Με δεδομένο ότι τα ψηφισθέντα μέτρα έχουν κοστολογηθεί στο 0,6 % του ΑΕΠ, το υπουργείο Οικονομικών είναι βέβαιο ότι ο στόχος του 2019 θα επιτευχθεί.
Αυτό ανέφεραν πηγές του υπουργείου Οικονομικών σχετικά με την τρίτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που δημοσιοποίησε, το μεσημέρι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι ίδιοι παράγοντες επισήμαναν ακόμη ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατυπώνει επιφυλάξεις για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όπως έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς ωστόσο να επαληθευθεί.
Αναγνωρίζει, μάλιστα, προσέθεσαν οι συγκεκριμένοι παράγοντες του υπουργείου, ότι θα πρέπει να επανεκτιμήσει τα δεδομένα το φθινόπωρο.
Σημαντικά επιτεύγματα
Από εκεί και πέρα, στα σημαντικά επιτεύγματα των τελευταίων ετών που έχουν συμβάλει στην ομαλοποίηση της ελληνικής οικονομίας αλλά και στους κινδύνους που προκύπτουν από τις επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές αναφέρεται η τρίτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που δημοσίευσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η έκθεση της Επιτροπής αναγνωρίζει πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα ήρθε για να μείνει και ότι μέχρι στιγμής η χώρα έχει σημειώσει υπεραπόδοση των στόχων, ενώ, σημειώνει ότι το τελευταίο πακέτο θετικών μέτρων ενέχει τον κίνδυνο μη επίτευξης των στόχων για το 2019 και το 2020. Ωστόσο, επισημαίνει ότι αυτό θα εξαρτηθεί από τον αντίκτυπο που θα έχει το μέτρο των 120 δόσεων στα δημόσια έσοδα.
Κατά τη σημερινή παρουσίαση της έκθεσης στο πλαίσιο της δημοσίευσης της δέσμης συστάσεων προς όλες τις χώρες της Ε.Ε. για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, ο επίτροπος Οικονομικών υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί έκανε λόγο για «αξιόλογα αποτελέσματα» που πέτυχε η χώρα τα τελευταία χρόνια, με σημαντικό πλεόνασμα για τρίτη συνεχή χρονιά το 2018, υπογραμμίζοντας τη σταδιακή επαναφορά της στις αγορές, κάτι που όπως είπε είναι «πολύ θετικό για τον ελληνικό λαό».
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, αρμόδιος για το ευρώ Βάλντις Ντομπρόφσκις σημείωσε ότι χάρη στις μεταρρυθμίσεις που έχει εφαρμόσει η Ελλάδα και τα «υγιή» δημοσιονομικά της, έχει αυξηθεί η απασχόληση καθώς και η εσωτερική ζήτηση.
Ο Π. Μοσκοβισί διατήρησε χαμηλούς τόνους σχετικά με το πακέτο των παροχών, δηλώνοντας ότι η Επιτροπή θα παρακολουθεί τους επόμενους μήνες τον αντίκτυπο των πολιτικών αυτών στην επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου. Με πιο αυστηρή διάθεση, ο Β. Ντομπρόφσκις έριξε το μπαλάκι στις αγορές, προειδοποιώντας ότι δεν υπάρχει «περιθώριο ελιγμών» στην τήρηση των δεσμεύσεων.
Οικονομική ανάκαμψη
Ειδικότερα, στην έκθεσή της, η Επιτροπή κάνει λόγο για «οικονομική ανάκαμψη» που αναμένεται να συνεχιστεί το 2019, με την ανάπτυξη να προβλέπεται να φτάσει το 2,2% το 2019 και το 2020, από 1,9% το 2018, στηριζόμενη κυρίως από την εσωτερική ζήτηση. Η έντονη εξαγωγική επίδοση ήταν βασικός παράγοντας ανάπτυξης το 2018, αλλά αναμένεται να μετριαστεί το 2019, σημειώνει η Επιτροπή, προβλέποντας, ωστόσο ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 5% περίπου το 2019 και σχεδόν 4% το 2020 σε πραγματικούς όρους.
Επίσης, αναφέρεται στην υπεραπόδοση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% τρεις συνεχείς χρονιές αν και σημειώνεται ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων.
Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, σημειώνεται ότι παρουσιάζει περαιτέρω βελτιώσεις, «παρόλο που η μείωση της ανεργίας πάγωσε τον Οκτώβριο του 2018 στο 18,6%, κυμαινόμενη γύρω από το επίπεδο αυτό μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019». Σχετικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού, αναφέρεται ότι ο αντίκτυπος θα υπολογιστεί σε δεύτερο χρόνο, ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι «σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία, η αύξηση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα ήταν ισχυρή τους πρώτους μήνες μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού (Φεβρουάριος-Απρίλιος 2019), με μεγάλη αύξηση του αριθμού των εγγεγραμμένων συμβάσεων».
«Η πραγματική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων απασχόλησης διατηρήθηκαν, και η Ελλάδα για άλλη μια φορά υπερέβη τον κύριο στόχο της για πλεόνασμα το 2018», αναφέρει η έκθεση, σημειώνοντας ότι «αν και με κάποια καθυστέρηση η ολοκλήρωση συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών υποχρεώσεων για το τέλος του 2018 επέτρεψε την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων χρέους ύψους 970 εκατ. τον Απρίλιο του 2019». Επισημαίνεται, δε, ότι «η Ελλάδα έχει αρχίσει να ανακτά την πρόσβαση στις αγορές» και επωφελήθηκε από τις αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης.
Ανάμεσα στα θετικά σημειώνεται ότι το σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, προχωρά ομαλά, με ένα μεγάλο αριθμό ελέγχων να έχουν γίνει το 2018 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Επίσης, στον τομέα των κοινωνικών παροχών επισημαίνονται ως θετικά μέτρα το νέο επίδομα κατοικίας και το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης.
Επιπλέον, η έκθεση της Επιτροπής αναφέρει ότι, παρόλο που ο χρηματοπιστωτικός τομέας συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα, η ρευστότητα στις τράπεζες έχει βελτιωθεί περαιτέρω και βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες για την καταπολέμηση των κόκκινων δανείων - αν και σε πιο χαμηλούς ρυθμούς από το αναμενόμενο.
Οι κίνδυνοι
Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή βλέπει «κινδύνους» σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο, που προκύπτουν από την επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και την ανατροπή συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. «Οι σημαντικότερες επιπτώσεις της κρίσης παραμένουν, όπως τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η ανεργία. Η μείωση αυτών των ανισορροπιών θα απαιτήσει πολυετή συνεχή εφαρμογή των θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και του κράτους, καθώς και πολλά χρόνια οικονομικής ανάπτυξης», αναφέρει η έκθεση των θεσμών.
Αναφορικά με το πακέτο μέτρων που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα, η Επιτροπή σημειώνει: «Οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων δείχνουν ότι, μετά την έγκριση δημοσιονομικών μέτρων τον Μάιο του 2019, υπάρχουν κίνδυνοι για την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενή πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ το 2019 και εφεξής, καθώς και για τη συμμόρφωση με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο το 2020». Εξάλλου εκτιμάται ότι το πακέτο, που περιλαμβάνει τη ρύθμιση οφειλών σε εφορία και Ταμεία, τη μείωση του ΦΠΑ σε σειρά προϊόντων, την υιοθέτηση της λεγόμενης ‘’13ης σύνταξης’’ και την ανατροπή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων για ορισμένες συντάξεις, θα έχει δημοσιονομικό κόστος άνω του 1% του ΑΕΠ το 2019 και έπειτα. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι «η έκταση του κινδύνου θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή των νέων σχημάτων για εξόφληση των οφειλών με δόσεις και τον αντίκτυπο που αυτή θα έχει στα υφιστάμενα».
Τέλος, σημειώνεται ότι «η ποιότητα των πρόσφατων δημοσιονομικών μέτρων προκαλεί ανησυχία, δεδομένου του στόχου να καταστούν τα δημόσια οικονομικά πιο φιλικά προς την ανάπτυξη και να κατευθυνθεί ένα μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δαπανών προς τις ομάδες που απειλούνται περισσότερο από τη φτώχεια».