Το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η δημιουργία προϋποθέσεων, ώστε στο επόμενο διάστημα να γίνει δυνατή η σταδιακή αύξηση όλων των συντάξεων ανάλογα με την αύξηση των μισθών και τη μεγέθυνση της οικονομίας. Αυτό ανέφερε ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), καθηγητής Νίκος Βέττας, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των τριμηνιαίων εκτιμήσεων για την ελληνική οικονομία.
Οι όποιες κινήσεις στην οικονομική πολιτική δεν πρέπει να δημιουργούν την αίσθηση ότι αυτή θα κινηθεί προς δημοσιονομικά ανεύθυνες ή προς αντιαναπτυξιακές κατευθύνσεις. Εάν συμβεί αυτό, η όποια αναβολή στη μείωση των συντάξεων θα είναι ιδιαίτερα βραχύβια και η περικοπή θα καταστεί αναπόφευκτη πολύ σύντομα, ενώ η αναβολή θα έχει ενδιάμεσα και ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία, εκτίμησε ο κ. Βέττας, εκφράζοντας τον προβληματισμό για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει τα πάγωμα της εφαρμογής του μέτρου της μείωσης των συντάξεων, τόσο στα μηνύματα που θα στείλει προς τα έξω όσο και στο γεγονός ότι θα δημιουργήσει συνταξιούχος δύο ταχυτήτων. Το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουμε τις θετικές συνθήκες στην οικονομία μετά 1-2 χρόνια για αύξηση των συντάξεων, είπε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντής του ΙΟΒΕ, τον Αύγουστο ολοκληρώθηκε ένας οκταετής κύκλος, κατά τον οποίο η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε τρία διαδοχικά προγράμματα οικονομικής στήριξης και προσαρμογής. Επιτεύχθηκε σημαντική εξισορρόπηση και προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, η οποία -σε καμία περίπτωση- δεν μπορεί να υποτιμάται. Ο κ. Βέττας σημείωσε ότι ποιοτικά χαρακτηριστικά της προσαρμογής που έλαβε χώρα δημιουργούν προβληματισμό και καθιστούν το επόμενο διάστημα κρίσιμο για την πορεία που θα έχει μεσοπρόθεσμα η οικονομία. Ο προβληματισμός προκύπτει, περισσότερο, από το ότι η προσαρμογή επιτεύχθηκε κυρίως μέσω ύφεσης και όχι μέσω του δομικού μετασχηματισμού της οικονομίας. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης που καταγράφονται, αν και θετικοί, υπολείπονται του επιπέδου που θα σηματοδοτούσε σύγκλιση με την Ευρωζώνη.
Επίσης, ο κ. Βέττας τόνισε ότι ενώ υπάρχει βάση για μία θετική εξέλιξη της οικονομίας, αυτή δεν θα είναι αυτόματη και σε καμία περίπτωση εξασφαλισμένη. Κεντρική σημασία θα έχει το πότε και με ποιους όρους θα επιτευχθεί η ουσιαστική πρόσβαση στις αγορές για τη χρηματοδότηση της οικονομίας που τώρα είναι αναιμική. Η οικονομία κινείται σε μία ενδιάμεση περιοχή, όπου δεν υπάρχει πλέον η προστασία των προγραμμάτων αλλά και δεν έχει ακόμη επιτευχθεί η πρόσβαση στις αγορές. Η ύπαρξη του λεγόμενου «μαξιλαριού ασφαλείας» δεν μπορεί να προκαλεί εφησυχασμό. Όσο παρατείνεται η περίοδος μη ομαλής χρηματοδότησης, αυξάνεται και η πιθανότητα πως τελικά η χρηματοδότηση θα γίνει με δυσχέρεια. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι η συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας των επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών, και όχι μόνο του δημόσιου τομέα.
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ επισήμανε ότι στο δημοσιονομικό επίπεδο είναι πλέον σαφές πως, ενώ η επίτευξη σημαντικού πλεονάσματος ενισχύει καταρχήν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, το γεγονός ότι το πλεόνασμα δεν χρηματοδοτείται κυρίως μέσω ανάπτυξης αλλά, αντίθετα, αντανακλά μείγμα μη συμβατό με ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα, δυσχεραίνει και τους όρους εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας.
Στην πλευρά της χρηματοδότησης της οικονομίας, κομβικής σημασίας είναι η βελτίωση της λειτουργίας των τραπεζών με όσο το δυνατόν πιο γρήγορους ρυθμούς. Η άνοδος στην επιστροφή καταθέσεων και οι κινήσεις χειρισμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι θετικές, όμως δεν καταγράφονται με τον γρήγορο ρυθμό που θα μπορούσαν εάν υπήρχε ευρύτερη ισχυρή ανάπτυξη, υπογράμμισε.
Καθώς η χώρα εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο, και με τη γενικότερα εμπειρία που τείνει να επιβαρύνει την οικονομία μέσω αύξησης της αβεβαιότητας και αναβολής αναγκαίων δημοσιονομικών ή άλλων τομών, θα πρέπει να μη λησμονείται η κρίσιμη συγκυρία και τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης που την καθιστούν εύθραυστη, εκτίμησε ο κ. Βέττας. Όπως συμπλήρωσε, η αίσθηση εγρήγορσης θα πρέπει να είναι ακόμη περισσότερο έντονη με δεδομένο πως στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν αποκλείονται επιδείνωση στο επόμενο διάστημα ή ακόμη και στοιχεία κρίσης.
Ο πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος, ανέφερε -μεταξύ άλλων- ότι επειδή ως χώρα, και παρά τη μείωση του εθνικού εισοδήματός μας κατά 25%, εξακολουθούμε να διαθέτουμε μεγαλύτερο πλούτο από ό,τι προβλέπεται από τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, είναι επιτακτική η ανάγκη άμεσης βελτίωσης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών μας που δυσχεραίνουν τον εποικοδομητικό διάλογο και δεν αξιοποιούν τις δυνατότητές μας στην επιδίωξη καινοτομίας, παραγωγής και δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο γρηγορότερος και ασφαλέστερος τρόπος εξασφάλισης εποικοδομητικού κοινωνικού διαλόγου και συναίνεσης για πολιτικές αποφάσεις, που θα αξιοποιήσουν τις ανταγωνιστικές δυνατότητες της οικονομίας μας, είναι να δημιουργήσουμε στη χώρα μας ένα κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον που θα ξεδιπλώνει δυνατότητες παρόμοιες με αυτές που ξεδιπλώνουν οι Έλληνες που μεταναστεύουν σε ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτό είναι δυνατό να επιτευχθεί εάν όλα τα νομοσχέδια που εισάγονται στο εθνικό Κοινοβούλιό μας έχουν υποστεί τη βάσανο της σύγκρισης με τις καλές πρακτικές επιλεγμένων οικονομιών. H υιοθέτηση καλών πρακτικών έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από πολλές χώρες, αλλά χρησιμοποιείται και σήμερα, μάλιστα από ανεπτυγμένες οικονομίες, επιτρέποντάς τους να ενσωματώνουν γρήγορα επιτυχημένες πρακτικές άλλων χωρών, μειώνοντας κατά πολύ τον χρόνο απόκτησης νέων τεχνολογιών και επιτυγχάνοντας, εν τέλει, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Εξίσου, σημαντικό είναι το γεγονός ότι η διαδικασία των καλών πρακτικών σε περιόδους οικονομικής κρίσης λειτουργεί ως προστατευτική δικλείδα για τις επερχόμενες γενιές από τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της γενιάς που λαμβάνει τις αποφάσεις.
Εκτιμήσεις ΙΟΒΕ
Στα κύρια σημεία της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία αναφέρεται ότι εκτιμάται μικρή επιτάχυνση ανάπτυξης το 2019, κοντά στο 2,4%, από κλιμάκωση επενδυτικής δραστηριότητας (+12-14%) και ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%). Επίσης, περαιτέρω κάμψη της ανεργίας στο τρίμηνο Απριλίου - Ιουνίου, χαμηλότερα του 20%, για πρώτη φορά από το τελευταίο τρίμηνο του 2011, στο 19%. Συνολικά στο αρχικό εξάμηνο φέτος το ποσοστό ανεργίας ήταν οριακά υψηλότερο του 20% (20,1%), 2,1 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ότι έναν χρόνο νωρίτερα. Ακολούθως, κοντά στο 19,3% η ανεργία στο σύνολο του 2018. Αναμένεται ηπιότερη πτώση της το 2019, ελαφρώς χαμηλότερα από 18,0%.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι ο μέσος ρυθμός μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) για το τρέχον έτος θα διαμορφωθεί στο 0,8%, με πρώτη εκτίμηση για το 2019 είναι ότι αυτός θα ενισχυθεί ελαφρώς, στην περιοχή του 1,3%.