«Στη γερμανική εξωτερική πολιτική, ειδικά έναντι της Τουρκίας που μας ενδιαφέρει άμεσα, δεν περιμένω ουσιαστική αλλαγή, αλλά σίγουρα κάποια διαφοροποίηση στη συμπεριφορά και στις διατυπώσεις από γερμανικής πλευράς, κυρίως λόγω της παρουσίας των Πρασίνων», εκτιμά η Φαίη Καραβίτη, με συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis.
Η ανταποκρίτρια του ΑΠΕ στο Βερολίνο, αναφέρεται διεξοδικά στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης στη Γερμανία, ενώ εκτιμά πως «το αποτύπωμα του SPD τόσο στο εσωτερικό της Γερμανίας όσο και στην Ευρώπη θα κριθεί από την πολιτική που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια». «Αν οι φιλοδοξίες του περιοριστούν στο να «νερώσει» κάπως τις κατά βάση φιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια στη χώρα, δεν μπορεί να περιμένει πολλά. Χρειάζεται μάλλον πιο ριζικές αλλαγές, με έντονο κοινωνικό προσανατολισμό», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τι θα αλλάξει ο Σολτς στη Γερμανία;
Σχεδόν τα πάντα, θα απαντούσε ο ίδιος! Ο Όλαφ Σολτς όμως δεν απέχει πολύ – τουλάχιστον όχι όσο θα ήθελαν πολλοί σύντροφοί του στο SPD - από την προκάτοχό του. Ας μην ξεχνάμε ότι η Άγγελα Μέρκελ στα 16 χρόνια θητείας της στην Καγκελαρία σταθεροποίησε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) στο κέντρο και υιοθέτησε – «έκλεψε», θα έλεγαν άλλοι – πολλές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές: εισαγωγή κατώτατου μισθού, γάμος ατόμων του ίδιου φύλου κλπ. Αυτό ήταν άλλωστε και ένα από τα προβλήματα του SPD όσα χρόνια συγκυβερνούσαν. Ο Όλαφ Σολτς έγινε τελικά απροσδόκητα Καγκελάριος, ηγείται ωστόσο μιας τρικομματικής κυβέρνησης, η οποία δείχνει ήδη τα όριά της. Οι διαφορές είναι μεγάλες και ο Καγκελάριος μέχρι τώρα ξοδεύεται εν πολλοίς στην προσπάθεια να κατευνάσει τις εντάσεις και να γεφυρώσει τις αποστάσεις. Η κεντρική εξαγγελία της νέας κυβέρνησης έχει στο επίκεντρό της μια «βιομηχανική επανάσταση» με οικολογικό, εμπροσθοβαρές και κοινωνικό πρόσημο. Εγχείρημα δύσκολο και ιδιαίτερα φιλόδοξο, με ανοιχτές όλες τις προβλέψεις.
Ως προς την Ευρώπη; Τόσο ως προς το Σύμφωνο Σταθερότητας, όσο και ως προς την ενιαία αμυντική πολιτική, καθώς τον Μάρτιο συζητείται στο Συμβούλιο Κορυφής η Στρατηγική Πυξίδα της ΕΕ;
Για το Σύμφωνο Σταθερότητας ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει εκφραστεί ήδη, στην Προγραμματική Συμφωνία του. Τα τρία κόμματα εκτιμούν ότι έχει ήδη αποδείξει την ευελιξία του και θέλουν να αποτελέσει, ως έχει, τη βάση για την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά και για βιώσιμες και φιλικές προς το περιβάλλον επενδύσεις. «Η περαιτέρω ανάπτυξη των δημοσιονομικών κανόνων θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη σε αυτούς τους στόχους, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητά τους ενόψει των σύγχρονων προκλήσεων», γράφουν στην συμφωνία τους SPD, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι και δεν αφήνουν ελπίδες για χαλάρωση του Συμφώνου. Το ίδιο και η παρουσία του φιλελεύθερου Κρίστιαν Λίντνερ στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών. Στην πράξη βέβαια και όταν θα αρχίσει αυτή η συζήτηση, πιθανότατα θα μιλήσουμε με διαφορετικά στοιχεία, καθώς θα έχει διαφανεί και η κατάσταση που αφήνει πίσω της η πανδημία – και όχι μόνο στον Νότο.
Σε ό,τι αφορά την Στρατηγική Πυξίδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιλέγει πάντα όμορφους και οραματικούς όρους, αλλά το αποτέλεσμα αποδεικνύεται συνήθως πιο δύσκολο. Το 2018 η Άγγελα Μέρκελ, συμφωνώντας με τον τότε Πρόεδρο της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, είχε στηρίξει το σχέδιο του ευρωστρατού. «Αυτό θα έδειχνε στον κόσμο ότι δεν θα υπάρξει ξανά πόλεμος στην Ευρώπη», είχε επαναλάβει μάλιστα τα λόγια του. Η τέως Καγκελάριος είχε επανειλημμένα αναδείξει τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος ως σημαντικής παραμέτρου της στρατηγικής σημασίας της Ευρώπης στον κόσμο. Το Βερολίνο ωστόσο – ούτε υπό τον Όλαφ Σολτς - θα προσχωρήσει εύκολα στα φιλόδοξα γαλλικά σχέδια. Ο Εμανουέλ Μακρόν έχει εκφράσει ευθέως την άποψή του για το ΝΑΤΟ, το οποίο χαρακτήρισε «εγκεφαλικά νεκρό», αλλά η Γερμανία δεν βρίσκεται στο ίδιο σημείο και σίγουρα δεν είναι διατεθειμένη να παίξει δεύτερο ρόλο σε μια τέτοια υπόθεση, παρότι υστερεί σε στρατιωτικό εξοπλισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι η Γαλλία είναι πυρηνική δύναμη και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών – αυτομάτως λοιπόν σε πλεονεκτική θέση έναντι της Γερμανίας.
Από την άλλη πλευρά, μια ενιαία ευρωπαϊκή άμυνα, προϋποθέτει και μια μίνιμουμ συμφωνία των κρατών – μελών ως προς τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, κυρίως την Ρωσία και την Κίνα. Να συμφωνήσουμε, με άλλα λόγια, ποιος είναι ο «εχθρός». Αν και στη θεωρία συμφωνούν, οι Γερμανοί θα δυσκολευτούν τελικά να διαχωρίσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα από στρατηγικά και από τα θέματα ασφάλειας. Στην Προγραμματική Συμφωνία διαπιστώνεται πάντως μετακίνηση από την πολιτική του παρελθόντος, προτάσσεται ένα πιο αυστηρό πλαίσιο στις σχέσεις με τη Μόσχα και το Πεκίνο, ενώ πολλοί προβλέπουν ότι η νέα κυβέρνηση θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου και λιγότερη στο δόγμα «αλλαγή μέσω εμπορίου» (Wandeldurch Handel), δηλαδή στον εκδημοκρατισμό μέσω των εμπορικών σχέσεων. Ήδη η πράσινη υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ έσπευσε να προαναγγείλει ότι δεν θα μεταβεί στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου τον Φεβρουάριο και ζήτησε απαγόρευση των εισαγωγών προϊόντων τα οποία είναι αποτέλεσμα καταναγκαστικής εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι ο Όλαφ Σολτς – όσο περνάει από το χέρι του – θα διεκδικήσει ενεργότερο ρόλο στην Ευρώπη, απαλλαγμένος από τα ταμπού του παρελθόντος.
Ως προς την Ελλάδα; Στην εξωτερική πολιτική και το μεταναστευτικό;
Η Ελλάδα δεν έπαιξε στις πρόσφατες εκλογές απολύτως κανέναν ρόλο – και το λέω με μεγάλη ανακούφιση… Η κατάσταση, τουλάχιστον προ πανδημίας, ήταν σχετικά ήρεμη και από τις δύο πλευρές, παρότι τα προβλήματα δεν λείπουν. Στη γερμανική εξωτερική πολιτική, ειδικά έναντι της Τουρκίας που μας ενδιαφέρει άμεσα, δεν περιμένω ουσιαστική αλλαγή, αλλά σίγουρα κάποια διαφοροποίηση στη συμπεριφορά και στις διατυπώσεις από γερμανικής πλευράς, κυρίως λόγω της παρουσίας των Πρασίνων. Η νέα κυβέρνηση διακηρύσσει συνέχεια ότι πυξίδα της εξωτερικής πολιτικής θα αποτελέσουν το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία, όπως έγραψε ο συνασπισμός στην Προγραμματική Συμφωνία, «έχουν μαζικά περιοριστεί» στην Τουρκία και αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, δεν θα κλείσει κανένα κεφάλαιο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ ούτε θα ανοίξει καινούργιο. Η Άγκυρα παραμένει όμως σημαντικός στρατηγικός εταίρος και δεν μπορώ να φανταστώ τη νέα κυβέρνηση να αλλάζει ριζικά τη γραμμή της.
Το μεταναστευτικό, αν και λόγω πανδημίας οι ροές έχουν περιοριστεί, ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους Γερμανούς, αλλά χωρίς μια συνολική συμφωνία με τους υπόλοιπους εταίρους της ΕΕ δεν μπορεί να σημειωθεί πρόοδος. Μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου είναι ψηλά στην ατζέντα της νέας κυβέρνησης, αλλά ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα εγκαταλειφθεί η πίεση προς την Ελλάδα, τόσο για τις συνθήκες φιλοξενίας των προσφύγων όσο και για τα θέματα επιστροφής στην Ελλάδα ατόμων που έχουν ήδη ζητήσει άσυλο στη χώρα.
Ως προς την οικονομία; Πρόσφατα ο Λίντνερ χαρακτήρισε την ελληνική κυβέρνηση ως παράδειγμα προς μίμηση και για το Βερολίνο…
Είχε πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον η συγκεκριμένη δήλωση. Κι εγώ δεν πίστευα στα αυτιά μου όταν άκουσα τον κ. Λίντνερ να λέει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η γερμανική οικονομία πρέπει να μιμηθεί την ελληνική στο θέμα των μεταρρυθμίσεων. Αν αυτή η γραμμή συνεχιστεί, θα είναι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα, αλλά το θέμα του Συμφώνου Σταθερότητας από τη μία πλευρά και του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο η Αθήνα θα ήθελε να λάβει μόνιμο χαρακτήρα, από την άλλη, δεν υπόσχονται ανέφελη συνέχεια. Πολλά θα εξαρτηθούν από την κατάσταση στην οποία θα βρίσκονται οι χώρες μετά την πανδημία. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα στο Βερολίνο και αυτό από μόνο του είναι θετικό.
Εκτιμάς ότι η διακυβέρνηση Σολτς θα ωθήσει τη σοσιαλδημοκρατία να καταστεί ελκυστική δύναμη και σε άλλες χώρες;
Σίγουρα θα το προσπαθήσει, αν και είναι νωρίς να μιλάμε για επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Η - έστω οριακή - νίκη του SPD έδωσε πάντως μεγάλη ανάσα στην ευρωπαϊκή κεντροαριστερά, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τα προβλήματα των κεντροδεξιών κομμάτων σε πολλές χώρες. Κάποιοι αναλυτές βλέπουν μάλιστα ενίσχυση της σοσιαλδημοκρατίας και λόγω της πανδημίας, η οποία από τη μία πλευρά δημιούργησε την ανάγκη παροχής κρατικής βοήθειας και από την άλλη ανέδειξε τα κενά στα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αν αναφερόμαστε κυρίως στη Γερμανία και στη Νορβηγία, στην πρώτη είχαμε μια κυβέρνηση 16 ετών και στη δεύτερη οκτώ. Είναι λοιπόν εύλογη μια επιλογή αλλαγής από τους ψηφοφόρους. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι το SPD, έλαβε μετά βίας το 25%, μένοντας πολύ μακριά από τα εκλογικά ποσοστά των δεκαετιών του ’70, του ’80 και του ΄90.
Εκτιμώ ότι τελικά το αποτύπωμα του SPD τόσο στο εσωτερικό της Γερμανίας όσο και στην Ευρώπη θα κριθεί από την πολιτική που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Αν οι φιλοδοξίες του περιοριστούν στο να «νερώσει» κάπως τις κατά βάση φιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια στη χώρα, δεν μπορεί να περιμένει πολλά. Χρειάζεται μάλλον πιο ριζικές αλλαγές, με έντονο κοινωνικό προσανατολισμό. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα θα παρακολουθεί άπρακτο. Με νέα ηγεσία, αργά ή γρήγορα θα ανασυνταχθεί και θα αντιδράσει. Από την άλλη πλευρά, μεγάλη βαρύτητα για την Ευρώπη θα έχει και το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών τη νέα χρονιά. Σε κάθε περίπτωση, η δική μου άποψη είναι ότι η μεγάλη απειλή για ολόκληρη την Ευρώπη είναι οι δυνάμεις του λαϊκισμού, οι οποίες ενισχύθηκαν και στην πανδημία. Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν η εξέλιξη αυτής της αντιπαράθεσης και οι δυνάμεις που θα αναδειχθούν την επόμενη μέρα. Τα δημοκρατικά κόμματα έχουν τώρα μεγάλη ευθύνη.