Από τις 24 Φεβρουαρίου μέχρι και σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το συγκοινωνούν με αυτές δοχείο του ΝΑΤΟ διατηρούν μιαν άκρως προσεκτική στάση απέναντι στη Ρωσία.
Αντιθέτως, η ένταση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας κλιμακώνεται ολοένα και περισσότερο, καταδεικνύοντας ότι από την αρχή της εισβολής η Ουάσιγκτον είχε στο πίσω μέρος του μυαλού της το Πεκίνο.
Από τη δεύτερη εβδομάδα και μετά, ο Λευκός Οίκος προβαίνει σε δηλώσεις που δυναμιτίζουν το σινοαμερικανικό κλίμα, προειδοποιώντας το Πεκίνο για σκληρά αντίποινα στην περίπτωση που βοηθήσει τη Ρωσία με οποιοδήποτε τρόπο - ειδικά με αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού.
Μες στο αιματοκύλισμα ηχούν και άλλα πολεμικά τύμπανα, στην άλλη άκρη του κόσμου· στην Ταϊβάν, όπου οι ανταγωνισμοί φέρνουν αντιμέτωπες τις ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Εκεί, όπου ήδη πλέουν αεροπλανοφόρα της μιας και της άλλης πλευράς (εδώ).
Έτοιμη για κυρώσεις η Δύση
Λόγω της διαρκώς αναπτυσσόμενης συνεργασίας του με τη Μόσχα, το Πεκίνο αντιμετωπίζει αναπόφευκτα μια σύγκρουση μεταξύ της επιθυμίας του να διατηρήσει τους ευρωπαϊκούς δεσμούς του σε αξιοπρεπή επίπεδα και των επιπλοκών που θα επιφέρουν σε αυτούς οι κυρώσεις με τις οποίες απειλείται. Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση απειλούν τον γίγαντα της Ανατολής με αυστηρές κυρώσεις, ακόμη και αν συνδράμει μόνον οικονομικά τη Μόσχα.
Από το 2014 μέχρι και σήμερα, η θέση της Κίνας απέναντι στην προσάρτηση της Κριμαίας ήταν απολύτως ουδέτερη, γεγονός που της προσέδιδε τον ρόλο του σταθεροποιητή ανάμεσα στη δυτική και τη ρωσική πλευρά. Αυτές οι σχέσεις μοιάζουν πλέον διαταραγμένες κι έτοιμες να συνθλιβούν υπό την καινούργια πίεση των ψυχροπολεμικού χαρακτήρα εντάσεων οι οποίες λαμβάνουν χώρα στον Ινδο-Ειρηνικό.
Το Πεκίνο λοιπόν αποφάσισε να παράσχει ανοιχτή υποστήριξη στη Ρωσία εν μέσω της εισβολής της δεύτερης στην Ουκρανία, πράξη που επισφραγίστηκε με την προ ημερών «άνευ ορίων» κοινή δήλωση των Βλάντιμιρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι δηλώνουν θιγμένοι και διαμαρτύρονται για την εμμονή του Λευκού Οίκου να προειδοποιεί και να επισημαίνει διαρκώς το εύρος των σινορωσικών σχέσων, με την πιο πρόσφατη επισήμανσή του να σχετίζεται με τη διόγκωση των στρατιωτικών σινορωσικων δεσμών.
Ήταν, λοιπόν, συνειδητή η απόφαση του Πεκίνου να παράσχει ρητή υποστήριξη στις απαιτήσεις της Ρωσίας γι’ ανάκληση του μεταψυχροπολεμικού ευρωπαϊκού στάτους ασφαλείας κατά τη διάρκεια των διπλωματιών επαφών της προπολεμικής περιόδου της ρωσοουκρανικής κρίσης.
Κι ενώ το Πεκίνο θα μπορούσε να υποστηρίξει πως πίστευε ότι η Ρωσία προσπαθούσε «μόνο» να εκμαιεύσει παραχωρήσεις ή να πραγματοποιήσει μια πιο περιορισμένη στρατιωτική επέμβαση, εκτιμάται πως θα νικούσε το αντεπιχείρημα ότι η κινεζική κυβέρνηση παρέτεινε την υποστήριξή της στη ρωσική προσδοκώντας επιτυχία της τελευταίας.
Όπως αναμένετο, το αποτέλεσμα ήταν αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες και δυτικοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, ν’ αρχίσουν να χαρακτηρίζουν την Κίνα και τη Ρωσία ως κοινή απειλή.
Τα αντίποινα
Η Κίνα βρίσκεται πια στο χείλος πολλών αρνητικών συνέπειών εξαιτίας της στάσης της. Ο συνασπισμός που επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία εκτείνεται πολύ πέρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη και συμπεριλαμβάνει την Ιαπωνία, τη Σιγκαπούρη και άλλα κράτη που ήταν απρόθυμα να λάβουν παρόμοια μέτρα το 2014. Η εργαλειοθήκη των κυρώσεων φαντάζει ισχυρότερη απ’ ό,τι αναμενόταν.
Η προθυμία τόσων μεγάλων διεθνών εταιρειών να εξέλθουν από τη ρωσική αγορά τόσο γρήγορα, ακόμη και με τόσο υψηλό κόστος, είναι προειδοποιητική. Ορισμένοι από τους νέους μηχανισμούς που έχουν τεθεί σε λειτουργία, ειδικά για τους ελέγχους εξαγωγών που σχετίζονται με την τεχνολογία, μπορούν να ενεργοποιηθούν αμέσως και εις βάρος της Κίνας. Η πλάστιγγα στη μάχη της επικοινωνίας γέρνει υπέρ της Δύσης, ενώ στο ουκρανικό μέτωπο η Μόσχα δυσκολεύεται σημαντικά.
Την ίδια στιγμή αποκτούν ολοένα και περισσότερο έδαφος οι φωνές που υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη πρέπει να διδαχθεί από το λάθος της υπερβολικής εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια και πως πρέπει να υπάρχει η ίδια σκέψη για μελλοντικές συναλλαγές με την Κίνα. Παράλληλα, οι διατλαντικές προσπάθειες επιμερισμού των βαρών αποδίδουν καρπούς, με τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες να αυξάνονται.
Το ξένο κεφάλαιο έχει αρχίσει να βλέπει μ’ επιφυλακτικότητα τις επενδύσεις στην Κίνα, δεδομένου του κινδύνου να εγκλωβιστεί σε κυρώσεις. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες σφίγγουν συνεχώς τη μέγγενη, απελευθερώνοντας σταδιακά μια ροή πληροφοριών που καταδεικνύει τη συνενοχή των Κινέζων στον πόλεμο της Ρωσίας και αυξάνει το κόστος περαιτέρω υποστήριξης.
Δεδομένου ότι κανένα από τα παραπάνω δεν είναι προς το συμφέρον της Κίνας, λέγεται όλο και πιο δυνατά -και από το εσωτερικό της χώρας- ότι η Κίνα πρέπει να μειώσει τις απώλειές της, να σταματήσει να στέκεται επάνω σ’ ένα χαμένο στοίχημα ή ακόμη και να «διαμεσολαβήσει» για τον τερματισμό της σύγκρουσης.
Υπάρχει, ωστόσο, σύγχυση για το τι σημαίνει «διαμεσολάβηση», δεδομένου ότι η τεχνογνωσία της Κίνας για την Ουκρανία, το ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι πολύ περιορισμένη για ν’ αναλάβει ουσιαστικά και λεπτομερώς το έργο της διαμεσολάβησης.
Οι καλούντες το Πεκίνο σε αλλαγή πλεύσης, πάντως, επιμένουν ότι η επιρροή που ασκεί η Κίνα στη Ρωσία θα μπορούσε να βοηθήσει να σταματήσει ο πόλεμος και το Πεκίνο να κερδίσει επαίνους ικανούς ν’ αναιρέσουν τη ζημιά την οποίαν έχει υποστεί η εικόνα του. Κινέζοι αξιωματούχοι είναι έτοιμοι να προτείνουν η Κίνα ν’ αναλάβει μεγαλύτερο διαμεσολαβητικό ρόλο, προκειμένου να υπάρξει βελτίωση στις σχέσεις της χώρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη κι ενδεχομένως να προκύψουν ανταλλάγματα.
- Ενώ το κόστος για την Κίνα μπορεί να αυξηθεί, καθώς η ρωσική εισβολή εισέρχεται σε μια ακόμη πιο αιματηρή φάση, το Πεκίνο είναι πιο πιθανό να μην αντιστρέψει τη θέση του
Ωστόσο, ακόμη κι αν το Πεκίνο επιθυμούσε να προχωρήσει σε τέτοιου είδους παραχωρήσεις, η προθυμία του να ασκήσει πίεση στη Μόσχα θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Έτσι, η ανάλυση ότι η Κίνα είναι πια εγκλωβισμένη σε μια θανάσιμη αντιπαλότητα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και χρειάζεται εταίρους στο πλευρό της, είναι πιθανόν να ισχύει.
Άλλωστε, ακόμη κι αποδυναμωμένη, η Ρωσία παραμένει ένας σημαντικός στρατιωτικός και ενεργειακός εταίρος και το Πεκίνο θα βρει τρόπο να αξιοποιήσει στο έπακρο την πρόσθετη μόχλευση που έχει αποκτήσει. Μια τυχόν απομάκρυνση από τον Πούτιν, είναι απίθανο να κερδίσει πολλά εύσημα για λογαριασμό της Κίνας. Επί της ουσίας, όμως, θα την άφηνε πιο εκτεθειμένη. Στο παρελθόν, εξάλλου, έχει παραμείνει πιστή σε λιγότερο χρήσιμους συνεργάτες.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτήν τη διαχρονική στάση της, δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε πως ενώ το κόστος για την Κίνα είναι πιθανό να αυξηθεί καθώς η ρωσική εισβολή εισέρχεται σε μια ακόμη πιο αιματηρή φάση, το Πεκίνο είναι πιο πιθανό να το «καταπιεί» παρά να αντιστρέψει τη θέση του. Επί του παρόντος, λοιπόν, το Πεκίνο είναι συνδεδεμένο με τις συνέπειες της απόφασης του Σι να δεσμεύσει τόσο στενά τη μοίρα της Κίνας με τη Ρωσία. Ο υπόλοιπος πλανήτης βοά να τις αντιμετωπίσει.
Απειλεί ο Μπάιντεν
Εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν περιέγραψε στον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ, κατά τη διάρκεια μιας βιντεοδιάσκεψης σήμερα «τις επιπτώσεις και τις συνέπειες», εάν το Πεκίνο παράσχει υλική στήριξη στη Ρωσία, την ώρα που επιτίθεται σε ουκρανικές πόλεις και αμάχους, έγινε γνωστό από τον Λευκό Οίκο.
«Ο πρόεδρος υπογράμμισε τη στήριξή του για μια διπλωματική επίλυση της κρίσης. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν επίσης στη διατήρηση ανοικτών διαύλων επικοινωνίας προκειμένου να διαχειριστούν τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο χωρών μας», επισημαίνει ο Λευκός Οίκος σε ένα δελτίο τύπου.
Την ίδια ώρα, ένας Αμερικανός υψηλόβαθμος αξιωματούχος επιβεβαίωσε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είπε στον Κινέζο ομόλογό του πως η Κίνα θα βρεθεί αντιμέτωπη με συνέπειες όχι μόνο εκ μέρους των ΗΠΑ, αλλά επίσης από τον ευρύτερο κόσμο, εάν το Πεκίνο προσφέρει υλική στήριξη στη Ρωσία στον πόλεμό της εναντίον της Ουκρανίας.
Ο αξιωματούχος, ο οποίος ενημέρωσε τους δημοσιογράφους σχετικά με τη διάρκειας σχεδόν δύο ωρών επικοινωνία μεταξύ Μπάιντεν και Σι, επισήμανε πως η συζήτηση μεταξύ των δύο ηγετών «ήταν άμεση, ουσιαστική και λεπτομερής».
«Θα δούμε τι αποφάσεις θα πάρει η Κίνα τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες», υπογράμμισε ο αξιωματούχος.