Καθόλη τη διάρκεια της πρωθυπουργικής του θητείας, η εφημερίδα της Ρώμης La Repubblica, «σφυροκοπούσε» τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, υποστηρίζοντας -μεταξύ άλλων- ότι αποτελεί κίνδυνο για τη δημοκρατία και κάνοντάς τον στόχο έντονης κριτικής. Μάλιστα, το 2009 εξαπέλυσε τη μεγάλη επίθεση δημοσιεύοντας επί μήνες, επί καθημερινής βάσεως, λεπτομέρειες των συναναστροφών του με «συνόδους επί πληρωμή» στις θερινές του κατοικίες.
Με ενδιαφέρον διαβάζουμε το άρθρο του επί σειρά ετών διευθυντή της ιταλικής εφημερίδας και νυν αρθρογράφο, Έτσιο Μάουρο, για τον θάνατο του «Καβαλιέρε».
Μεταξύ άλλων, γράφει ότι «αναζητούσε την αθανασία σε κάθε πτυχή της ζωής του», αναφέρει ότι «επιδίωκε τη λατρεία στο πρόσωπό του» και τελικά, το τέλος «στη θεαματική του ζωή δόθηκε στο νοσοκομείο, μακριά από το μοναδικό πραγματικό θέατρο που επέλεξε για να αντιπροσωπεύσει την ύπαρξή του, το θέρετρο στο Αρκόρε του Μιλάνου, που είχε γίνει το επίκεντρο της ιταλικής πολιτικής σκηνής για 20 χρόνια».
«Έχτισε τα πάντα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» επισημαίνει ο Έτσιο, κάνοντας λόγο για «την ανεπανάληπτη μοναδικότητα του Μπερλουσκόνι. Από την κατασκευή της εικόνας του εαυτού του ως αυτοδημιούργητου ανθρώπου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ήδη αγαπημένος γιος του συστήματος ήδη από την εμπειρία του real estate».
Και συνεχίζει:
«Είχε προβλέψει το παγκόσμιο κύμα λαϊκισμού και την ενσάρκωση του σύγχρονου δεξιού εγωλάτρη Ντόναλντ Τραμπ και ήταν έτοιμος για όλα: τη μισαλλοδοξία για την ελίτ, την έλλειψη δέους για την επίσημη κουλτούρα, την παραβίαση των κανόνων, το ρήγμα του πολιτικά ορθού».
«Πώς ορίζεις αυτό το ένστικτο; Στον επιχειρηματικό κόσμο, με το γάντζο του χαμογελαστού αλλά ανελέητου αρπακτικού και με το μυστήριο της προέλευσης της περιουσίας που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Στον κόσμο της πολιτικής, είναι ένα μοντέλο Ρήγκαν, πατερναλιστικός αλλά άγριος, αυταρχικός, με τη μάσκα του χαμόγελου».
«Αναχαίτισε τις κεντρώες και μετριοπαθείς συνήθειες του μέσου Ιταλού και τους προσηλύτισε στη δεξιά, ριζοσπαστικοποιώντας τους».
«Αδίστακτος με τον σεβασμό στην παράδοση, αδιάφορος για την ιστορία, όταν χρειαζόταν να μαζέψει τις μεταφασιστικές ψήφους του Φίνι το έκανε».
«Ο άνθρωπος που ως προνομιούχο υποκείμενο της μετριοπαθούς πολιτικής ήθελε να γίνει βασιλιάς της ριζοσπαστικής δεξιάς έκρυβε δύο αδυναμίες: Είχε αποφασίσει να κατακτήσει την κυβέρνηση καθοδηγούμενος από τα χρέη των εταιρειών του και αυτή η σύγκρουση συμφερόντων τον κυριάρχησε σε όλη τη μακρόχρονη και ταραγμένη εμπειρία του στο Παλάτσο Γκρατσιόλι, την ιδιωτική του κατοικία στη Ρώμη, καθιστώντας τον σκλάβο του εαυτού του και, κατά συνέπεια, ανάγοντας την Forza Italia σε μια συλλογική και κυριαρχούμενη δύναμη, χωρίς ποτέ τη σπίθα αυτονομίας που ίσως θα είχε δημιουργήσει μια υπόθεση νόμιμης επιβίωσης για τον ιδρυτή.»
Καταλήγοντας το μακροσκελές του κείμενο, ο Έτσιο αναφέρει: «Κάτι από Φάουστ, κάτι παγανιστικό, υπήρχε στην ειδωλολατρική αναζήτηση της αδύνατης αθανασίας που έχασε τη μάχη στον τελευταίο του αγώνα».