Την ώρα που τα Cyprus Confidential και οι αποκαλύψεις του Guardian φέρνουν στο προσκήνιο την Κύπρο για τις πληρωμές ολιγαρχών, παρακάμπτοντας τις κυρώσεις της Δύσης, επανέρχεται στη μνήμη αρκετών μια ανάλογη περίπτωση κατά την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία βρέθηκε ξανά στο στόχαστρο.
Λίγα χρόνια πριν η Κύπρος, επί Τάσου Παπαδόπουλου, είχε βρεθεί ξανά στο προσκήνιο για την «υπόθεση Μιλόσεβιτς» με την εμπλοκή του τότε πολιτικού, τραπεζικού και επιχειρηματικού κατεστημένου.
Αποκαλυπτικό δημοσίευμα των FT εκείνης της περιόδου (2002) σημείωνε ότι ενώ η διεθνής κοινότητα είχε αποκλείσει τη Γιουγκοσλαβία ως κράτος-παρία, κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, η Κύπρος βρήκε την ευκαιρία να κάνει δουλειές με το Βελιγράδι και η Λαϊκή Τράπεζα έγινε ο βασικός οικονομικός σύνδεσμος του πρώην Γιουγκοσλάβου πρόεδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς με τον έξω κόσμο.
Όπως έγραφε η οικονομική εφημερίδα επικαλούμενη έκθεση του Μόρτεν Τόρκιλντσεν, ερευνητή στο γραφείο δίωξης εγκλημάτων πολέμου των Ηνωμένων Εθνών, «η Λαϊκή Τράπεζα, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα του νησιού, επέτρεψε σε μια ομάδα εταιρειών-προπετασμάτων γιουγκοσλαβικών συμφερόντων να λειτουργούν αψηφώντας τις κυρώσεις του ΟΗΕ».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα οι εταιρείες αυτές προμήθευαν την κυβέρνηση του κ. Μιλόσεβιτς με καύσιμα, πρώτες ύλες, ανταλλακτικά και όπλα για τη διεξαγωγή πολέμων στη Βοσνία το 1992-96 και στο Κόσοβο το 1998-1999. Η αποκαλυπτική έρευνα των FT διαπίστωνε πως αντί να πάρουν μέτρα κατά της παραβίασης των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Γιουγκοσλαβία, ηγετικά μέλη της στενά δεμένης κυπριακής ελίτ διευκόλυναν τις συναλλαγές.
«Μεταξύ αυτών ήταν ο Αυξέντης Αυξεντίου, διοικητής της κεντρικής τράπεζας, ο Κίκης Λαζαρίδης, πρόεδρος της Λαϊκής Τράπεζας και ο Τάσος Παπαδόπουλος, διακεκριμένος δικηγόρος και ηγέτης από το 2002 του Δημοκρατικού Κόμματος, του δεύτερου μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της χώρας», έγραφαν χαρακτηριστικά.
Το δημοσίευμα σημείωνε βέβαια πως οι επιχειρηματικές διασυνδέσεις Κύπρου και Γιουγκοσλαβίας είχαν εδραιωθεί νωρίτερα, πολύ πριν διαλυθεί η Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία.
«Μετά το 1989, Σέρβοι επιχειρηματίες άνοιξαν υπεράκτιες εμπορικές εταιρείες και εκμεταλλεύτηκαν τις ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες του νησιού με πρώην κουμμουνιστικά κράτη. Αλλά μετά την επιβολή των κυρώσεων του ΟΗΕ τον Ιούλιο του 1992, ο αριθμός των υπεράκτιων εταιρειών γιουγκοσλαβικών συμφερόντων στην Κύπρο εκτινάχτηκε στις 7.000, από λιγότερες των 1.000 προηγουμένως» έγραφαν το 2002 οι FT και συμπλήρωναν πως αξιωματούχοι στην κεντρική τράπεζα της Κύπρου καταχώρισαν γιουγκοσλαβικές εταιρείες-προπετάσματα ως υπεράκτιες εμπορικές επιχειρήσεις.
«Η χρηματοδότηση γινόταν με ρευστό που κατευθυνόταν από το Βελιγράδι στην Κύπρο, σε ειδικούς λογαριασμούς, κυρίως στη Λαϊκή Τράπεζα», σημείωναν οι FT.
Στην αρχή, η Κύπρος είχε εισάγει λίγα μέτρα κατά του ξεπλύματος χρήματος. Αλλά η σχέση με τον κ. Μιλόσεβιτς συνεχίστηκε και μετά την έγκριση ενός νόμου κατά του ξεπλύματος το 1996. Και μετρητά συνέχισαν να μεταφέρονται και μετά την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων το 1998.
Η έκθεση του κ. Τόρκιλντσεν αναφέρει λεπτομερώς πολλές μεταβιβάσεις που έγιναν μετά την επανεισαγωγή του εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ στο Βελιγράδι τον Μάρτιο του 1998, εξαιτίας της κλιμάκωσης των συγκρούσεων στο Κόσοβο.
Χάρτινες σακούλες γεμάτες χρήματα
Ο Ντράγκομιρ Στόικοβιτς, courier της Εθνικής Tράπεζας της Γιουγκοσλαβίας, πετούσε στην Κύπρο με ιδιωτικό αεροσκάφος σχεδόν κάθε εβδομάδα, από τον Μάρτιο του 1998 έως τον Μάρτιο του 1999. Μετέφερε τα χρήματα σε ενισχυμένες χάρτινες σακούλες που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία τσιμέντου και τα παρέδιδε στα στελέχη της Λαϊκής Τράπεζας στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.
Ο κ. Στόικοβιτς δήλωσε συνολικά 453 εκατ. γερμανικά μάρκα στις τελωνειακές υπηρεσίες στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, συμπληρώνοντας τα απαιτούμενα έγγραφα με βάση τους τραπεζικούς κανονισμούς για τις εισαγωγές ρευστού. Το ποσό κατατέθηκε σε λογαριασμό γερμανικών μάρκων στη Λαϊκή Τράπεζα που ανήκε στην Browncount Enterprises, μια από τις εταιρείες-βιτρίνα με έδρα στην Κύπρο.
Η κεντρική τράπεζα έδωσε ειδική έγκριση για να μπουν στην Κύπρο τα χρήματα που έφερε ο κ. Στόικοβιτς, γιατί το ποσό ξεπερνούσε το ταβάνι των 100.000 δολαρίων που επιτρεπόταν για μια μοναδική πράξη μεταβίβασης μετρητών. Η Browncount Enterprises και άλλες επτά εταιρείες-βιτρίνα είχαν καταχωρισθεί ως υπεράκτιες εταιρείες με έδρα την Κύπρο από το δικηγορικό γραφείο του κ. Παπαδόπουλου, νομικού συμβούλου τόσο της Λαϊκής Τράπεζας, όσο και της Beogradska Banka.
Το δημοσίευμα ανέφερε ακόμα πως η Λαϊκή Τράπεζα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια της κυπριακής κυβέρνησης να μειώσει την εξάρτηση από τον τουρισμό, τη βασική της πηγή εσόδων, μέσω της τόνωσης της υπεράκτιας τραπεζικής βιομηχανίας. Η τράπεζα, η οποία είναι εισηγμένη στο μικρό χρηματιστήριο της Λευκωσίας, επεκτάθηκε και εκτός Κύπρου, στην Ελλάδα και στο Λονδίνο. Ο μεγαλύτερος μέτοχός της ήταν η HSBC, ο χρηματοπιστωτικός όμιλος με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, με μερίδιο 22%.
Απαλλαγή από τον δικηγορικό σύλλογο
Σε δημοσίευμα ένα 24ωρο νωρίτερα, δηλαδή στις 24 Ιουλίου, οι Financial Times έγραφαν: «Σε συνέντευξή του τον περασμένο μήνα στην εφημερίδα Πολίτης, ο Τάσος Παπαδόπουλος υπεραμύνθηκε της δραστηριότητας των υπεράκτιων εταιρειών που έστησε. Δήλωσε: «Δεν μιλάμε για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Ηταν χρήματα του γιουγκοσλαβικού κράτους τα οποία [οι εταιρείες] μετέφεραν για να σπάσουν το εμπάργκο των ΗΠΑ».
Παρά τη στήριξή του για το «σπάσιμο» των κυρώσεων από τον Μιλόσεβιτς, ο κ. Παπαδόπουλος έχει ακόμα τη στήριξη του Αλέκου Μαρκίδη, γενικού εισαγγελέα της Κύπρου.
Όταν η Ljiljana Radenkovic, υπάλληλος της Anglo Yugoslav Bank, βρετανική θυγατρική της Beogradska, διαμαρτυρήθηκε πέρυσι ότι η εταιρεία του κ. Παπαδόπουλου την έκανε δικαιούχο της Antexol [εταιρεία-βιτρίνα (front company) που άνηκε στη Γιουγκοσλαβία) χωρίς να έχει η ίδια γνώση, ο κ. Μαρκίδης αποφάσισε να μην προχωρήσει σε έρευνα.
Αντίθετα, παρέπεμψε το θέμα στο πειθαρχικό συμβούλιο του κυπριακού δικηγορικού συλλόγου. Ο σύλλογος στον οποίο ηγείται ένας εκ των συνεταίρων του κ. Παπαδόπουλου στη δικηγορική εταιρεία, τον απάλλαξε. Η κα Radenkovic είπε ότι θα ξεκινήσει νομικές διαδικασίες στην Κύπρο κατά του κ. Παπαδόπουλου.
Δυτικοί διπλωμάτες στη Λευκωσία συχνά εξέφραζαν ανησυχίες για τις συνδέσεις του κ. Παπαδόπουλου με την κυβέρνηση Μιλόσεβιτς, αν και η πρεσβεία των ΗΠΑ αρνήθηκε να σχολιάσει δημοσιεύματα ότι ήταν σε «μαύρη λίστα» της Ουάσινγκτον στα μέσα της δεκαετίας του 1990».
Η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση οργάνωσε τη μεταφορά μετρητών με σάκους και βαλίτσες
Η εφημερίδα επανήλθε όμως στο θέμα και τον Ιούνιο του 2006, με νέο ρεπορτάζ όπου έγραφε:
«Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Σερβίας κατηγόρησε τις κυπριακές αρχές χθες για συνενοχή στην παράνομη μεταφορά δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Κύπρο κατά την περίοδο του εμπάργκο του ΟΗΕ κατά της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990.
Ο Vladan Batic είπε σε δικαστήριο της Λευκωσίας ότι η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση οργάνωσε τη μεταφορά «σάκων και βαλιτσών γεμάτων μετρητά» από το Βελιγράδι στη Λευκωσία και την κατάθεσή τους σε λογαριασμούς εταιρειών-βιτρίνας που τηρούνταν στη Cyprus Popular Bank, σήμερα γνωστή ως Laiki Bank.
«Πουθενά στον κόσμο κρατικό χρήμα δεν μεταφέρεται με αυτό τον τρόπο σε άλλο κράτος», δήλωσε. «Πώς η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου εξηγεί αυτό το ξέπλυμα χρήματος;»
Ο κ. Batic, ηγέτης του αντιπολιτευόμενου σερβικού Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, υπηρέτησε ως υπουργός Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση που εκλέχθηκε αφότου ο Σλόμποταν Μιλόσεβιτς έχασε την εξουσία το 2000.
Κατέθετε για υπόθεση συνωμοσίας με σκοπό την εξαπάτηση κατά της Laiki Bank από Γιουγκοσλάβο επιχειρηματία. Ήταν η πρώτη φορά που Σέρβος πολιτικός επιτέθηκε στην Κύπρο για το ξέπλυμα χρήματος από την κυβέρνηση Μιλόσεβιτς.
Τα χρήματα μαζεύτηκαν από την Beogradska Bank στο Βελιγράδι, τη μεγαλύτερη σερβική τράπεζα, και πέταξαν για την Κύπρο, δήλωσε ο Batic.
Ήταν ένα σύστημα που στήθηκε για να ξεπεραστεί το εμπάργκο. Το χρήμα προερχόταν από κρατικές εταιρείες, ιδιωτικές εταιρείες και πρόσωπα κοντά στο καθεστώς.
Ο κ. Batic είπε ότι έλαβε έγγραφα από την Carla de Ponte, επικεφαλής εισαγγελέα στο δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου του ΟΗΕ για τη Γιουγκοσλαβία, που περιέγραφαν λεπτομερώς εκατοντάδες συναλλαγές που έγιναν μέσω της Laiki Bank από οκτώ εταιρείες-βιτρίνα που έδρευαν στην Κύπρο.
Είπε ότι οι εταιρείες στήθηκαν από το δικηγορικό γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου, που τώρα είναι Πρόεδρος της Κύπρου.
«Οι εταιρείες αυτές ήταν ουσιαστικά θυγατρικές της Beogradska Bank. Εξαιτίας του εμπάργκο του ΟΗΕ, η τράπεζα δεν μπορούσε να χειριστεί συναλλαγές από μόνη της», δήλωσε.
Έρευνα του ΟΗΕ το 2002 αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση Μιλόσεβιτς μετέφερε κεφάλαια από τις εταιρείες στην Κύπρο για να αγοράσει όπλα, πρώτες ύλες, ανταλλακτικά και καύσιμα για να εξοπλιστεί στον πόλεμο στη Βοσνία το 1992-1995 και στο Κόσοβο 1998-99.
Ο Mladjan Dinkic, τότε κεντρικός τραπεζίτης της Γιουγκοσλαβίας, δήλωσε ότι περίπου 4 δισ. δολάρια διακινήθηκαν μέσω της Κύπρου. Κανένα από τα κεφάλαια αυτά δεν ανακτήθηκε. Η Laiki Bank και Ελληνοκύπριοι αξιωματούχοι επανειλημμένα αρνήθηκαν οποιαδήποτε αδικοπραγία.
Τον φετινό Μάρτιο ο Γιώργος Ιακώβου, Κύπριος υπουργός Εξωτερικών, δήλωσε ότι μια κοινή έρευνα από την κυπριακή και τη σερβική κεντρική τράπεζα «καθάρισε» τις ελληνοκυπριακές αρχές από οποιαδήποτε ανάμιξη σε ξέπλυμα χρήματος. Η σερβική κεντρική τράπεζα όμως αργότερα αρνήθηκε ότι έλαβε μέρος σε έρευνα με την κυπριακή κεντρική τράπεζα».