Οι πιέσεις αυτές δεν περνούν απλά στον καταναλωτή, αλλά δημιουργούν κι ένα βρόχο καθώς επηρεάζουν σημαντικά το κόστος δανεισμού του δημοσίου όπως και το κόστος δανεισμού των τραπεζών, με εγγύηση τα ελληνικά ομόλογα.
Οι πληροφορίες που θέλουν την ΕΚΤ να εξετάζει έναν ξεκάθαρο τρόπο να παραμείνουν τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα ως εγγυήσεις για δάνεια από την ΕΚΤ, έδωσε μία μικρή ανάσα, μαζί με τις πρώτες ενδείξεις αποκλιμάκωσης της κρίσης στην Ουκρανία, η οποία όμως παραμένει στο επίκεντρο όπως αποδείχθηκε πολύ γρήγορα.
Έτσι, το ρεπορτάζ του Bloomberg σύμφωνα με το οποίο η ΕΚΤ προετοιμάζει ξεκάθαρο σχέδιο για τα ομόλογα των χωρών του νότου πριν λήξει τον Ιούνιο το έκτακτο πρόγραμμα PEPP (με το οποίο επέλεγε και ελληνικά ομόλογα για αγορά) κι ακόμα περισσότερο η επανάληψη, ότι το πρόγραμμα αυτό μπορεί να διαρκέσει έως το έτος 2024, είχε θετική επίδραση στους ελληνικούς τίτλους.
Όλα αυτά όμως δεν ήρθαν χωρίς νέες απώλειες προηγουμένως. Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του δημοσίου έφθασε μέχρι και τα 2,73% στη δευτερογενή αγορά, που είναι η ακριβότερη τιμή την τελευταία τριετία, πριν υποχωρήσει ελαφρώς στο 2,6%.
Υπενθυμίζεται, πως η ΕΚΤ δήλωσε τον Δεκέμβριο ότι θα συνεχίσει να αγοράζει ελληνικό χρέος μέσω επανεπενδύσεων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος PEPP μέχρι το τέλος του 2024. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό γιατί η ΕΚΤ θα διαθέσει έτσι μικρότερα ποσά κι έχει μικρότερες δυνατότητες για παρεμβάσεις. Για το λόγο αυτό η ΚριστίνΛαγκάρντ είχε διευκρινίσει επιπλέον, ότι δεν θα εγκαταλείψει κανένα μέλος χωρίς δίχτυ ασφαλείας και είχε αναφερθεί ειδικότερα στην Ελλάδα.
Ωστόσο η αύξηση του κόστους δανεισμού σε αυτό το περιβάλλον που ο πληθωρισμός επιμένει σε τέτοια ύψη και που όλο αυτό υποδαυλίζεται από μία γεωπολιτική κρίση, είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθεί.