Την επόμενη Τρίτη 22 Ιανουαρίου (την επομένη διεξαγωγής του Eurogroup) αναμένεται να ξεκινήσουν οι συζητήσεις μεταξύ κυβέρνησης και ευρωπαικών θεσμών στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας της Ελλάδας.
Ένα από τα βασικά ζητήματα αναμένεται να αποτελέσει για το σχέδιο διεύρυνσης του Εξωδικαστικού και το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το σχέδιο που θα βάλει στο τραπέζι η ελληνική πλευρά έχει τα χαρακτηριστικά μιας ολιστικής ρύθμισης οφειλών προς τράπεζες, εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία είτε συνδυαστικά είτε κατά μόνας, δηλαδή θα καλύπτει όλα τα χρέη, έτσι ώστε να πάρει τέλος η πολυδιάσπαση των ρυθμίσεων, που τελικά δυσχεραίνει παρά διευκολύνει τους πολίτες. Και μάλιστα αναμένεται να προσφέρει τυποποιημένες λύσεις
Ως πρώτο στάδιο, οι ενδιαφερόμενοι θα υποβάλουν αίτημα ρύθμισης, που όπως όλα δείχνουν θα γίνεται ηλεκτρονικά και εξωδικαστικά, έτσι ώστε αποφευχθούν οι μεγάλες καθυστερήσεις και η χαρτούρα των προηγούμενων ετών.
Επιμήκυνση 25 ετών και κούρεμα κεφαλαίου
Σε δεύτερο πλάνο, με βάση όλα τα κριτήρια του οφειλέτη- εισόδημα, περιουσία, οφειλές- το σύστημα θα εξάγει μια συνολική ρύθμιση προς όλους. Ειδικά όσον αφορά στα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια, που βρίσκονται στον πυρήνα του σχεδίου, η ρύθμιση θα περιλαμβάνει επιμήκυνση των πληρωμών σε βάθος ως 25 έτη, καθώς και «κούρεμα» της αρχικής οφειλής, το οποίο θα βασίζεται στην αντιστοίχιση δανείου και τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου.
Σε αυτό το σημείο θα προστεθεί και το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη-Σταθάκη, καθώς με αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια (η αξία της πρώτης κατοικίας παραμένει...ανοιχτή προς διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα προστατεύεται από πλειστηριασμούς η κύρια κατοικία εφόσον η αντικειμενική της αξία δεν υπερβαίνει τα 180.000 ευρώ για έναν ενήλικο, ποσό που προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη σε 220.000 για ζευγάρι, 240.000 για οικογένεια με ένα τέκνο, 260.000 για οικογένεια με δύο τέκνα και 280.000 για οικογένεια με τρία τέκνα.
Επίσης το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη δεν πρέπει να ξεπερνά τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%, δηλαδή κυμαίνεται μεταξύ 13.906 ευρώ και 40.800 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση (οικογενειακό εισόδημα για ενήλικο 13.906 ευρώ, για ζευγάρι 23.659 ευρώ και για κάθε παιδί 5.714 ευρώ).
Επιδότηση δανείου
Πέραν του παραπάνω λοιπόν, θα έρχεται ο Κρατικός Προϋπολογισμός και θα επιδοτεί τα πιο αδύναμα νοικοκυριά, καλύπτοντας μέρος της δόσης του δανείου, που θα ρυθμίζεται. Γι' αυτόν το σκοπό, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι θα διατεθεί κονδύλι έως 200 εκατ. ευρώ.
Το όφελος για τις τράπεζες από αυτή τη συνολική ρύθμιση είναι ότι θα περιορίσουν το ρίσκο, αφού σε αντίθεση με αντίστοιχες λύσεις που προσφέρει ο Κώδικας Δεοντολογίας, το Δημόσιο θα είναι μέρος της λύσης που θα επιλέγεται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ενδεχόμενο οι τράπεζες να διακανονίζουν τα υπολειπόμενα δάνεια και η εφορία να κατάσχει τα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών που προορίζονται για την εξυπηρέτηση των τραπεζών ρυθμίσεων, όπως συμβαίνει τώρα σε ουκ ολίγες περιπτώσεις.
Κούρεμα για 900.000 επαγγελματίες
Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και δυσκολότερα, όσον αφορά στο σχέδιο ρύθμισης οφειλών που προωθεί το υπουργείο Εργασίας, δηλαδή οι 120 δόσεις για όσους χρωστάνε στα ασφαλιστικά ταμεία. Αν και το υπουργείο θα ήθελε να καλύψει ενεργούς κι ανενεργούς επαγγελματίες, η ρεαλιστική προσέγγιση είναι ότι οι θεσμοί δε θα δεχθούν δύο παράλληλες ρυθμίσεις οφειλών.
Πάντως, κατά 70% εκτιμάται ότι θα μειώνεται, κατά μέσο όρο, η συνολική οφειλή όσων ενταχθούν στη νέα ρύθμιση χρεών, ειδικά για τα ασφαλιστικά ταμεία, που προωθεί το υπουργείο Εργασίας. Το «κούρεμα» της αρχικής οφειλής υπολογίζεται ότι κατά μέσο όρο θα είναι της τάξης του 50% - 55%, ενώ η διαγραφή των προσαυξήσεων θα αγγίζει έως και το 85%. Βάσει των στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους στο υπουργείο Εργασίας, η νέα αυτή ρύθμιση, που θα συζητηθεί με τους εκπροσώπους των δανειστών κατά τη δεύτερη μεταμνημονιακή τους επίσκεψη στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου, δυνητικά, αφορά περισσότερους από 900.000 οφειλέτες.