Η δεινότητα του επικοινωνιακού επιτελείου του κ. Μητσοτάκη είναι αδιαμφισβήτητη: Αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που συντηρούν την ανθεκτικότητα της κυβέρνησής του και, μαζί με το τμήμα των ΜΜΕ που τον στηρίζουν, έχει βοηθήσει να οικοδομηθεί η εικόνα παντοδυναμίας και κυριαρχίας του.
Κακά τα ψέματα:
Στην πολιτική έχει σημασία η ουσία, αλλά, αν δεν υπάρχει η σωστή επικοινωνία, αυτή χάνεται μέσα στον πολιτικό ανταγωνισμό και τα εδραιωμένα συστήματα. Κανείς δε θα πάει μακριά χωρίς σχέδιο, όραμα κι αποτέλεσμα.
Όπως δε θα πάει μακριά κι αν δεν καταφέρει να τα καλλιεργεί και να τα επικοινωνεί με σωστό και ξεκάθαρο τρόπο.
Στην πολιτική δεν έχει αξία μόνο να ανταποκρίνεσαι σε ανάγκες:
Οφείλεις και να καλλιεργείς ιδέες.
Να δημιουργείς ένα όραμα και την προοπτική υλοποίησής του.
Για τον Μητσοτακισμό, το ισοζύγιο επικοινωνίας- ουσίας είναι ετεροβαρές κι αυτό δεν αποτελεί είδηση: Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης ομολόγησε, έστω και κατά λάθος, σε μια συνέντευξή του ότι τον ενδιαφέρει η επικοινωνία κι όχι η ουσία. Αυτήν τη στρατηγική ακολούθησε για να εκλεγεί Πρωθυπουργός, με αυτήν εξακολουθεί να πορεύεται. Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει.
Στο πλαίσιο αυτού του επικοινωνιακού μπαράζ (που δεν αποτελεί παρά το γνωστό politainment, δηλαδή την υλοποίηση της πολιτικής με το επικοινωνιακό μίγμα που ακολουθείται στο χώρο του θεάματος) το επιτελείο του άρχισε -από πριν τις εκλογές του 2019- να εργαλειοποιεί συγκεκριμένες λέξεις κι έννοιες.
Η «ασφάλεια» (ως το αγγλοσαξονικό «security», δηλαδή συνδυασμένη με αστυνομοκρατούμενους, κατασταλτικούς και συντηρητικούς μηχανισμούς), η «ελευθερία», η «ελπίδα» ήταν κάποιες από αυτές. Έννοιες αφηρημένες, που, στην επικοινωνία χρησιμοποιούνται, τόσο επειδή είναι τέτοιες, όσο κι επειδή ο καθένας τις ντύνει με το δικό του, προσωπικό νόημα, οπότε, μέσα στην αοριστία μπορεί να χωρέσει και να δει τον εαυτό του.
Απ' αυτές τις έννοιες- συνθήματα, πάτησε, λόγω συγκυρίας, πάνω σε δύο:
Την ασφάλεια και την ελευθερία, κάνοντας τη δεύτερη ολόκληρη επιχείρηση.
Κι εδώ δημιουργείται το πρόβλημα:
Ότι προσπάθησε να ιδιοποιηθεί αυτές τις λέξεις, εκ των οποίων η μία αποτελεί επί της ουσίας θεμελιακή αξία.
Λόγω επικοινωνιακής υπεροπλίας το κατάφερε ως ένα βαθμό. Το σύνθημα «Μένουμε Ασφαλείς» κατάφερε σχετικά καλά να πείσει.Η αλήθεια είναι πως την κυβέρνηση την ευνόησε και η πορεία του πρώτου πανδημικού κύματος, το Μάρτη του 2020.
Την έννοια της ελευθερίας, όμως, την ευτέλισε.
Η ανάγκη για ελευθερία ήταν τεράστια, ειδικά μετά και τη δεύτερη καραντίνα.
Το όνομα «Επιχείρηση Ελευθερία» δεν επελέγη καθόλου τυχαία κι ούτε είναι τυχαίο ότι χρονικά συνέπεσε και με τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Μάλλον η κυβέρνηση και το επικοινωνιακό της επιτελείο λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο (την αναζοπύρωση της πανδημίας) και πόνταρε στην καλλιέργεια ενός κλίματος γενικής (εθνικής) ανάτασης.
Σαν σύνθημα, σαν όνομα, σαν λέξη -κλειδί, ταίριαζε σαν γάντι και ήταν τόσο βέβαιο θα επιλεγεί, όσο το ότι ο ήλιος βγαίνει απ' την ανατολή.
Το... δυστύχημα ήταν -και παραμένει- ότι οι δυνάμεις της Αντιπολίτευσης δε διεκδίκησαν την επανάκτηση και την αλλαγή της νοηματοδότησης του όρου.
Η «ελευθερία» ως έννοια έχει θετικό πρόσημο, δίνει ελπίδα και προοπτική.
Εν ολίγοις, αποτελεί μία λέξη, ένα σύνθημα με συναισθηματική φόρτιση, που, όσο αόριστη είναι, τόσο μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί στην εκάστοτε συγκυρία.
Παρ' όλα αυτά, οι αντιπολιτευτκές δυνάμεις εξακολουθούν να «χαρίζουν» στην κυβέρνηση Μητσοτάκη τις όμορφες, δυνατές έννοιες. Τον άφησαν κι αφήνουν να τις ευτελίζει και να τις γελοιοποιεί με τις παλινωδίες του (ποιος ακούει τώρα για «επιχείρηση ελευθερία»;) κι εκείνες μιλούν για αόριστα, ξύλινα μελλοντικά σχέδια και σχήματα μικρής συγκινησιακής δυναμικής.
Η έννοια της ελευθερίας θεωρείται -λανθασμένα- ένας όρος «απολιτίκ» και «φιλελεύθερος»: αποτελεί διαιρετική τομή μεταξύ των πολιτικών χώρων, ο καθένας από τους οποίους, όχι μόνο την αντιλαμβάνεται εντελώς διαφορετικά, αλλά και την ντύνει με άλλο περιεχόμενο και σχέδιο.
Η αδράνεια όλων των κομμάτων της Αντιπολίτευσης σ' αυτόν τον τομέα βοήθησε τη Νέα Δημοκρατία να συνδέσει την ελευθερία με την ίδια την περιστολή των ελευθεριών.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο επικοινωνιακό. Είναι και πολιτικό -και θα 'λεγε κανείς πως είναι κυρίως τέτοιο:
Σε μία εποχή όπου οι αρχές της εναλλακτικής Δεξιάς βρίσκουν συνεχώς καινούργιο έδαφος και που η πανδημία υπήρξε η θρυαλλίδα για την πυροδότηση κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια στην επανανοηματοδότηση των όρων ή στην ανάγκη επικαιροποίησης του περιεχομένου τους.
Την ώρα που η εναλλακτική Δεξιά στο δυτικό κόσμο προσπαθεί να περάσει ότι «υπάρχει ελευθερία στον περιορισμό», ότι «η πειθάρχηση είναι ελευθερία», την ώρα που στενεύει τα όρια της ελευθερίας και την μετατρέπει σε επιβράβευση για επίδειξη ατομικής ευθύνης, η ευθύνη των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων να πάρουν πίσω τον όρο είναι ιστορική.
Η Νέα Δημοκρατία, ακολουθώντας την πορεία όλης της εναλλακτικής Δεξιάς του δυτικού κόσμου, αυτό πρεσβεύει κι αυτό ευαγγελίζεται.
Το «αντίπαλον δέος» της έχει τεράστιο χρέος να μην το επιτρέψει.
Οφείλει να διεκδικήσει τον όρο, να τον μετουσιώσει σε πρόγραμμα, ιδέες, κουλτούρα, αισθητική, σχέδιο και να τα επικοινωνήσει στους πολίτες.
Τι είναι «Ελευθερία», λοιπόν;
Ένα περίκλειστο δωμάτιο, με τοίχους ολοένα να μας πλησιάζουν;
Ή ένα σύμπαν που συνεχώς διαστέλλεται, προσφέροντας πραγματική ανάσα και πραγματική εξέλιξη;
Είμαστε με έναν κόσμο που ολοένα και συστέλλεται με φοβικότητα και ψευδαίσθηση επιλογών ή με έναν κόσμο που διευρύνει συνεχώς τους ορίζοντες - τους δικούς του και τους δικούς μας;
Αυτό είναι το δίλημμα.
Ας το απαντήσουμε.
Η Φιλία Γεωργουδή είναι Πολιτική Επιστήμονας