Είναι γνωστό, ότι όλες οι αποφάσεις για την επιλογή του μείγματος οικονομικής πολιτικής διαχρονικά λαμβάνονται υπό συνθήκες αβεβαιότητας. Ο βαθμός δυσκολίας όμως διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Αυτός προκύπτει από την εκάστοτε αντικειμενική αποτύπωση της πραγματικότητας, που αποτελεί και τη βάση του όποιου σχεδιασμού ρυθμιστικών παρεμβάσεων στη λειτουργία της οικονομίας.
Εν αρχή όμως είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος. Και αυτός στην περίπτωση της χώρας μας δεν μπορεί να είναι άλλος από την όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάκτηση του Εθνικού μας Εισοδήματος στο ύψος του 2018 (242,5 δις Ευρώ) σε συνδυασμό με τη δραστική μείωση του δημοσίου χρέους σε επίπεδο αυτόνομης διαχείρισης, χωρίς την ανάγκη σύναψης ειδικών συμφωνιών, που συνεπάγονται πάντα και ειδικές δεσμεύσεις. Τότε και μόνο τότε θα έχουμε κλείσει με τα δεινά της defacto χρεοκοπίας και θα ανακτήσουμε το καθεστώς μιας κανονικής χώρας. Δυστυχώς, η μεγάλη εικόνα για τη χώρα μας απέχει πολύ από εκείνη που θα μας κατέτασσε μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, που και ικανοποιητικό παρόν έχουν και προοπτικές για ένα καλύτερο μέλλον στους πολίτες τους υπόσχονται.
Τι δείχνουν λοιπόν μερικά από τα σημαντικότερα επίσημα στοιχεία για την ελληνική οικονομία; Το ΑΕΠ για 13 ολόκληρα χρόνια (2008-2020) βυθίζεται, είναι στάσιμο ή αυξάνεται αναιμικά. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης βρίσκεται (2020) στο 206,3%, το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο. Ο πληθυσμός που απειλείται από το όριο της φτώχειας κοντά στο 30%, στις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Η απασχόληση ατόμων από 20-64 ετών ανέρχεται στο 61,1%, στην τελευταία θέση της ΕΕ.Η μέση παραγωγικότητα της εργασίας σε σχέση με τη βάση των 100 μονάδων της ΕΕ, κατρακύλησε από τις 87,2 το 2013 στις 69,7 το 2020.
Η αντίδραση της οικονομίας το 2021
Ταυτόχρονα όμως με τα μεγάλα και χρονίζοντα προβλήματα της οικονομίας, υπάρχουν και θετικά στοιχεία, τα οποία κάτω από προϋποθέσεις θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε καλύτερες μέρες. Αρχικά, όλα δείχνουν, ότι η χρονιά που πέρασε θα κλείσει με αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα. Χάρη κυρίως στη γενναία δημοσιονομική στήριξη εισοδημάτων και επιχειρήσεων, αλλά και στις επιδόσεις του τουριστικού τομέα, η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ το 2020 σε ποσοστό 9%, φαίνεται ότι με τις επιδόσεις του 2021, αλλά και με τη συμβολή ενός καλού τριμήνου του τρέχοντος έτους, θα καλυφθεί πλήρως. Επίσης, η εξασφάλιση της παροχής φτηνής ρευστότητας μέχρι το τέλος του 2023 από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσω της συνέχισης παροχής προστασίας για τα ελληνικά ομόλογα, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Ακόμη, σε ότι αφορά τη μεσοπρόθεσμη πλέον περίοδο, οι κεφαλαιακές εισροές από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και το νέο ΕΣΠΑ, θα έχουν σημαντική επίδραση στο σχηματισμό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας μας, αρκεί να ανταποκριθεί η δημόσια διοίκηση με πληρότητα και ταχύτητες ανάλογες των πιεστικών αναγκών, ο ιδιωτικός τομέας με ώριμες προτάσεις που να βελτιώνουν το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας καθώς και μια δικαιότερη διάχυση του αποτελέσματος στο κοινωνικό σύνολο. Τέλος, είναι εξίσου σημαντική η συντήρηση του μαξιλαριού ρευστότητας, που μαζί με τη ρύθμιση για την εξυπηρέτηση του χρέους, παρέχουν για τα επόμενα χρόνια μεγαλύτερη ασφάλεια και ευχέρεια στις επιλογές άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Τα αγκάθια της επόμενης μέρας
Παρά τις κατά τα άλλα ευνοϊκές προϋποθέσεις, μια σειρά από μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα βρίσκονται μπροστά μας, από δε την επιτυχή αντιμετώπισή τους εξαρτάται τόσο η πολυπόθητη βιώσιμη ανάπτυξη, όσο και η τρέχουσα οικονομική συγκυρία.
• Πανδημία: Χωρίς αμφιβολία η πορεία της νόσου αποτελεί την κυρίαρχη απειλή, η οποία συνεχίζει με εκατόμβες θανάτων να μας αποκαλύπτει καθημερινά την πιο αποτρόπαια εκδοχή της. Η αβεβαιότητα για την περαιτέρω εξέλιξη αυξάνει το φόβο και περιορίζει τις αισιόδοξες προσδοκίες των επενδυτών, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό αναβάλλουν τις αποφάσεις τους για αργότερα.
• Πληθωρισμός: Η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση και τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, εκτόξευσαν τις τιμές προς τα πάνω σε όλες τις χώρες, οι οποίες καταγράφουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Στη χώρα μας, με μια σχετική καθυστέρηση, ο πληθωρισμός το Δεκέμβριο εκτινάχθηκε στο 5,1%, ασκώντας αισθητή πίεση στα εισοδήματα των νοικοκυριών με χαμηλά ή και μεσαία εισοδήματα, στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας γενικότερα. Σε περίπτωση δε που το φαινόμενο δεν θα είναι παροδικό, όπως υποστηρίζεται κυρίως από θεσμικούς φορείς, αλλά θα έχει διάρκεια, τότε είναι επόμενο ,αλλά και δίκαιο, να ακολουθήσουν και αυξήσεις μισθών, αφού άλλωστε η χώρα μας είναι από τις ελάχιστες που δεν έχουν προχωρήσει ακόμη σε μια τέτοια κάλυψη των απωλειών της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε μια ανοδική περιδίνηση τιμών και μισθών με αρνητικές επιπτώσεις τόσο στα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων, όσο και στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τις εξαγωγές και την εν γένει αναπτυξιακή δυναμική.
• Αύξηση των επιτοκίων και κόστος χρήματος: Μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επιμένει στην πολιτική μηδενικών επιτοκίων για το επιτόκιο αναφοράς, συνεκτιμώντας πέραν της σταθερότητας των τιμών και ευρύτερους μακροοικονομικούς στόχους, κυρίως σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση των δανείων των υπερχρεωμένων χωρών, και καλώς πράττει, όμως οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να αυξάνουν τα επιτόκια ή έχουν προαναγγείλει με τις αποφάσεις τους την επικείμενη αύξησή τους. Έτσι, η αλλαγή σελίδας στην επιτοκιακή πολιτική, οδήγησε σε αυξήσεις των επιτοκίων στις διεθνείς αγορές, ήταν δε επόμενο ότι θα επηρέαζε και το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου. Στην τελευταία έκδοση 10ετούς ομολόγου το ελληνικό δημόσιο άντλησε 3 δις Ευρώ από τις αγορές με το επιτόκιο να εκτοξεύεται στο 1,84%, δηλαδή στο διπλάσιο εκείνου της έκδοσης του Ιουνίου που ανέρχονταν μόλις στο 0,88%. Αυτό σημαίνει, ότι οι αγορές προχωρούν σε διαφοροποίηση των κριτηρίων κοστολόγησης του ρίσκου, προδιαγράφοντας μια ανοδική τάση, η οποία είναι άγνωστο σε πιά επίπεδα θα μας οδηγήσει, τη στιγμή μάλιστα που η χώρα σχεδιάζει να αντλήσει μόνο για το 2022 περί τα 12 δις Ευρώ. Αργά ή γρήγορα, αν ο πληθωρισμός συνεχίζει μέσα στο 2022 να δείχνει το σκληρό του πρόσωπο (ήδη ανακοινώθηκε για τον Ιανουάριο στην Ευρωζώνη 5,1%), καθότι οι αιτίες που τον προκαλούν δείχνουν να είναι εκτός ελέγχου, τότε και η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκια αναφοράς, με ότι αυτό συνεπάγεται για το κόστος χρήματος όχι μόνο για τα κράτη αλλά και για τις επιχειρήσεις , οι οποίες σε μια συσταλτική πολιτική αντιδρούν με μείωση των επενδύσεων και αναβολή των επεκτατικών σχεδίων. Αποτέλεσμα θα είναι η επιβράδυνση της ανάπτυξης, ενώ δεν αποκλείεται ακόμη να καταγραφούν και φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού σε μερικές περιπτώσεις.
Επιπρόσθετα, σημαντικές προκλήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν το 2022 οι φορείς άσκησης οικονομικής στη χώρα μας σε τρία πεδία. Πρώτον, στις διαπραγματεύσεις για τις διαφαινόμενες αλλαγές του Δημοσιονομικού Συμφώνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου θα πρέπει να επιδιωχθεί η κατά το δυνατόν ευχερέστερη εξυπηρέτηση του υπέρογκου χρέους μας σε βάθος χρόνου καθώς και μια συμφωνία για τα πρωτογενή πλεονάσματα, που να μην υπερβαίνει το 2% κατ’ έτος. Δεύτερον, την εξασφάλιση της εξόδου από την ενισχυμένη εποπτεία, που επέβαλλαν οι δανειστές στη χώρα μας μετά την έξοδο από τα μνημόνια για προληπτικούς λόγους, οι οποίοι συνδέονταν με τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Και τρίτον, η προετοιμασία της χώρας, αλλά και τα απαιτούμενα αποτελέσματα από τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι κάτω από προϋποθέσεις θα κατατάξουν τη χώρα μας στην επενδυτική βαθμίδα την άνοιξη του 2023, μετά από 12 ολόκληρα χρόνια. Άς σημειωθεί, ότι ακόμη και αν πάνε όλα καλά, η Ελλάδα καθυστέρησε πολύ μετά από τη έξοδο από τα μνημόνια να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, σχεδόν 5 χρόνια, ενώ χώρες όπως η Κύπρος τα κατάφερε στα 3 χρόνια και η Πορτογαλία στα 3,5.Για να ευοδωθεί βέβαια η προσπάθεια, η χώρα θα πρέπει να έχει να επιδείξει στη διεθνή κοινότητα ότι διαθέτει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αποκλιμάκωση του χρέους της καθώς και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, που συμβάλλουν στη διατηρήσιμη ανάπτυξη.
(O Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς)