Η απόφαση επηρεάζει τόσο τους υπηρετούντες με έννομη σχέση δημοσίου δικαίου στο Δημόσιο, σε ΟΤΑ και σε ΝΠΠΔ, τους υπηρετούντες ΙΔΑΧ, όσο και τους υπηρετούντες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ θα αποτελέσει πρόκριμα και για τις ανάλογες διεκδικήσεις των συνταξιούχων.
Το ΣΤ’ Τμήμα έκρινε ότι οι περικοπές που έγιναν µε τον νόμο 4093/12, οδηγώντας στην πλήρη κατάργηση όλων των επιδομάτων, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Στο σκεπτικό τους οι δικαστές, αν και αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, επισημαίνουν ότι «µε την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή των αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγομένων, ειδικότερα δε θεσπίζεται πλέον µε αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».
Προσθέτουν, δε, ότι τα επιδόματα εορτών και αδείας «συνδέονται από τη φύση τους µε τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από τον μισθό του καθενός».
Αν αναγνωριστούν αναδρομικά από το 2015 τότε η δημοσιονομική επιβάρυνση υπολογίζεται ότι φτάνει τα 1,9-2,4 δισ. ευρώ ενώ αν αναγνωριστούν από το 2013 ο λογαριασμός εκτοξεύεται στα 3,8 με 4,8 δισ. ευρώ.