Μετά από οκτώ χρόνια ακινησίας, περισσότερα αδιέξοδα και συμβιβασμούς, η άνοδος της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη εστίασε την προσοχή των Ευρωπαίων ηγετών και τους ανάγκασε να συμφωνήσουν επιτέλους, με πλειοψηφία, να μεταρρυθμίσουν τους ασυνάρτητους μεταναστευτικούς νόμους σε όλο το μπλοκ.
Ωστόσο, η υπόθεση εξακολουθεί να κρέμεται από μια κλωστή με περισσότερους από 700 ευρωβουλευτές να καλούνται να ψηφίσουν 10 διαφορετικά νομοσχέδια.
Αν ψηφιστεί, θα σημαίνει ταχεία εξέταση των αιτήσεων ασύλου και των αναγκαστικών επιστροφών μέσα σε μόλις 12 εβδομάδες, βελτίωση σε αυτό που αρκετοί ευρωβουλευτές έχουν πει ότι είναι τρομερά πρότυπα στα κέντρα υποδοχής και ανακούφιση από το βάρος που αισθάνονται χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, οι οποίες τον τελευταίο χρόνο ανέλαβαν την ευθύνη για την πλειοψηφία των ανθρώπων που διακινούνται λαθραία μέσω της Μεσογείου.
Η Ylva Johansson, η Ευρωπαία επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων, η οποία συνόδευσε το νομοθετικό κείμενο στο βασανιστικό του ταξίδι από το 2016, είναι πεπεισμένη ότι θα περάσει. Παραδέχεται ωστόσο ότι αν δεν το κάνει οι νόμοι έχουν μεγάλο πρόβλημα και είναι απίθανο να υπάρξει διάθεση να επανεξεταστεί το θέμα στην επόμενη κοινοβουλευτική θητεία.
Χθες το βράδυ φαινόταν ότι οι Πράσινοι (72 από τις 705 έδρες), ορισμένοι σοσιαλιστές και ορισμένα μέλη της κεντροδεξιάς ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος τόσο στην Πολωνία όσο και στη Γαλλία θα καταψήφιζαν ορισμένους από τους φακέλους.
Οι πολιτικοί των ακροδεξιών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των Εναλλακτική για τη Γερμανία, Vox και Εθνικός Συναγερμός, έχουν ήδη «προεξοφληθεί».
Το μήνυμα των εισηγητών
Την ίδια ώρα τον κίνδυνο να μην υπάρξει σύντομα άλλου είδους νομοθετικό κείμενο σχετικά με τη μετανάστευση και το άσυλο υπογράμμισαν οι εισηγητές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις οκτώ σχετικές νομοθεσίες, που θα τεθούν προς τελική ψηφοφορία σε λίγες ώρες.
Οι περισσότεροι υπογράμμισαν την ανάγκη να υπερψηφιστεί το Σύμφωνο για το Ασυλο και τη Μετανάστευση, παρά τις διαφωνίες που προκαλούν συγκεκριμένα νομοθετήματα ανάμεσα στις πολιτικές ευρωομάδες.
Ορισμένοι αναγνώρισαν ότι το Σύμφωνο μπορεί να μην είναι τέλειο, αλλά αποτελεί σίγουρα προϊόν συμβιβασμού και διαρκών διαπραγματεύσεων τα τελευταία χρόνια. Κάποιοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το νομοθέτημα-«ορόσημο», καθώς αποτελεί μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη απάντηση της Ε.Ε. για πρώτη φορά σε ένα ζήτημα, που είναι «ξεκάθαρα ευρωπαϊκό», ενώ εξασφαλίζεται η αλληλεγγύη ανάμεσα στα κράτη-μέλη, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων.
Στο εξής το ζητούμενο για τους ευρωβουλευτές είναι η εφαρμογή του εν λόγω Συμφώνου από τα κράτη-μέλη και η σχετική παρακολούθηση εκ μέρους της Κομισιόν.
Εργαλεία αλληλεγγύης
Σε συνέντευξη Τύπου πριν την κρίσιμη ψηφοφορία αρκετοί ευρωβουλευτές επισήμαναν ότι πρόκειται για ένα σύστημα νομοθεσιών που αλληλοσυμπληρώνεται. «Είμαστε ικανοποιημένοι; Όχι» είπε χαρακτηριστικά ο ευρωβουλευτής και εισηγητής για τον κανονισμό για τη διαχείριση κρίσεων στη μετανάστευση, Χουάν Φερνάντο Λόπεζ Αγκιλάρ.
«Πρόκειται, ωστόσο, για βελτιωμένη πρόταση, από όσες υπήρξαν στο παρελθόν και πλέον εισάγονται «εργαλεία αλληλεγγύης»» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ισπανός σοσιαλδημοκράτης. «Προτιμώ να υιοθετηθεί και να φροντίσουμε μετά για την εφαρμογή του», σημείωσε. Αναφερόμενος στην πιθανότητα να μην υπερψηφιστεί κάποιο ή κάποια από τα νομοθετήματα, προειδοποίησε ότι «εάν πέσει ένας από τους πυλώνες αυτού του συστήματος, δεν θα είναι ισορροπημένο».
Πάντως, οι ευρωβουλευτές αναγνώρισαν ότι το Σύμφωνο δεν επιλύει κάποια επιμέρους ζητήματα, που ωστόσο είναι κρίσιμα για τα κράτη-μέλη όπως το θέμα της νόμιμης εργασιακής μετανάστευσης, αλλά και εκείνο των επαναπατρισμών/ επιστροφών.
Τι περιλαμβάνει το νέο σύμφωνο για μετανάστευση και άσυλο
Η ΕΕ επιδιώκει να μεταρρυθμίσει τις διαδικασίες μετανάστευσης και ασύλου από την κρίση του 2015. Για αρκετά χρόνια, τα κράτη μέλη απέτυχαν να βρουν κοινό έδαφος, με αποτέλεσμα οι χώρες πρώτης εισόδου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, να φέρουν το μεγαλύτερο βάρος. Πρόκειται ίσως για το «πιο σημαντικό νομοθετικό πακέτο αυτής της νομοθετικής περιόδου», έχει παραδεχθεί η Πρόεδρος του ΕΚ, Ρομπέρτα Μέτσολα.
Η νέα νομοθεσία για τη μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ καθορίζει τον τρόπο κοινής διαχείρισης ασύλου και μετανάστευσης μεταξύ των κρατών μελών και την αντιμετώπιση μεταναστευτικών κρίσεων. Οι νέοι κανόνες ρυθμίζουν τον τρόπο αντιμετώπισης των ατόμων που φτάνουν στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, τη διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου και την ταυτοποίηση αυτών που φτάνουν.
Ο νέος κανονισμός προβλέπει υποχρεωτική αλληλεγγύη για τις χώρες της ΕΕ που βρίσκονται υπό μεταναστευτική πίεση, επιτρέποντας στα άλλα κράτη μέλη να επιλέξουν μεταξύ της μετεγκατάστασης αιτούντων άσυλο στην επικράτειά τους και της οικονομικής συνεισφοράς. Καθορίζονται επίσης νέα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ένα κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (πρώην κανόνες του Δουβλίνου).
Η εισηγήτρια για τον κανονισμό για τη διαδικασία ασύλου, η Γαλλίδα ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων, Φαμπιάν Κέλερ, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε σήμερα, μαζί με τους άλλους εισηγητές των νομοθετικών κειμένων, δήλωσε ότι αν και αυτό το Σύμφωνο μπορεί να μην λύνει όλα τα μεταναστευτικά ζητήματα της ΕΕ εν μία νυκτί, είναι ένα άνευ προηγουμένου πολιτικό επίτευγμα που βελτιώνει σημαντικά το τρέχον σύστημα.
Ο εισηγητής του ΕΛΚ, για τη διαχείριση του ασύλου, ο Ισπανός ευρωβουλευτής Τόμας Τομπέ, δήλωσε ότι οι νέοι κανόνες προβλέπουν ένα δεσμευτικό μηχανισμό για όλα τα κράτη-μέλη που μας απαλλάσσουν από τις «ad-hoc λύσεις» που έχουμε σήμερα. Απευθυνόμενος στους ευρωβουλευτές που σκέφτονται να καταψηφίσουν αναρωτήθηκε τί θα επιτύχουν με τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης.
Από την πλευρά της, η εισηγήτρια για τα πρότυπα υποδοχής αιτούντων άσυλο, η Ολλανδή ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων Σοφί Ίνετ Βελτ τόνισε ότι θα στηρίξει το νομοθετικό πακέτο γιατί όπως είπε, «έχουμε την υποχρέωση προς τους ευρωπαίους πολίτες να δείξουμε ότι η Ευρώπη δίνει λύσεις». Σημείωσε, ωστόσο, ότι υπάρχουν δικαιολογημένες αμφιβολίες και ανησυχίες που συνδέονται με ορισμένες πτυχές της μεταρρύθμισης και τόνισε πως όλα θα εξαρτηθούν από την εφαρμογή τους από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.