Στις 21 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται δύο χρόνια από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου στην Γλάδστωνος. Η δίκη δεν έχει ακόμη ξεκινήσει, θα ξεκινήσει τον επόμενο μήνα. Το βιβλίο της Αγγελική Σπανού «Ματιέ» (Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις) είναι μια μυθιστορηματική εκδοχή αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας. Παραθέτουμε ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στην απανθρωποποίηση - όπως αναδείχθηκε στην Γλάδστωνος εκείνο το φοβερό μεσημέρι.
Κτήνη
Πολλοί φοβούνται το πλήθος. Ακόμη και όταν μπαίνουν στο μετρό, αν έχει πολύ κόσμο, αισθάνονται παγιδευμένοι.
Όποιος έχει διαβάσει Φρόιντ και Λε Μπον για την ψυχολογία των μαζών ξέρει για τη μεταμόρφωση που μπορεί να υποστεί κάποιος όταν ενταχθεί σε ομάδα. Τα ατομικά χαρακτηριστικά υποχωρούν και αναδύεται μια συλλογική οντότητα, δημιουργείται, μέσα από μια ασυνείδητη διεργασία, ένα νέο υποκείμενο, που δεν είναι κανείς μόνος του, είναι όλοι μαζί. Στην περίπτωση του λιντσαρίσματος του Ματιέ αυτό το «όλοι μαζί» ήταν τρομακτικό.
Όσα συνέβησαν στο σουπερμάρκετ στην Ερυθραία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον σύγχρονο ορισμό του φαινομένου της απανθρωποποίησης (dehumanization). Είναι η τάση των ανθρώπων να βλέπουν τους άλλους σαν λιγότερο ανθρώπους, να τους αποστερούν από τις ανθρώπινες ιδιότητές τους και επομένως να διευκολύνονται στην εξόντωσή τους. Ο άλλος δεν είναι όπως εγώ, γι’ αυτό δεν έχει την ίδια αξία η ζωή του με τη δική μου και την ίδια ένταση ο πόνος του με τον δικό μου.
Ο γερμανικός λαός για να αποφύγει την ενοχή για την αντιμετώπιση ενός ολόκληρου πληθυσμού ως αναλώσιμου αφέθηκε να πιστεύει ότι οι Εβραίοι ανήκαν σε μια κατηγορία ανθρώπων που δεν είχαν τα ίδια φυσικά δικαιώματα με τα δικά του. Την εποχή του ναζισμού τούς απεικόνιζαν σαν έντομα ή σαν τρωκτικά, αλλοίωναν ακόμη και τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, για να τους παρουσιάσουν σαν όντα που ήταν οριακά άνθρωποι, με όψη και κουλτούρα που τους καθιστούσαν ανάξιους να τους αντιμετωπίζουμε όπως τον εαυτό μας και τους ομοίους μας.
Μία από τις τεχνικές που χρησιμοποιεί η αστυνομία στην περίπτωση της ομηρίας είναι να πιεστεί ο δράστης από τον διαπραγματευτή μέσα από την ανάδειξη των προσωπικών χαρακτηριστικών του θύματος. Του λέει δηλαδή ότι κρατάει τη Μαρία, που είναι μητέρα δύο παιδιών, που την περιμένουν σπίτι, είναι εργαζόμενη, έχει τον πατέρα της στο νοσοκομείο κι έχει χάσει τη μάνα της.
Για να μπορέσεις να αδιαφορήσεις βλέποντας κάποιον να υποφέρει, για να νιώσεις καλά με την παθητικότητά σου, πρέπει να τον αισθανθείς σαν λιγότερο άνθρωπο. Διαφορετικά, ηθικά, είσαι υποχρεωμένος να παρέμβεις. Αν αυτός που ταλαιπωρείται μπροστά σου έχει όνομα, επώνυμο, ταυτότητα, δυσκολεύεσαι να παρακολουθήσεις απαθής την οδύνη του. Ο Ματιέ ήταν για τους δεκάδες πολίτες που παρακολούθησαν τον ξυλοδαρμό του ένας ληστής, ένας περιθωριακός, ένα πλάσμα χωρίς δικαιώματα, ανάξιο να υπάρχει. Τον άφησαν αβοήθητο γιατί δεν ταυτίστηκαν σε κανένα επίπεδο μαζί του, ήταν ξένος, απόμακρος, ανοίκειος, καταραμένος.
Στις μέρες μας, το φαινόμενο της απανθρωποποίησης εντείνεται στις μεγάλες πόλεις εξαιτίας της ανωνυμίας. Είναι δύσκολο στην καθημερινότητά μας να αντιμετωπίσουμε τους γύρω μας σαν ξεχωριστά πρόσωπα. Η μαζικότητα ενισχύει τη δυναμική της αδράνειας των παρατηρητών του δράματος. Ζούμε σε συνθήκες στις οποίες η αυτοεκτίμησή μας συνήθως δεν τροφοδοτείται από τη δουλειά που κάνουμε.
Μαζικοποιούμαστε στον τρόπο εργασίας μας, γινόμαστε απρόσωπες μονάδες, επομένως δεν αντλούμε ικανοποίηση από την απασχόλησή μας. Τελικά, γινόμαστε οι ίδιοι διεκπεραιωτές της συμπεριφοράς μας και του εαυτού μας, δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια ποιοι είμαστε.
Αυτό κάνει πολλούς να αντλούν αυτοεκτίμηση υποτιμώντας τον άλλο, τους κάνει να γίνονται επιθετικοί, να θέλουν να τον συντρίψουν και, αν βρουν ευκαιρία, τον πατάνε κάτω για να ηδονιστούν ή βλέπουν το ποδοπάτημά του από άλλους και το ευχαριστιούνται. Η μάζα δεν κάνει λογικές επεξεργασίες ούτε σύνθετες σκέψεις, ακολουθεί κατώτερα ένστικτα και σκοτεινές ενορμήσεις. Καθένας γίνεται άλλος μέσα στο πλήθος που δρα ή αδρανεί. Η ταυτότητά του υποχωρεί και αφομοιώνεται από την ταυτότητα της ομάδας, της μάζας, της αγέλης, του όχλου.
Αυτοί που κλοτσούσαν τον Ματιέ δεν έβλεπαν σ’ αυτόν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, έβλεπαν μια απειλή, την απειλή της απόκλισης, της παραβατικότητας.
Και κάποιοι έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν μικρούς ήρωες του μέσου ανθρώπου που με την αυτοδικία κάνουν κάτι μεγαλειώδες, αποκαθιστώντας το δίκαιο, καταπολεμώντας το έγκλημα, προστατεύοντας την ασφάλεια της ομάδας. Συμμετείχαν πολλοί, ενεργητικά και παθητικά, στο λιντσάρισμα. Στέκονταν και έβλεπαν, σαν να απολάμβαναν το θέαμα ή πάντως σαν να μην τους ενοχλούσε. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν τους ένοιαξε αν θα πεθάνει ο Ματιέ, μπορούσαν να προβλέψουν το κακό τέλος αλλά δεν είχαν κίνητρο να το αποτρέψουν. Τι θα κέρδιζαν αν το έκαναν; Τι κέρδισε αυτός που μπήκε στη μέση; Και παράταιρος φάνηκε και το θύμα δεν έσωσε.
Ο Ματιέ έμεινε μέχρι το τέλος αβοήθητος, ενώ ήταν δεκάδες αυτοί που θα μπορούσαν να προλάβουν το κακό. Δεν το έκαναν, γιατί δεν τον αντιμετώπιζαν σαν άνθρωπο, γιατί θεωρούσαν πως έφταιγε και γιατί ήθελαν να βγάλουν το άχτι τους για όσα έχουν περάσει.
Σε τέτοιες περιπτώσεις κυριαρχεί στους θύτες η ιδέα ότι το θύμα αξίζει αυτό που παθαίνει. Και μετά, δεν τους απασχολεί αυτό που συνέβη. Το αρνούνται ή το απωθούν. Την επόμενη ώρα μπορεί να είναι τρυφεροί γονείς και σύζυγοι, να πηγαίνουν στην εκκλησία και να δίνουν ελεημοσύνη. Δεν πιστεύουν ότι είναι κακοί άνθρωποι, ούτε που τους περνάει από το μυαλό, είναι όπως οι πολλοί ή όπως όλοι.
Στο μετρό δεν κοιτάμε κατάματα τους ζητιάνους, κοιτάμε κάτω, στρεφόμαστε αλλού, για να περάσει το κακό χωρίς να εμπλακούμε, για να προφυλαχτούμε. Είναι μια μικρή δόση απανθρωποποίησης αυτό. Θα δώσουμε ένα ευρώ τώρα, μετά τι θα κάνουμε; Το εκλογικεύουμε για να το αντέξουμε.
Η συμμετοχή στην ομάδα είναι ανακουφιστική γιατί η αυτονομία του «εγώ» χάνεται, διαχέεται στη μάζα κι έτσι υποχωρεί η αίσθηση της ατομικής ευθύνης, αποφασίζουν άλλοι για σένα.
Η πειστικότητα και η αυθεντία εκείνου που ασκεί βία σε κάποιον άλλο παίζει ρόλο στην υιοθέτηση μιας στάσης παραίτησης από τους γύρω. Όταν για παράδειγμα εμφανίζονται οι αστυνομικοί, είναι απολύτως αναμενόμενο ότι οι αυτόπτες μάρτυρες θα το αφήσουν πάνω τους. Οι περισσότεροι νιώθουν ότι η αστυνομία είχε δικαίωμα να κάνει ό,τι έκανε.
Στις μητροπόλεις υπάρχει διάχυτη κοινωνική οδύνη που δεν εκφράζεται απαραίτητα με κλασικούς όρους ψυχοπαθολογίας. Είναι ένα αίσθημα αδιεξόδου, απελπισίας, αλλοτρίωσης. Δεν υπάρχει ένας σαφής ένοχος γι’ αυτό, υπάρχει όμως η ψυχική διαθεσιμότητα από την πλευρά της μάζας, και πολλές φορές στο ατομικό επίπεδο, να εξαχθεί αυτό το αδιέξοδο με επιθετικό τρόπο σε βολικά εξιλαστήρια θύματα. Το διακύβευμα για την αγέλη είναι να αφανίσει το διαφορετικό, αντλώντας τη στιγμιαία αυταπάτη της συνοχής και του θριάμβου της απέναντι στον αδύναμο, στον απροστάτευτο. Χωρίς ενοχή, χωρίς ντροπή, χωρίς ηθικούς φραγμούς, χωρίς αναστολές. Κάθε κοινωνία που έχει υποστεί βαθιές ρήξεις και ασυνέχειες σε κοινωνικό, ηθικό, οικονομικό επίπεδο βιώνει τη ρευστότητα και την ανασφάλεια σε τέτοιον βαθμό που αδυνατεί να επεξεργαστεί τα πρωτόγονα ένστικτά της. Όταν το μετα-πλαίσιο καταρρέει, όταν δηλαδή δεν υπάρχουν ισχυρά και σαφή θεσμικά σημεία αναφοράς, το κτήνος μέσα μας ξυπνάει. Έτσι, η κατασκευή της αυτοδικίας απαντά στο έλλειμμα τάξης και ασφάλειας σαν ένα «νόμιμο» αντανακλαστικό διατήρησης της καταρρέουσας κοινωνικής συνοχής.
Μια γιαγιά, μπορεί και να ’χει φτάσει στα 90, μιλώντας στην τηλεόραση είπε στη νεαρή ρεπόρτερ: «Παιδί μου, και σκυλί να ήταν που τους δάγκωσε, δεν θα του φερόντουσαν έτσι».
Ο Ματιέ αγαπούσε πολύ τα σκυλιά και δεν ήξερε να δαγκώνει.
Ενα βιβλίο που σοκάρει Ματιέ - Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις
Τι γυρεύει μια αλεπού στη Σταδίου; Είναι το πρώτο που αναρωτιέται κανείς βλέποντας το εξώφυλλο του δεύτερου βιβλίου της Αγγελικής Σπανού. Κι όταν διαβάσει το οπισθόφυλλο η απορία παραμένει: Γιατί μια δημοσιογράφος που ασχολείται με την πολιτική και τη διπλωματία εστιάζει λογοτεχνικά στο λιντσάρισμα ενός μπαχαλάκη, μέλους των "Αλεπούδων", μιας ομάδας οικο-εξτρεμιστών που επιχειρεί ληστεία σε σούπερμάρκετ βορείων προαστίων;
Προφανώς η αφορμή είναι το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου και αυτό που κυρίως την ενδιαφέρει είναι οι διαφορετικές αναγνώσεις της ιστορίας: Από τον αστυνομικό, τον διασώστη του ΕΚΑΒ, την ρεπόρτερ του καναλιού, τον βουλευτή της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, τον δημοσκόπο και τους φυσικούς πρωταγωνιστές του γεγονότος: Αυτούς που ήταν εκεί, σε ένα σούπερμάρκετ στην Ερυθραία, τους ταμίες, τους πελάτες και τους παρατηρητές, αυτούς που τον χτύπησαν, αυτούς που παρακολουθούσαν απαθείς. Πίσω από το βιβλίο υπάρχει ρεπορτάζ, αυτό είναι ολοφάνερο.
Το πραγματικό μπερδεύεται με το φανταστικό τόσο που είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τη μυθοπλασία από τη δημοσιογραφική έρευνα. "Η ζωή είναι πιο απρόβλεπτη από τη μυθοπλασία, το εξωπραγματικό πιο αληθινό από το πραγματικό", σημειώνει στο οπισθόφυλλο.
()Η γραφή της δηλώνει τη συνέχεια των "Απαρατήρητων" (του πρώτου της βιβλίου, εκδόσεις Πόλις): Καταιγιστικός ρυθμός, ακρίβεια, απουσία κάθε επιτήδευσης, ροή, ευρηματικό τέλος σε κάθε κεφάλαιο. Η Αγγελική Σπανού δείχνει ότι θα συνεχίσει σε αυτό το παράξενο αλλά ενδιαφέρον λογοτεχνικό είδος που μπλέκει τον ρεαλισμό με τη φαντασία.