Πολιτικοί, αναλυτές, μέσα ενημέρωσης, μας είχαν φλομώσει στη βεβαιότητα ότι οι αμερικανικές εκλογές θα είναι «θρίλερ», η έκβαση τους «αμφίρροπη», αλλά «οι καλοί νικούν στο τέλος» και θα επικρατήσει η υποψήφια της οποίας πολιτική πρόταση άρχιζε και τελείωνε στη - βάσιμη - καταγγελία του αντιπάλου της, ως το απόλυτο κακό.
Όλοι έπαιρναν αμπάριζα από τους δημοσκόπους, που «έβρισκαν» ότι επήλθε «ανατροπή», από την ώρα που αποσύρθηκε ο υποψήφιος των Δημοκρατικών με τη φυσική και νοητική κατάπτωση.
Ούτε τα «ευρήματα» του ημέτερου Φαναρά, που στις αρχαιρεσίες του ΠΑΣΟΚ έδειχναν δεύτερη, με τάση για πρώτη, τη Διαμαντοπούλου - όπως και το 2021 «προβάδισμα Λοβέρδου» - δεν έπεσαν τόσο έξω.
Η πολιτική εκδικείται: οι εκλογές δεν γίνονται με γκάλοπ. Ούτε με πασαρέλα του Χόλυγουντ - Μπιγιονσέ, Σουίφτ, Γκιρ, Ντι Κάπριο κ.α - ή με εκπομπές της εύπεπτης ελληνικής τηλεόρασης - Ψινάκης, πρώην «Απαράδεκτοι» και μεσημεριανάδικα.
Γίνονται με ψήφους - που συνήθως πέφτουν στην κάλπη όσων μιλούν απευθείας στους αποδέκτες. Ακόμη και να απευθύνονται στα κατώτερα αισθήματά τους - όπως ο Τραμπ.
Πίσω από τη χυδαιότητα και την κινδυνολογία του, υπήρχε πολιτική πρόταση για την οικονομία, την καθημερινότητα και την ασφάλεια, που συγκινούσε το ακροατήριό του. Ακραία στη διατύπωση της, αλλά «πολιτική» και «πρόταση». Πρωτίστως ήξερε σε ποιους απευθύνεται.
Η αντίπαλός του απευθύνονταν στους δημοσκόπους, τις ελίτ και τον - απόμακρο από την κοινωνία - κομματικό ιστό των Δημοκρατικών. Ως τις παραμονές της κάλπης, ποντάριζαν στον Μπάιντεν, τους πολέμους του και τα οικογενειακά του σκάνδαλα - που ήταν δεν ήταν μικρότερης σημασίας από τον σκανδαλώδη βίο, τη βάρβαρη πολιτεία και τις δικαστικές καταδίκες του Τράμπ.
Μεταξύ μας: ο μόνος που κατάφερε τα τελευταία χρόνια στον δυτικό κόσμο να λειτουργήσουν οι δημοσκοπήσεις ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία υπέρ του, ήταν ο ημέτερος Κυριάκος Μητσοτάκης - το 2019 και το 2023. Κυρίως γιατί είχε απέναντι του τους ερασιτέχνες του ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2024 όμως, υπέκυψε κι αυτός στον κανόνα: όταν σε αδειάζουν από κάτω οι πολίτες, δεν σε σώζουν από πάνω οι «πίτες», οι «κολώνες» και οι «αναγωγές» των γκαλοπατζήζων.
Αυτό που αγνοούν όσοι υποκαθιστούν την πολιτική με την επικοινωνία, την ουσία με το θέαμα και την κατανόηση των πραγματικών προβλημάτων του μέσου πολίτη με τη χειραγώγηση, είναι το εξής: αν ο Κοινοβουλευτισμός είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του δυτικού πολιτισμού τους τελευταίους αιώνες, η ισότητα της ψήφου είναι κατάκτηση μέσα στην κατάκτηση.
Η ψήφος των «επωνύμων» δεν είναι βαρύτερη. Όσο ωραία τα έλεγαν οι προερχόμενοι από τις δυο ακτές - αστέρες της σόου μπιζ και φορείς του αστικού καθωσπρεπισμού που αντιλαμβάνονται τη Δημοκρατία ως «αριστοκρατικό» πολίτευμα - τόσο περισσότερο προκαλούσαν όσους ζουν στα εργατικά κέντρα και την ύπαιθρο.
Οι αρμόδιοι της καμπάνιας του Τράμπ τον έβαλαν να απευθυνθεί στους δευτέρους σνομπάροντας - με αήθεις επιθέσεις στην αντίπαλό του - το κατεστημένο του Δημοκρατικού κόμματος, που εκπροσωπούσαν οι οικογένειες Κλίντον και Ομπάμα.
Αναδείχθηκε έτσι η παλιά δημοκρατική αρχή του Μιραμπό: «Όταν οι πολλοί έχουν άδικο, οι πολλοί έχουν δίκιο». Το άδικο του Τραμπ αποδείχθηκε, το δίκιο της σημερινής Αμερικής.
Ο θρίαμβός του επιβεβαίωσε ότι στη Δημοκρατία τον νικητή ορίζει ο λαϊκός παράγοντας - και όχι οι «φωτισμένες» πρωτοπορίες, οι «γνωρίζοντες» και όσοι έχουν μικρόφωνο. Αρέσει δεν αρέσει, άλλη μέθοδος ανάδειξης κυβερνήσεων δεν υπάρχει.
Ωστόσο μην πυροβολείτε την πιανίστρια. Δεν ηττήθηκε η Κάμαλα Χάρις - στην οποία οι χρηματοδότες του Δημοκρατικού κόμματος ανέθεσαν σώσει τη παρτίδα και τα συμφέροντά τους - αλλά ο Μπάιντεν.
Κατά τον τρόπο που στη Ελλάδα το 2004 δεν είχε χάσει ο Γ. Παπανδρέου, αλλά ο Σημίτης, το 2012 ο Βενιζέλος, αλλά ο Γ. Παπανδρέου, το 2024 ο Κασσελάκης, αλλά ο Τσίπρας.
Από αυτή την άποψη, η ατυχής σταδιοδρομία της στην αμερικανική πολιτική σκηνή, δίνει μαθήματα και για την ελληνική.