Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους αύξησαν την πίεση στη Μόσχα για την εισβολή της στην Ουκρανία, καθώς η Ουάσιγκτον επέβαλε νέες κυρώσεις σε δεκάδες ρωσικές αμυντικές εταιρείες, εκατοντάδες μέλη του κοινοβουλίου της και τον επικεφαλής και στέλεχος της μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας.
Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ εξέδωσε μάλιστα οδηγίες στον ιστότοπό του προειδοποιώντας ότι οι συναλλαγές που σχετίζονται με τον χρυσό και τη Ρωσία ενδέχεται να υπόκεινται σε κυρώσεις από τις Αρχές των ΗΠΑ, μια κίνηση που στοχεύει στο να εμποδίσει τη Ρωσία να αποφύγει τις υπάρχουσες κυρώσεις.
«Σκοπός μας εδώ είναι να αφαιρέσουμε μεθοδικά τα πλεονεκτήματα και τα προνόμια που απολάμβανε κάποτε η Ρωσία ως συμμετέχουσα στη διεθνή οικονομική τάξη», δήλωσε ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος, μιλώντας στο Reuters υπό τον όρο να μην κατονομαστεί.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν επιβάλει αρκετούς γύρους κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της στόχευσης των μεγαλύτερων δανειστών της χώρας και του προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν, από τότε που οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία πριν από έναν μήναμ στη μεγαλύτερη επίθεση σε ευρωπαϊκό κράτος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Μόσχα αποκαλεί την επίθεση «ειδική επιχείρηση» για τον αφοπλισμό και την «αποναζιστικοποίηση» της γείτονός της.
Αναλυτικά το πεμπτο πακέτο κυρώσεων
Μεταξύ των νέων στόχων των κυρώσεων είναι περισσότερες από 40 αμυντικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων της κρατικής Tactical Missiles Corp και 28 εταιρειών με τις οποίες συνδέεται, καθώς και του γενικού διευθυντή της, ανέφερε το υπουργείο Οικονομικών.
Το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε δε ότι η δράση της Ουάσιγκτον ευθυγραμμίζεται με παρόμοια μέτρα που έλαβαν η Ευρωπαϊκά Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς.
Το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε επιπλέον ότι ο όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων, τον οποίο η Βρετανία έχει ήδη χτυπήσει με κυρώσεις, παράγει ναυτικά συστήματα και όπλα που χρησιμοποιεί η Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένου του Kh-31, ενός αερομεταφερόμενου πυραύλου υψηλής ταχύτητας που έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς στην επίθεση της Μόσχας.
Άλλες εταιρείες στη νέα λίστα περιλαμβάνουν κατασκευαστές πυρομαχικών για τον ρωσικό στρατό, πολιτικά και στρατιωτικά ελικόπτερα και μη επανδρωμένα αεροσκάφη τα οποία κατά το υπουργείο Οικονομικών αρχικά είχαν σχεδιαστεί για επιτήρηση, αλλά στη συνέχεια «ανασχεδιάστηκαν» και πλέον χρησιμοπουούνται για να επιτεθούν στις ουκρανικές δυνάμεις.
Το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε ακόμη κυρώσεις σε 328 μέλη της Δούμας, του ρωσικού κοινοβουλίου και στον Χέρμαν Γκρεφ, τον επικεφαλής του μεγαλύτερου δανειστή της Ρωσίας, Sberbank (SBER.MM), ο οποίος σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών ήταν στενός συνεργάτης του Πούτιν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είπαν τον περασμένο μήνα ότι οι τράπεζες των ΗΠΑ πρέπει να διακόψουν τις σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισής τους -που επιτρέπουν στις τράπεζες να πραγματοποιούν μεταξύ τους πληρωμές και να διακινούν χρήματα σε όλο τον κόσμο- με τη Sberbank, αλλά δεν δέσμευσαν τα περιουσιακά στοιχεία της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες στόχευσαν επίσης 17 μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Sovcombank, η οποία επίσης υπόκειται σε κυρώσεις από τις ΗΠΑ, και τις εταιρείες και τα μέλη της οικογένειάς του τον Γκενάντι Τιμτσένκο (σ.σ.: μακροχρόνιος σύμμαχος του Πούτιν).
Ο αξιωματούχος δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προειδοποίησαν τον Πούτιν ότι θα αντιμετωπίσουν γρήγορες και σοβαρές συνέπειες εάν εισβάλει στην Ουκρανία και έχουν ανταποκριθεί σε αυτήν την απειλή. Ο αξιωματούχος σημείωσε ότι η χώρα αντιμετωπίζει τιμωρητικό πληθωρισμό και οικονομικό πόνο που θα την ωθήσει έξω από τις 20 κορυφαίες οικονομίες του κόσμου.
«Η Ρωσία θα αντιμετωπίσει σύντομα μια οξεία έλλειψη ιδεών, ταλέντου και τεχνολογίας για να ανταγωνιστεί τον 21ο αιώνα και ο Πούτιν θα μείνει με μια στρατηγική αποτυχία δικής του κατασκευής», είπε ο αξιωματούχος.
Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν δήλωσε νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαβουλεύονται με τους συμμάχους σχετικά με την παραμονή της Ρωσίας στην ομάδα G20 των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.
Οι κυρώσεις και οι οικονομικές συνέπειές θα μπορούσαν να κάνουν αυτήν τη συζήτηση ευκολότερη καθιστώντας ουσιαστικά τη Μόσχα μη επιλέξιμη λόγω της συρρίκνωσης της οικονομίας της.