Την πρώτη φορά που είδα το Δεσποτικό, το ερημονήσι με το ναό του Απόλλωνα νοτιοδυτικά της Αντιπάρου, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να σκορπιστεί η τέφρα μου κάπου εκεί, ίσως κοντά στο Στρογγυλό, ένα ακόμη πιο μικρό ακατοίκητο νησάκι κάπου ανάμεσα.
Τα έφερε έτσι η ζωή και μπορεί η πρώτη μου σκέψη να αποδειχθεί ρεαλιστική. Γιατί η Αντίπαρος έγινε, τελικά, η μοίρα και ο κόσμος μου.
Ψάχνοντας να βρω τις σωστές απαντήσεις όταν με ρωτούσαν φίλοι για το νησί, συνειδητοποίησα ότι δεν έχει τις μεγάλες αμμουδιές της Ιου και της Νάξου, ούτε τη μοναδική θέα της Φολέγανδρου και της Αμοργού, ούτε την υπέροχη χώρα της Κιμώλου και της Σικίνου, ούτε τα νερά που θα δεις στα Κουφονήσια και στην Ανάφη. Δεν έχει τη γαστριμαργική κουλτούρα της Σίφνου και τη νυχτερινή ζωή της Πάρου, τις αντιθέσεις της Άνδρου και της Τήνου, την αρχοντιά της Σύρου. Τότε τι έχει;
Είναι η ενέργεια του τόπου. Το κίτρινο και το γαλάζιο που μπορεί να βρεις μόνο σε πίνακες του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, τα βράχια που σχηματίζουν το σώμα μιας γυναίκας, η γκρίζα λεία πέτρα που μεταμορφώνεται στο φως, τα διάφανα παγωμένα νερά που θεραπεύουν, η άμμος που μοιάζει με πηχτό χρυσάφι, οι μικρές κρυμμένες παραλίες που δεν έχουν μολυνθεί από τα πλήθη και την αγορά, η βαρκούλα που μπορεί να σε πάει στις έρημες ομορφιές του Δεσποτικού.
Είναι κάτι που το αναγνωρίζεις κι ας το βλέπεις πρώτη φορά, που σου είναι οικείο ενώ είναι ξένο, που δεν μπορείς να το περιγράψεις παρόλο που είναι πολύ συγκεκριμένο, που δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι αλλά ξέρεις ότι είναι κάτι ιδιαίτερο, μοναδικό, πολύτιμο, απόκοσμο.
Η Αντίπαρος είναι μικρή αλλά χωράει πολλούς κόσμους μαζί. Ο ένας κόσμος είναι λαμπερός και απρόσιτος. Εφοπλιστές, ισχυροί επιχειρηματίες, εισοδηματίες και ευτυχείς κληρονόμοι, πάμπλουτοι από όλο τον κόσμο, μετακινούνται με θαλαμηγούς και ιδιωτικά ελικόπτερα, μαζεύονται σε βίλες με πισίνες και πολυπληθές προσωπικό, παραγγέλνουν ντελίβερι ψάρια της ημέρας, τρώνε στο Λώλο, στο Sapou και στον Κουτσόπουλο, άκουσαν με ενδιαφέρον ότι άνοιξε βιετναμέζικο, αγοράζουν συνεχώς γη και τη μεταπωλούν, τα λεφτά φέρνουν λεφτά και η «Κορνουάλη» στα δυτικά του νησιού, έρημα αφιλόξενα βράχια παλιά, γέμισε βίλες μέσα σε δυο χρόνια.
Φιλιππινέζες σπρώχνουν καρότσια στο καλντερίμι και Ταϊλανδοί βγάζουν το σκύλο βόλτα στον Αη Γιώργη. Κυρίες με τέλειο πεντικιούρ και μπαλαγιάζ ψωνίζουν πανάκριβα καφτάνια και ημιπιτσιρικάδες παίρνουν πρωινό στην Ελιά πριν επιβιβαστούν στο σκάφος για την Πολύαιγο ή πριν πάνε να σωριαστούν στις μαξιλάρες στο Σορό.
Δεν διασταυρώνονται ποτέ με τα παιδιά στο κάμπινγκ που ξυπνούν αργά και βγαίνουν αργά γιατί η θρυλική La Luna αποκτά ρυθμό μετά τις 3 τη νύχτα. Δεν διασταυρώνονται ούτε με τις οικογένειες που κάνουν μπάνιο στην Ψαραλυκή και στην Παναγιά, φωτογραφίζονται μπροστά στη βάρκα της Μανταλένας και αφήνουν τα παιδιά να βολοδέρνουν στο λιμάνι γιατί αποκλείεται να χαθούν. Μπορεί να συναντηθούν μόνο με ερωτευμένα ζευγάρια στον Πιπίνο γιατί εκεί πάνε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, άλλος θα φάει αστακό κι άλλος καλαμαράκια, αλλά είναι κάτι σαν θεσμός, υποχρεωτικό πέρασμα, ίσως πιο πολύ και από το σπήλαιο που αναφέρεται σε περίοπτη θέση στους τουριστικούς οδηγούς.
Η Αντίπαρος έχει, τουλάχιστον, δυο ψυχές. Μια που αναφέρεται στην chic alternative πλευρά του νησιού που γίνεται όλο και πιο θορυβώδης και την άλλη που τη βρίσκεις στα βράχια της Φανερωμένης, στην παραλία του Αγίου Σώστη τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο και στο ηλιοβασίλεμα στον Σιφνέικο γιαλό, στα επτά μποφόρ μπροστά στο εκκλησάκι που έκανες το σταυρό σου χωρίς να σε δει κανείς.
Οποιος είχε την ιδέα να γίνει στο Δεσποτικό το VIP δείπνο του Κ. Μητσοτάκη με τον Τζεφ Μπέζος και τους άλλους ισχυρούς του πλανήτη ξέρει καλά το μέρος. Ίσως του είπαν για τα είκοσι χρόνια αγώνα του σπουδαίου αρχαιολόγου Γ. Κουράγιου που έκανε υπαρξιακή του υπόθεση την ανασκαφή και την αναστήλωση πολύ πριν γίνει της μόδας το νησάκι.
Μάλλον ο Τομ Χανκς θα το σκέφτηκε που ανακάλυψε την Αντίπαρο πριν αποκτήσει παγκόσμια φήμη και τράβηξε πολλούς του διεθνούς jet set να την απολαύσουν. Η κυρία Νίτσα έχει να το λέει πόσο άρεσαν τα υφαντά της στην Βαρντάλος και η Βίκη έχει δεχτεί συγχαρητήρια για το παγωτό της από πρόσωπα που τα είχε δει στο σινεμά.
Στην αρχή κυκλοφορούσε χωρίς ασφάλεια και κολυμπούσε στον διάπλου Πάρου-Αντιπάρου απολαμβάνοντας την ανωνυμία του σε ένα νησί στην άκρη του κόσμου που δεν ήταν τουριστικό. Τώρα δύσκολα θα τον πετύχει κανείς στο καλντερίμι, ποτέ μόνο του και πάντα με πολλά αιτήματα για selfie.
Δύσκολα θα πετύχεις και τον Σωτήρη, το γιατρό, τον Σωτήρη Σκούρτη. Δουλεύει συνέχεια, το καλοκαίρι ειδικά δεν παίρνει ανάσα, χτυπάει το τηλέφωνο του αργά τη νύχτα και το σηκώνει, γιατί μπορεί να έγινε ατύχημα με καμιά «γουρούνα» ή να είχε αρρυθμίες ο παππούς. Σ αυτόν και στη συνάδελφό του Άννα Γεωργίου οφείλεται ότι έχει εμβολιαστεί το σύνολο σχεδόν του τοπικού πληθυσμού. «Έχω τρία παιδιά και τον Σωτήρη” μου είπε η γιαγιά που πιάσαμε την κουβέντα. «Μου πε ο Σωτήρης να τις κάνω και τις δύο” εξομολογήθηκε ο κυρ Βασίλης και η κυρά Μαρία γέλασε: «Εγώ τα φοβάμαι αυτά αλλά ποιος άκουγε τον Σωτήρη αν δεν το κανα».
Ο γιατρός τους αγαπάει όλους. Δεν θεωρεί «ψεκασμένους» αυτούς που είχαν ενδοιασμούς ούτε θύμωσε με όσους πέρυσι δεν κρατούσαν τα μέτρα προστασίας στα μαγαζιά τους και γέμισε το νησί Covid-19. Δεν αισθάνεται «άριστος» και δεν φανατίζεται με τους αρνητές.
Προσπαθεί να τους εξηγήσει και να τους καταλάβει. Και γι αυτό τα κατάφερε. Το νησί έγινε Covid free χωρίς φασαρία και χωρίς αίματα. Με πειθώ, δουλειά και ενσυναίσθηση.
Μακάρι να τα ήξεραν και να τα συζήτησαν αυτά με τον πρωθυπουργό οι υψηλοί συνδαιτυμόνες του στο Δεσποτικό που προκαλεί δέος με την ησυχία και τις πέτρες των αιώνων που άντεξαν την αλμύρα, το μελτέμι και τον ήλιο των Κυκλάδων - ίσως γιατί δεν τις άγγιξε η ανθρώπινη απληστία και μικρότητα.
Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος- συγγραφέας