Μεγάλος θόρυβος έχει προκληθεί τις τελευταίες ημέρες από το τρέιλερ της ταινίας «Καλάβρυτα 1943», σε σκηνοθεσία Νικόλα Δημητρόπουλου,με συμπαραγωγό την ΕΡΤ και πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Σουηδό ηθοποιό Μαξ φον Σίντοφ. Ο σάλος έχει δημιουργηθεί επειδή υπάρχει μια σκηνή όπου ένας αυστριακής καταγωγής στρατιώτης των δυνάμεων της ναζιστικής κατοχής εμφανίζεται να προσπαθεί να σώσει τα γυναικόπαιδα που βρίσκονταν μέσα στο σχολείο που είχε ήδη πυρποληθεί, την αποφράδα εκείνη ημέρα της 13ης Δεκεμβρίου 1943, τη μέρα του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος.
Για το ρεπορτάζ και την ιστορία να σημειώσουμε ότι μετά την αποκάλυψη της αχαϊκής εφημερίδας Πελοπόννησος, η Ένωση Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος προαναγγέλλει μέσω της συγκεκριμένης εφημερίδας, μηνύσεις εις βάρος των υπευθύνων της ταινίας. Όπως αποκαλύπτει δε ο κ. Χαρίλαος Ερμείδης, Πρόεδρος της Ένωσης Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και πρ. Αντιδήμαρχος Καλαβρύτων, τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι Καλαβρυτινοί, είχαν επισημάνει αυτό το στοιχείο στους υπευθύνους της ταινίας πριν από 2,5 περίπου χρόνια, όταν είχαν φθάσει στα Καλάβρυτα προκειμένου να μάθουν τα πραγματικά περιστατικά της θηριωδίας. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, οι υπεύθυνοι είχαν υποσχεθεί να μην το συμπεριλάβουν στην ταινία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μυθοπλαστική μεταφορά ιστορικών γεγονότων στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη προκαλεί αντιδράσεις είτε γιατί τα ιστορικά περιστατικά είναι όντως ελαφρώς διαφορετικά παρουσιασμένα, είτε γιατί ακολουθούν μια συγκεκριμένη ιδεολογική κατεύθυνση, είτε γιατί είναι εντελώς παραποιημένα. Στην τελευταία περίπτωση κάλλιστα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν οι παραγωγές της Τσινετσιτά, που κάποιες από αυτές έκαναν την ελληνική μυθολογία ακόμη πιο μυθοπλαστική με αποτέλεσμα να προκαλούν τελικά άφθονο γέλιο. Για τις άλλες όμως δύο περιπτώσεις τα πράγματα γίνονται πολύ σοβαρά, είτε γιατί αφορούν σε σύγχρονα γεγονότα, είτε γιατί θίγουν σύμβολα και ιδέες εθνών ή κρατών, είτε και τα δύο μαζί.
Μπορούμε εύκολα να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να θυμηθούμε τι είχε γίνει με τη μεταφορά του «Τελευταίου Πειρασμού» του Καζαντζάκη στη μεγάλη οθόνη ή την αποτύπωση πτυχών της προσωπικής και ερωτικής ζωής του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ένα κομμάτι του Λαού μας δεν τις αντέχει. Είναι άλλο όμως αυτό και άλλο να προσπαθούμε μέσω της μυθοπλασίας να συμβάλλουμε σε μια αναθεωρητική προσέγγιση της ιστορίας, ειδικά για ένα ιστορικό τραύμα που δεν έχει ακόμη επουλωθεί. Δεν μπορούμε και δεν δικαιούμαστε να μισούμε τους σύγχρονους Γερμανούς για τα εγκλήματα των ναζί προγόνων τους, ωστόσο, δεν είναι καθόλου εποικοδομητικό για τις δύο πλευρές η αναπαραγωγή μυθευμάτων που προσπαθούν να αναβαπτίσουν, συλλήβδην, συμπεριφορές.
Πιο πρόσφατη περιπέτεια ήταν η υπόθεση Ρίχτερ, που κατάφερε να ξεσηκώσει ένα ολόκληρο νησί, την Κρήτη, που υπέφερε τα πάνδεινα την περίοδο 1941-1945. Βέβαια εκεί τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά διότι επρόκειτο για βιβλίο επιστημονικής ιστοριογραφίας και επαγγελματία ιστορικού.
Κατά τη άποψή μας, η σύγχυση στη περίπτωση της ταινίας «Καλάβρυτα 1943» και ανάλογων ή ομοειδών περιπτώσεων, έγκειται στο γεγονός , ότι στην προσπάθεια να αποδοθεί η «εικόνα του Άλλου» καταβάλλεται ένας υπερβάλλων ζήλος, που παραχαράσσει ιστορικά γεγονότα. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι και στα στρατεύματα που ξεκινούν έναν πόλεμο υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα ήθελαν να βρίσκονται εκεί ή να διαπράττουν πράξεις που όμως είναι εγκλήματα πολέμου. Ναι, πολλοί αυστριακοί μπορεί να μην ήθελαν να πολεμήσουν, όπως και κάποιοι Γερμανοί, αλλά αυτό δεν σβήνει τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Και όταν μάλιστα αμβλύνονται ή εξωραΐζονται εικόνες ατόμων μπορεί να καταλήξουμε χωρίς να το ξέρουμε να έχουμε γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών έναν Κουρτ Βαλντχάιμ, που έγινε πρώην πρόεδρος της Αυστρίας (1986-1992) και πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (1972-1981)που αποκαλύφθηκε το ναζιστικό παρελθόν του. Κατηγορήθηκε δε, αν και ο ίδιος το αρνούνταν, ότι ως νεαρός αξιωματικός της Βέρμαχτ, στα Βαλκάνια, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, γνώριζε για τον μαζικό εκτοπισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Άρα, το «καλός» ή «κακός» αυστριακός καταλήγει να είναι τόσο σχετικό όπως τελικά η μυθοπλαστική δημιουργία και έμμεσα αναπαράγει και ιδεολογικούς μύθους, οι οποίοι τύγχαναν μεγάλης αποδοχής στη μετεμφυλιακή «καχεκτική» δημοκρατία ή αναπαράγονται από σύγχρονους νεοφώτιστους διανοούμενους, ότι αν ο ΕΛΑΣ δεν είχε επιτεθεί στο γερμανικό απόσπασμα δεν θα είχε συμβεί η σφαγή των Καλαβρύτων. Ιδεολογικοποιήσεις και ερμηνείες που αποσπώνται από το ευρύτερο πλαίσιο και τη μεγάλη εικόνα, σπρώχνοντας την ιστορία των ανθρώπων και των λαών στην άβυσσο του αποπροσανατολισμού και της εργαλειοποίησης.
Ο διάσημος Γάλλος ιστορικός, που έχει ασχοληθεί με την ιστορία και τη μυθοπλασία-, πρόσφατα εκλιπών-, Μαρκ Φερό, έχει γράψει ότι είχε αναρωτηθεί «γιατί είμαστε τυφλοί μπροστά στην Ιστορία» και ότι «η Ιστορία είναι ένα διακύβευμα, και χρέος του ιστορικού είναι να διαφυλάττει την ιστορική μνήμη των κοινωνιών και να κάνει κατανοητή την ιστορία». Αυτό πιστεύουμε, ωστόσο, με τη βοήθεια των ιστορικών οφείλουν να κάνουν και οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι, όχι για να αποσιωπήσουν αθέατες πτυχές, αλλά για να μην κόψουν τελικά εισιτήρια μόνον για την ασύνειδη ή συνειδητή στρέβλωση, που μέσω της μυθοπλασίας αποκτά μεγαλύτερο συναισθηματικό βάρος και μεγεθύνει τα ιστορικά χάσματα…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)