Την αδυναμία της να βρει τις απαιτούμενες ψήφους που χρειάζονται, προκειμένου να περάσει τη Συμφωνία Αποχώρησης (ήτοι, το Brexit) από τη Βουλή των Κοινοτήτων, παραδέχθηκε η Τερέζα Μέι, μιλώντας ενώπιον των Βρετανών βουλευτών.
H πρωθυπουργός της Βρετανίας, αφού αναφέρθηκε στην επιστολή παράτασης που απέστειλε στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ και την συμφωνία που πέτυχε με τους Ευρωπαίους εταίρους στη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης Πέμπτης στις Βρυξέλλες, παραδέχθηκε ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη πλειοψηφία, ώστε να περάσει η συμφωνία από τη Βουλή.
Oι εξελίξεις αυτές φαίνεται να ματαιώνουν το σχέδιο της για τη διεξαγωγή ενδεικτικών ψηφοφοριών, δηλώνοντας ότι «είναι αμφίβολο αν θα έχουν αποτέλεσμα». «Όπως είναι τα πράγματα, δεν υπάρχει η απαραίτητη στήριξη, για να φέρουμε τη συμφωνία για τρίτη φορά ενώπιον σας» είπε, κατά τη διάρκεια της σημερινής, έκτακτης συνεδρίασης στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Σημειώνεται ότι κατά την διάρκεια της συνόδου της περασμένης εβδομάδας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έδωσαν στη Μέι δύο επιλογές: παράταση του Brexit έως τις 22 Μαΐου, υπό τον όρο να εγκριθεί την επόμενη εβδομάδα η συμφωνία από τη Βουλή των Κοινοτήτων -διαφορετικά, στις 12 Απριλίου το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει είτε να παρουσιάσει ένα σχέδιο με τα επόμενα βήματά του ή να αποχωρήσει οριστικά, χωρίς συμφωνία.
Η Μέι είπε ακόμη ότι θα φέρει στη Βουλή τροπολογία, προκειμένου να αλλάξει η σχετική νομοθεσία για το Brexit, και από τις 29 Μαρτίου, να μεταφερθεί το νωρίτερο έως τις 12 Απριλίου. Νωρίτερα, η Τερέζα Μέι είχε συναντηθεί με τον ηγέτη των Εργατικών, Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος αρνήθηκε να στηρίξει την Συμφωνία Αποχώρησης, με αποτέλεσμα στη συνέχεια η πρωθυπουργός της Βρετανίας να ανακοινώσει στους βουλευτές ότι δεν υπάρχει ακόμα η απαιτούμενη στήριξη, για να τεθεί εκ νέου το Brexit σε ψηφοφορία στη Βουλή.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες της για την περίπτωση διαζυγίου χωρίς συμφωνία με τη Βρετανία, μια προοπτική που μοιάζει «όλο και πιο πιθανή», στις 12 Απριλίου.
Η δικλείδα ασφαλείας (backstop) που αναφέρεται στη συμφωνία που έχει απορριφθεί έως σήμερα έχει στόχο να αποφύγει την αποκατάσταση ενός σκληρού συνόρου ανάμεσα στις δύο Ιρλανδίες, ώστε να μην υπονομευτούν οι ειρηνευτικές συμφωνίες του 1998. Εκτιμώντας ότι τα μέτρα προετοιμασίας σε περίπτωση βίαιου διαζυγίου δεν θα μπορούν να αμβλύνουν τελείως τις συνέπειες μιας απουσίας συμφωνίας, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι αυτά αφορούν κυρίως τους ευαίσθητους τομείς της αλιείας, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και των αεροπορικών μεταφορών.