Φτάσαμε λοιπόν στην Κυριακή των γερμανικών εκλογών για την ομοσπονδιακή βουλή. Άγνωστο όμως πόσες ημέρες μας χωρίζουν ακόμα από τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης και την ανάδειξη της πολιτικής προσωπικότητας που θα διαδεχθεί την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Τους μήνες που πέρασαν υπήρξαν τρεις κεντρικές εκλογικές ανακατατάξεις:
-οι Χριστιανοδημοκράτες και ο Άρμιν Λασετ κατρακύλησαν από το 36% στο 22% ενώ επί τριετία, πριν και κατά την πανδημία, κυριαρχούσαν σε όλες τις δημοσκοπήσεις,
-το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και ο Όλαφ Σολτς σε ένα ράλι έκπληξη μέσα σε 60 ημέρες αύξησαν το ποσοστό τους κατά 10 μονάδες, το κόμμα των Πρασίνων και η Ανναλένα Μπέρμποκ άγγιξαν για λίγο το 26% και στη συνέχεια υποχώρησαν από την πρώτη στην τρίτη θέση ενώ
-η κλιματική κρίση παραμένει σταθερά ένα κυρίαρχο πρόβλημα που απασχολεί τον γερμανικό πληθυσμό.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου στην μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, θα σηματοδοτήσουν αλλαγές για την επόμενη δεκαετία στην Ευρώπη. Αλλαγές που εκτός απροόπτου θα αφήσουν ακολούθως ένα νέο αποτύπωμα στην ταυτότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών. Στην πολιτική για το περιβάλλον και το κλίμα, τις δημοσιονομικές συνθήκες, την ψηφιακή και ενεργειακή μετάβαση. Κάτι ανάλογο συνέβη άλλωστε και στις προηγούμενες αντίστοιχες δυο μεταβάσεις στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας: στην αρχή της χιλιετίας με την μετάβαση από την εποχή της Επανένωσης του Κολ στην περίοδο Σρέντερ / Φίσερ κατά την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα στα δυτικά βαλκάνια και η νομισματική ενοποίηση της ΕΕ, και ακολούθως στη μετάβαση από την περίοδο της κόκκινης πράσινης συνεργασίας στην εποχή Μέρκελ και τους μεγάλους κυβερνητικούς σχηματισμούς που συνόδευσαν την ευρωπαϊκή πολιτική τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, των προσφυγικών ροών, της κρίσης του Ευρώ και του Brexit.
Είναι ωστόσο οι πρώτες εκλογές μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990 που φαίνεται να μην επαρκεί ακόμη και η συνεργασία των δύο μεγάλων παρατάξεων (CDU-CSU / SPD) για να εξασφαλίσει μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία κυβερνητικής τετραετίας. Είναι η πρώτη φορά σε ολόκληρη την μεταπολεμική πολιτική ιστορία της Γερμανίας, όπου τόσα πολλά σενάρια είναι εξίσου και τόσο πιθανά. Η εκλογική συμπεριφορά των πολιτών έχει αλλάξει. Ήταν αναμενόμενο άλλωστε, όταν κατά την πανδημία επανεξετάστηκε η ανάγκη εξασφάλισης συγκεκριμένων κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών για τους πολίτες. Η δε παρατεταμένη περίοδος του lockdown και των περιορισμών στην κίνηση έδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη ή κατάργηση επαγγελμάτων/ οικονομικών δραστηριοτήτων, στο ποσοστό παρεμβατικότητας ή μη του κράτους. Ο αυτοπροσδιορισμός των εκλογέων στον πολιτικό χώρο αλλά και στον πολιτικό χρόνο παρουσιάζει νέα στοιχεία και ευρύτερη οπτική.
Αγώνας αντοχής με σπριντ πριν το νήμα
Μέσα από αυτή τη διαδρομή και σε αυτές τις συνθήκες, ο αντικαγκελάριος Σολτς ήταν αυτός τελικά που απέφυγε τις υπερβολές και τα λάθη, προέταξε την διοικητική του εμπειρία, ανέδειξε -έστω και κάπως αργά- ένα αναγνωρίσιμο από τη γερμανική κοινωνίας πολιτικό αφήγημα και μια κατανοητή από την πλειοψηφία των γερμανών πολιτών πρόταση διακυβέρνησης. Πάνω από όλα όμως όρισε εξ αρχής στον προεκλογικό του αγώνα ως χώρο όπου αναζητά τις συνεργασίες, τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας της αριστεράς και των πρασίνων και ως στόχο, μια προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας. Κίνηση η οποία και θεσμικά αποτελεί δικαίωμα και ευθύνη για τον υποψήφιο καγκελάριο της μεγαλύτερης κοινοβουλευτικής δύναμης του προοδευτικού χώρου. Αναγνώρισε τους όμορους πολιτικούς χώρους. Σεβάστηκε τη θεματική, τη ρητορική και τις «ευαισθησίες» των Πράσινων και της Linke. Ως αποτέλεσμα έτυχε συντριπτικά μεγαλύτερης αποδοχής στο σύνολο των ψηφοφόρων όλων των κομμάτων και μια προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας με αυτόν επικεφαλής φαίνεται να είναι ευρύτερα αναμενόμενη και αποδεκτή σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Η πιθανότητα να σχηματιστεί μια κεντροδεξιά κυβέρνηση (CDU/CSU-FDP) όπως αυτές της περιόδου Κολ και Μέρκελ βρίσκεται σήμερα κάτω από το ελάχιστο όριο του στατιστικού λάθους.
Όπως και μια κυβέρνηση που θα αποκλείει τη συμμετοχή των δύο κομμάτων που συγκλίνουν στα περισσότερα προγραμματικά σημεία (σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων) είναι παντελώς αδύνατη.
Στο πολιτικό βαρόμετρο του Δεύτερου Προγράμματος της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης η εκδοχή προοδευτικής κυβέρνησης με κορμό την κεντροαριστερά συγκεντρώνει τις περισσότερες θετικές γνώμες (34-37%).
Παρόλα αυτά, το ⅓ του εκλογικού σώματος δηλώνει αναποφάσιστο μέχρι την τελευταία στιγμή. Ωστόσο είναι απίθανο να προκύψει από το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών ένα σενάριο που δεν έχει ήδη εξεταστεί. Το κεντρικό ενδιαφέρον για το βράδυ της Κυριακής κατευθύνεται στη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος.
Άλλωστε ένα πρωτοφανές ποσοστό, περίπου 25% έχει ήδη, μέρες πριν το άνοιγμα της κάλπης, στείλει χωρίς δυνατότητα ανάκλησης την επιστολική του ψήφο. Σε αυτές τις εκλογές υπολογίζεται ότι η επιστολική ψήφος θα προτιμηθεί από το 40% των ψηφοφόρων. Μεταξύ αυτών των ψηφοφόρων βρίσκεται και η Άνγκελα Μέρκελ.
Μην εκπλαγείτε λοιπόν όταν πουθενά στην τηλεόραση την Κυριακή των εκλογών δεν θα δείτε την καγκελάριο Μέρκελ να ψηφίζει τον διάδοχό της. Ίσως να είναι και μια τελευταία προσπάθειά της να μην επισκιάσει εκ νέου τον υποψήφιο των Συντηρητικών, Άρμιν Λάσετ. Ίσως πάλι απλά να γνωρίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και διακριτικά αποδέχεται την αλλαγή φρουράς. Τη νέα αρχή σε μια άλλη κατεύθυνση με την επικράτηση ενός σύγχρονου προοδευτικού χώρου.
(Ο Παυσανίας Παπαγεωργίου είναι Σύμβουλος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεμάτων του Προέδρου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα)