Στην σκιά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, κινείται η ελληνική οικονομία, τις τελευταίες ημέρες. Οι επιπτώσεις στον οικογενειακό προϋπολογισμό εργαζόμενων και μικρομεσαίων, είναι δραματικές και επιταχύνουν μια προϊούσα φτωχοποίηση, ή οποία είχε αρχίσει να συντελείται ήδη, πριν από την έναρξη του πολέμου.
Πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ελλάδα είχε το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη , πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι μισθοί, ήταν από τους χαμηλότερους, σε όλη την ΕΕ.
Η αγοραστική δύναμη των μισθών στη χώρα μας, έχει υποχωρήσει σε επίπεδα κάτω και από εκείνα χωρών, όπως η Ρουμανία, με αλυσιδωτές συνέπειες στην κατανάλωση, στον τζίρο των επιχειρήσεων αλλά και στους δείκτες ανεργίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, για το μήνα Ιανουάριο, η ανεργία στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat αυξήθηκε στο 13,3%, αναδεικνύοντας την χωρά μας, σε πρωταθλήτρια και πάλι, σε όλη την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ καταγράφουν τον Ιανουάριο, η Ελλάδα (13,3%), η Ισπανία (12,7%) και η Ιταλία (8,8%). Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας καταγράφουν η Πολωνία (2,8%) και η Γερμανία (3,1%). Στην Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας των νέων, αυξήθηκε στο 31,4% τον Ιανουάριο, από 28,7% το Δεκέμβριο του 2021. Μετά την Ελλάδα, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων στην ΕΕ, καταγράφει η Ισπανία με 29.4%. Σε ό,τι αφορά την ανεργία των νέων (κάτω των 25 ετών) το ποσοστό ανεργίας τον Ιανουάριο ήταν 14% στην ΕΕ και 13,9% στη ζώνη του ευρώ.
Η «ατολμία» της κυβέρνησης ως προς την αύξηση(2%) του κατωτάτου μισθού και οι οξείες πληθωριστικές πιέσεις, έχουν οδηγήσει σε απόγνωση τα λαϊκά νοικοκυριά. Η ακατανόητη επιλογή του Πρωθυπουργού, να παραπέμψει την όποια αύξηση, στην 1η Μαΐου του τρέχοντος έτους, την ώρα που οι ανατιμήσεις και η ακρίβεια έχουν εκτοξευθεί, δημιουργεί ερωτηματικά, κατά πόσο το Μαξίμου έχει επίγνωση, για το τι συμβαίνει ήδη, στην «τσέπη» των πολιτών.
Η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, προβλέπεται να ολοκληρωθεί στα μέσα Απριλίου, όμως οι εργοδοτικοί φορείς, ήδη έχουν δώσει «σήμα» προς την κυβέρνηση, για μια αύξηση που θα πρέπει να φτάσει από το 6%-7%, ώστε ο κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα 700 ευρώ. Βέβαια οι εργοδοτικοί φορείς, βάζουν στο τραπέζι και την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Στο πεδίο αυτό, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς μετά την μείωση (που παρατάθηκε και για το 2022) στις εισφορές υπέρ ΟΑΕΔ, δεν μένουν πολλά περιθώρια. Αν η κυβέρνηση αγγίξει τις ασφαλιστικές εισφορές, υπέρ κύριας και επικουρικής σύνταξης, θα πρέπει αναγκαστικά ,να αυξήσει την κρατική χρηματοδοτική δαπάνη για την στήριξη των συντάξεων, ώστε να αποφευχθούν μειώσεις.
Οι εργοδοτικοί φορείς (ΙΟΒΕ) την ώρα που οι εργαζόμενοι δέχονται ασύμμετρη επίθεση στα εισοδήματα τους, επανέρχονται στο θέμα της κατάργησης των τριετιών, παρότι το ΣτΕ δεν έκανε δεκτή την προσφυγή του ΣΕΒ. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση: «Ως προς τη δομή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, διαφαίνεται ότι ο απλοποιημένος ορισμός του ως μία "μοναδική αξία" αποτελεί τη συνηθέστερη ευρωπαϊκή πρακτική. Περαιτέρω προσαυξήσεις σε σχέση με προϋπηρεσία ή προσόντα και λοιπές μισθολογικές και μη μισθολογικές ρήτρες δύνανται να συμφωνούνται διμερώς μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε εθνικό, κλαδικό ή επιχειρησιακό επίπεδο».
Αν μια τέτοια άποψη γίνει δεκτή, τότε χιλιάδες εργαζόμενοι θα χάσουν εκατοντάδες ευρώ, σε μηνιαία βάση. Ουσιαστικά οι εργοδότες θέλουν να ισοσκελίσουν την «χασούρα» από την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού και να βγουν κερδισμένοι, από τις εξελίξεις. Αν κατορθώσουν να «κερδίσουν» την περικοπή των τριετιών και να φορτώσουν στο κράτος, την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, το κέρδος τους θα είναι μεγαλύτερο, από την αύξηση του κατώτατου μισθού, που δεν είναι οριζόντιο μέτρο και άλλωστε, δεν αφορά όλους τους εργαζόμενους.
Ένα βήμα πιο μπροστά από την κυβέρνηση είναι οι επιχειρήσεις του εμπορίου, όπως και οι επαγγελματοβιοτέχνες, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι ότι, η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα πέσει στην κατανάλωση, ζητούν οι ίδιοι να πληρώσουν αυξήσεις στους μισθούς, της τάξεως του 6%.
Έτσι το Ινστιτούτο της ΕΣΕΕ αναφέρει :«Πρέπει να υπάρξει σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού και το ποσοστό του πληθωρισμού θα πρέπει να αποτελέσει βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης».
Βεβαίως μια αύξηση του κατώτατου μισθού στα όρια του πληθωρισμού, δεν αποτελεί συνάμα και πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού, τουλάχιστον για όσο διάστημα οι τιμές, παραμένουν στα ύψη. Αν ο πληθωρισμός αποκτήσει δε πιο μόνιμα χαρακτηριστικά και η κρίση παραταθεί, τότε η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ουσιαστικά παραμένει αμετάβλητη.