Η υπόθεση των «Ράδιο Αρβύλα», είναι γνωστή σε όλους. Μία ομάδα τηλεοπτικών παραγωγών, που εδώ και πολλά χρόνια κάνει μία σατυρική εκπομπή, απέβαλε ένα από τα μέλη της, όταν αποκαλύφθηκε ότι με τη συμπεριφορά του, στην προσωπική του ζωή, παραβίασε αυτές τις αρχές και τις αξίες, που η συγκεκριμένη ομάδα (ισχυρίζεται) ότι πρεσβεύει. Διευκρινίζεται σκοπός του παρόντος δεν είναι ούτε η κριτική στην εκπομπή, της αισθητικής και των αρχών της.
Εκείνο που τίθεται προς συζήτηση, αποκλειστικά και μόνο, είναι το γεγονός ότι, ο Αντώνης Κανάκης και οι συνεργάτες του έκριναν, πως ο Στάθης Παναγιωτόπουλος με τη συμπεριφορά του έστειλε ένα μήνυμα διαφορετικό από εκείνο που εκείνοι θέλουν να στέλνουν. Έχουμε, δηλαδή, ένα παράδειγμα «αυτοκάθαρσης» μίας μικρής κοινότητας, που αποφασίζει να τιμωρήσει, δικαίως ή αδίκως, ένα μέλος της όταν αυτό παραβεί τους, άγραφους στην προκειμένη περίπτωση, κανόνες που τη διέπουν.
Οι «Ράδιο Αρβύλα» αντέδρασαν χωρίς να περιμένουν να τελεσιδικήσει η ποινική υπόθεση, στην οποία έχει εμπλακεί ο κος Παναγιωτόπουλος. Δικαιολόγησαν και μάλιστα δημοσίως, την απόφασή τους, βάσει των δικών τους αρχών και του δικού τους τρόπου σκέψης, χωρίς να κρυφτούν πίσω από το λεγόμενο τεκμήριο της αθωότητας. Στις δημόσιες εξηγήσεις που έδωσαν ισχυρίστηκαν, ότι το πρώτο που τους ενδιέφερε είναι η προστασία της ηθικής τους και της κοπέλας που προσβλήθηκε από τη συμπεριφορά του συνεργάτη τους. Ακόμα και αν υποθέταμε ότι είναι προσχηματικές αυτές οι δηλώσεις, είναι βέβαιο ότι με αυτό τον τρόπο προστατεύουν το «προϊόν» τους, δηλαδή την εκπομπή τους. Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, αυτό έπραξαν οι «Ράδιο Αρβύλα».
Το ποδόσφαιρο πώς αντιδρά;
Οι παραγωγοί μίας τηλεοπτικής εκπομπής ούτε θεσμικοί φορείς είναι ούτε πολιτικά όργανα. Ωστόσο, ένα θέμα που, καλώς ή κακώς, απασχολεί την κοινωνία, μπορεί (και, ίσως, πρέπει), να δώσει αφορμή προβληματισμού: Για παράδειγμα, πώς αντιδρά, σε παρόμοιες περιπτώσεις ο κόσμος του ελληνικού ποδοσφαίρου, όταν διαπιστώνονται παραβατικές συμπεριφορές, κάθε είδους; Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Κάπου στις αρχές του 1990, η εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» αποκάλυψε ότι ένας Έλληνας διαιτητής είχε καταγγείλει στην UEFA και τηFIFA, ότι στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχει κύκλωμα που ελέγχει την ελληνική διαιτησία. Ως πληροφοριοδότης, ονομάστηκε ένας υπάλληλος της ΕΠΟ, ονόματι Κιάππε. Αυτός κατείχε μία «βυσματική» θέση στην Ομοσπονδία: ήταν αρμόδιος για την υποδοχή, τη διαμονή, τις μεταφορές και, εν γένει, τη φιλοξενία των ξένων διαιτητών που έρχονταν στην Ελλάδα για να διευθύνουν τους αγώνες των ελληνικών ομάδων και της Εθνικής. Όπως φαίνεται, η φιλοξενία αυτή περιελάμβανε διευκολύνσεις και διασκεδάσεις κάθε είδους.
Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο και, πριν ακόμα οι ελληνικές αρχές προλάβουν να οδηγήσουν τον Κιάππε ενώπιον του ανακριτή, εκείνος διέφυγε στην Ελβετία. Οι ελληνικές δικαστικές αρχές εξέδωσαν διεθνές ένταλμα σύλληψης, αλλά δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός και η έκδοσή του στην Ελλάδα. Ικανοί Έλληνες δημοσιογράφοι, αποδείχθηκαν πιο αποτελεσματικοί από την ελβετική αστυνομία και τον εντόπισαν. Ο Κιάππε τους δήλωσε ότι δεν επιστρέφει στην Ελλάδα, διότι απειλείται η ζωή του. Όταν τελικά, εντοπίστηκε και επέστρεψε στη χώρα μας, «γύρισε» τους ισχυρισμούς του και η υπόθεση έκλεισε. Το σκάνδαλο χαρακτηρίστηκε ως φιάσκο.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο συνέχισε το… δρόμο του κανονικά. Το κύρος του όμως, είχε τρωθεί, καθώς οι τότε καταγγελίες, στη συνείδηση των Ελλήνων φιλάθλων συνδέθηκαν με τις παράλογες διαιτησίες που έβλεπαν στα γήπεδα και που συστηματικά οδηγούσαν στο να ευνοείται συγκεκριμένη ομάδα. Η ομάδα εξακολούθησε κανονικά το δρόμο της και οι διοικούντες της εξακολούθησαν να κυριαρχούν. Η κηλίδα, ωστόσο, παρέμεινε. Για την ακρίβεια, μπήκε… κάβα για να συμψηφιστεί με επόμενα σκάνδαλα.
«Κοριόπολις»…
Το 2011, υπήρξε το σκάνδαλο «κοριόπολις». Ο «κοριός» της ΕΥΠ είχε εντοπίσει τηλεφωνικές συνομιλίες παραγόντων του ελληνικού ποδοσφαίρου, από τα οποίες προέκυπταν διάφορα αδικήματα, όπως, δωροδοκία, εξαγορά παικτών, νόθευση αγώνων και απειλή βίας. Οι δικαστικές αρχές εντόπισαν 83 ύποπτους (στη συνέχεια έγιναν 187. Ανάμεσά τους Πρόεδροι μεγάλων ή μικρότερων ΠΑΕ, διαιτητές, ποδοσφαιριστές και αστυνομικοί υπάλληλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς αθωώθηκαν στα ποινικά δικαστήρια, σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό. Οι ποινικές αποφάσεις ήταν αψεγάδιαστες, διότι το περιεχόμενο των υποκλοπών δε διασταυρώθηκε, με άλλα στοιχεία. Έτσι, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του σκανδάλου, είναι ενεργοί στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου και μάλιστα στις ανώτατες κατηγορίες.
Η φίλαθλη κοινή γνώμη διασταύρωσε πολύ καλά αυτά που έβλεπε στους αγωνιστικούς χώρους, με αυτά που άκουγε από τις υποκλαπείσες τηλεφωνικές συνομιλίες.
Οι αρχές του ποδοσφαίρου, άφησαν ατιμώρητους τους βασικούς πρωταγωνιστές των συνομιλιών, καθώς στα ποινικά δικαστήρια «δεν προέκυψαν καταδίκες».
Πώς αντέδρασε η Ιταλική αθλητική δικαιοσύνη σε παρόμοια περίπτωση; …και «Calciopolis»
Σε μία αντίστοιχη περίπτωση, τo 2006, στη γειτονική Ιταλία ξέσπασε ένα παρόμοιο σκάνδαλο: Το «calciopolis». Εκεί, η ιταλική αστυνομία, σε συνέχεια υπεκλαπέντων τηλεφωνικών συνομιλιών διενήργησε έρευνα, που αποκάλυψε παράνομο στήσιμο αγώνων, ορισμό διαιτητών, επιρροή εις βάρος των διαιτητών κ.λπ. Η αθλητική δικαιοσύνη τιμώρησε τις ομάδες που ενεπλάκησαν στο σκάνδαλο, πολύ πριν τελεσιδικήσουν οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων. Η πιο βαριά… καμπάνα έπεσε στη Γιουβέντους, η οποία υποβιβάστηκε στη β’ κατηγορία, της αφαιρέθηκαν 30 βαθμοί από το πρωτάθλημα της επόμενης αγωνιστικής περιόδου, της ανακλήθηκαν δύο πρωταθλήματα, που είχε κατακτήσει και της επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο ύψους 31 εκ. Ευρώ. Πολύ πριν ο τεχνικός διευθυντής της «Γιούβε» Λουτσιάνο Μότζι καταδικαστεί από τα ποινικά δικαστήρια, για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, ο Ιταλός Αθλητικός Δικαστής, σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό τον καταδίκασε με ισόβιο αποκλεισμό από τους αγωνιστικούς χώρους. Το ιταλικό ποδόσφαιρο συνέχισε το δρόμο του, αλλά το περιβάλλον του καθάρισε από τα πρόσωπα που βρίσκονταν πίσω από την «παράγκα», που ο κος Μότζι είχε στήσει και λειτουργούσε υπέρ της Γιουβέντους και των δορυφόρων της.
Η ιταλική αθλητική δικαιοσύνη (όπως οι «Ράδιο Αρβύλα) δεν περίμενε τις αμετάκλητες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, διότι ο ρόλος της ήταν διαφορετικός. Δεν ήταν δική της αρμοδιότητα να τεκμηριώσει και να αποδείξει την ποινική υπόσταση των κατηγοριών.
Αυτό ήταν δουλειά των πολιτικών (ποινικών) δικαστηρίων. Ο Ιταλός αθλητικός Δικαστής έκρινε ότι και μόνο το γεγονός ότι προέκυψε η επικοινωνία μεταξύ των διοικούντων, με συγκεκριμένο σκοπό και συγκεκριμένο περιεχόμενο έθιγε την εικόνα του αθλήματος. Γι’ αυτό και επέβαλε τις τιμωρίες.
Ανεξαρτησία της αθλητικής δικαιοσύνης
Κανείς δε λέει, φυσικά, ότι η αθλητική δικαιοσύνη θα πρέπει να λειτουργεί αυθαίρετα, προσπαθώντας να ικανοποιήσει το περί δικαίου αίσθημα ή την κοινή γνώμη. Εκείνο, όμως, που μπορεί βάσιμα, να ισχυριστεί κάποιος είναι ότι τα δικαιοδοτικά όργανα του ποδοσφαίρου καλούνται να προστατέψουν το άθλημα, τις αξίες του και τον παιδευτικό ρόλο του. Δεν διερευνά η αθλητική δικαιοσύνη τις ποινικές ευθύνες. Διερευνά εάν συγκεκριμένες συμπεριφορές δυσφημούν το άθλημα και αλλοιώνουν τον συναγωνισμό.
Τα όρια μπορεί να μην είναι εύκολα διακριτά. Μόνο ανεξάρτητες δικαστικές αρχές είναι σε βαθμό να τα διακρίνουν και να απονείμουν δικαιοσύνη. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, τα δικαιοδοτικά όργανα εντάσσονται στη δικαιοδοσία του CONI, δηλαδή της Ιταλικής Ολυμπιακής Επιτροπής, η οποία είναι ανεξάρτητος φορέας, που βρίσκεται στην κορυφή της οργανωτικής πυραμίδας.
Στην ολιστική μελέτη που η FIFA και η UEFA πρότειναν στην ΕΠΟ, με σκοπό την εξυγείανση του ελληνικού ποδοσφαίρου, η ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων προβάλλεται ως μία από τις βασικές προτεραιότητες.
Ανάμεσα στα άλλα, έχουν προταθεί:
- Δημιουργία Κυβερνητικής δομής για την Ακεραιότητα (σε συνεργασία με Επιτροπή Παιγνίων, ΕΛ.ΑΣ., Στοιχηματικές Εταιρίες) και μια ΜΚΟ με σκοπό την εκπαίδευση, την πρόληψη, την ευαισθητοποίηση του κοινού.
- Μεταρρύθμιση του αθλητικού νόμου με πρόβλεψη βαριών ποινών.
- Εφαρμογή της Σύμβασης κατά της Διαφθοράς των Ηνωμένων Εθνών.
- Εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης για σύνδεσμος της Europol στο πρόγραμμά της για την Αθλητική Διαφθορά.
- Συνάντηση στην UEFA με Europol, Υπουργούς Δικαιοσύνης, Αθλητισμού και ΕΠΟ για εκπόνηση σχεδίου δράσης.
- Σύνδεσμος της ΕΛ.ΑΣ. με την Interpol και προγράμματα συνεργασίας.
- Δημιουργία Εμπιστευτικού Μηχανισμού (σε ελληνικά και αγγλικά) για αναφορές διαφθοράς με συμμετοχή του Πανελληνίου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ) και του διεθνή τους οργάνου (FIFPro Europe).
Όλα τα παραπάνω είναι ενέργειες, που θα συνέβαλαν στην ανεξαρτητοποίηση της αθλητικής δικαιοσύνης, από όσους ελέγχουν το ελληνικό ποδόσφαιρο, όλα αυτά τα χρόνια. Προφανώς, δεν υπάρχει βούληση για κάτι τέτοιο.
Δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο
Η αυτοκάθαρση είναι μία διαδικασία που αφορά όλους. Τους επαγγελματικούς κλάδους, τον Τύπο, τον Πολιτισμό, την Πολιτική, τα Κόμματα… Σε καθεμία από αυτές τις δραστηριότητες υπάρχουν όργανα, που κρίνουν με ποιον τρόπο θα κρατήσουν το χώρο τους καθαρό, από κάθε είδους βρωμιά. Τα δικαιοδοτικά όργανα κάθε επιμέρους κοινωνικής ομάδας είναι ταγμένα να διαφυλάξουν ξεχωριστές αξίες που η ίδια επιλέγει να προβάλει. Η Δικαστική Εξουσία είναι ταγμένη για να καταπολεμήσει την παρανομία. Επομένως, η λειτουργία της Δικαιοσύνης δεν αίρει σε καμία περίπτωση την υποχρέωση των κοινωνικών ομάδων για αυτοκάθαρση.
Οι «Αρβύλα» επέλεξαν, από τη μικρή τους γωνιά το δρόμο της αυτοκάθαρσης. Το ίδιο έκαναν και οι Έλληνες ηθοποιοί, που μέσω του σωματείου τους αντέδρασαν με ταχύτητα στα φαινόμενα «metoo», που, εξάλλου, αποκαλύφθηκαν και στον αθλητισμό. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο αναμένονται αντίστοιχες αντιδράσεις, όπως άλλωστε, έχουν ζητηθεί από τις ξένες συνομοσπονδίες (FIFA, UEFA), με τις ολιστικές μελέτες, αλλά και όπως απαιτούν όλοι οι Έλληνες φίλαθλοι.
Μέχρι οι αρμόδιοι διοικούντες το ελληνικό ποδόσφαιρο επιδείξουν παρόμοια αντανακλαστικά, θα παραμένει μία λεπτομέρεια το εάν το ίδιο σπρώξιμο στη μεγάλη περιοχή θα δίνεται πάντοτε «πέναλτι» υπέρ μίας συγκεκριμένης ομάδας και ποτέ εις βάρος της. Και εν τέλει, δε θα έχει καμία σημασία.
Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος - Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών CIES - FIFA