Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935 και ήταν γιος του Σταύρου Παναγόπουλου από την Καλαμάτα και της Ειρήνης, η οποία κατάγονταν από μεγάλη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης.
Ο Παναγόπουλος έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία αφού ο πατέρας του Σταύρος είχε αντιστασιακή δράση στην περίοδο της Κατοχής και πέθανε από βασανιστήρια από τους Γερμανούς και κατά άλλους στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.
Η καταγωγή της μητέρας του και οι στενοί δεσμοί που διατηρούσε στη Κωνσταντινούπολη η οικογένεια της με την οικογένεια του εθνικού ευεργέτη Ευγένιου Ευγενίδη ήταν αυτή που τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με το υγρό στοιχείο.
Μαθητής ακόμη στον ελεύθερο χρόνο του, αλλά και στις διακοπές του εργάζονταν στα κρουαζιερόπλοια της Home Lines του Ομίλου Ευγενίδη, ενώ ο Ευγένιος Ευγενίδης ήταν ο άνθρωπος εκείνος που τον τράβηξε κοντά του, αναλαμβάνοντας κατά κάποιο τρόπο την επιμέλεια του.
Φοίτησε στη Σχολή Ecole Superiense de Commerce της Ελβετίας, από όπου πήρε το πτυχίο του και αμέσως εργάστηκε στη Home Lines.
Ο θάνατος του Ευγένιου Ευγενίδη, το 1954, τον βρίσκει να εργάζεται ως εκπαιδευόμενος σε εταιρία του ομίλου στο Λονδίνο και το 1955 μετακομίζει στα κεντρικά γραφεία της Home Lines στη Γένοβα, όπου εργάστηκε σε όλα τα τμήματά της αποκτώντας έτσι μια πλούσια εμπειρία στη διαχείριση των ναυτιλιακών εταιριών.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1965, και έχοντας περάσει από τις περισσότερες διευθυντικές θέσεις της Home Lines σε διάφορα σημεία του πλανήτη, αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Όμιλο Ευγενίδη και έτσι φτάνει για πρώτη φορά στον Πειραιά προκειμένου να αναλάβει γενικός διευθυντής της εταιρίας κρουαζιεροπλοίων Sun Line του εφοπλιστή Μπάμπη Κιοσέογλου.
Έξι χρόνια αργότερα, το 1971, αποχωρεί από τη Sun Line με σκοπό να δημιουργήσει για πρώτη φορά δική του εταιρία. Έτσι ιδρύεται η εταιρία– φαινόμενο Royal Cruise Line.
Η εταιρία αυτή αποτελεί ένα φαινόμενο στη παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία, όχι τόσο για τα επιτεύγματα της στο κλάδο της κρουαζιέρας, αλλά γιατί πάνω της χτίστηκε ο παγκόσμιος μύθος του Περικλή Παναγόπουλου, ως ο εφοπλιστής εκείνος που είναι έτοιμος να πουλήσει τα πάντα ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Η Royal Cruise Line στην εποχή της είχε ανακηρυχθεί πολλές φορές ως η καλύτερη εταιρία κρουαζιερόπλοιων στον κόσμο. Στα πρώτα βήματα της διέθετε ένα μόνο κρουαζιερόπλοιο, το Royal Odyssey, ενώ πολύ γρήγορα ο Περικλής Παναγόπουλος προχώρησε και στη παραγγελία δύο ακόμη νέων και σύγχρονων κρουαζιερόπλοιων που ονομάσθηκαν Golden Odyssey και CrownOdyssey.
Το 1989 και ενώ η εταιρία βρίσκονταν στο σημαντικότερο σημείο της ανάπτυξης της με πληρότητες που ζήλευαν οι κορυφαίες εταιρίες του είδους διεθνώς ο Περικλής Παναγόπουλος πουλά την εταιρία του στη νορβηγική εταιρία κρουαζιερόπλοιων Kloster αντί των 300 εκατομμυρίων δολαρίων, προκαλώντας ένα μικρό σεισμό στη παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία η οποία έσπευσε να χαρακτηρίσει τη κίνηση αυτή ως την «πώληση του αιώνα». Με τα κεφάλαια αυτά ο Περικλής Παναγόπουλος «υποχρέωσε» την Ελληνική ακτοπλοΐα να γυρίσει σελίδα.
Την ίδια χρονιά κιόλας ιδρύει την Magna Marine Inc., η οποία δραστηριοποιήθηκε στη διαχείριση φορτηγών πλοίων, μια αγορά στην οποία δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα.
Το 1990 αποκτά τον έλεγχο του 20% της εταιρείας Vernicos Yachts, και λίγο αργότερα εξαγοράζει την εταιρεία «Κυλινδρόμυλοι Αττικής», η οποία τότε ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Το 1992 μαζί με τον Γεώργιο Βερνίκο, τον Κωνσταντίνο Ματαράγκα και τον Διονύσιο Μελισσηνό, αγοράζουν την πλειοψηφία των μετοχών του Ελληνικού Νηογνώμονα από τον οποίο αποχώρησε ένα έτος νωρίτερα παραχωρώντας στους τότε συνεταίρους του το πακέτο των μετοχών που ήλέγχε.
Την ίδια περίοδο αγοράζει το 30% των μετοχών της Strintzis Lines. Το 1993 μετανομάζει τους Κυλινδρόμυλους Αττικής σε Επιχειρήσεις Αττικής και το 1994 επιστρέφει στον Γιώργο Βερνίκο το ποσοστό που κατείχε στην Vernicos Yatchs. Το ίδιο έτος οι Επιχειρήσεις Αττικής ήλεγχαν μόνο τα καταστήματα Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ τα οποία και πούλησε αμέσως.
Τότε, ακριβώς έβαλε σε εφαρμογή το μεγάλο σχέδιο του προχωρώντας στην ίδρυση της Superfast Ferries παραγγέλνοντας δύο πλοία, τα οποία σκόπευε να δρομολογήσει στη γραμμή Πάτρας – Ιταλίας. Τα πλοία τα παράγγειλε στα γερμανικά ναυπηγεία του Bremerhaven και στις 25 Μαρτίου 1995, καθυλκύονται και τα δύο πλοία τα οποία ονομάζονται «Superfast Ι» και «Superfast II». Ανάδοχοι των δυο πλοίων ήταν οι χρυσές Ολυμπιονίκες της Βαρκελώνης, Βούλα Πατουλίδου και Heike Dreschler. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1999 αποκτά τον έλεγχο του 38,8% των Γραμμών Στρίντζη Ναυτιλιακή Α.Ε. και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αυξάνει το ποσοστό του σε 48,8% αποκτώντας και τον πλήρη έλεγχο της εταιρίας που μετονομάσθηκε σε Blue Star Ferries.
Οι Επιχειρήσεις Αττικής, μετονομάσθηκαν σε Όμιλος Αttica και στις 13 Φεβρουαρίου 2008 πωλήθηκαν στη MIG του κ. Ανδρέα Βγενόπουλου αντί των 455 εκατ. ευρώ, γιατί «τα πάντα πουλιούνται, όταν η τιμή είναι η σωστή».
Ο Περικλής Παναγόπουλος όμως δεν εγκατέλειψε την ενεργό δράση.
Συνέχισε να έχει έντονη παρουσία στα κοινά της Ελληνικής ναυτιλίας και ταυτόχρονα συνέχισε να διοικεί, μαζί με την κόρη του Ειρήνη, τη πρώτη του εταιρία Magna Marine Inc. η οποία διαχειρίζεται τώρα τέσσερα φορτηγά πλοία.