που χρησιμοποιούσαν, επρόκειτο για ιδιόκτητα οχήματα, που ήταν καταχωρημένα σε στοιχεία άλλων προσώπων, καθώς επίσης και μισθωμένα οχήματα, προκειμένου οι χρήστες τους να μην συνδέονται άμεσα με τα βασικά μέλη της οργάνωσης.
Στο πλαίσιο των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν σε 14 σπίτια και 4 ενεχυροδανειστήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.