Τα τελευταία 14 χρόνια η χώρα εισήλθε σε μια πρωτοφανή κρίση χρέους -συνακόλουθη των δίδυμων ελλειμμάτων- που οδήγησε στα διαδοχικά γνωστά μνημόνια ταχείας δημοσιονομικής προσαρμογής. Αντί μεταρρυθμίσεων κυρίως στο κράτος, στην Ελλάδα κυριάρχησαν αντιμεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Μόνο η χώρα μας για μια ολόκληρη δεκαετία παρέμεινε σε καθεστώς μνημονίων και τώρα εποπτείας, όταν οι χώρες που υπέστησαν τη βάσανο ανάλογων προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος) απεγκλωβίστηκαν μέσα σε μία διετία.
Και παραμένει η χώρα ακόμα σε εποπτεία διότι στην πανδημική κρίση, όχι μόνο η Εκτελεστική Εξουσία, αλλά η πλειονότητα του πολιτικού συστήματος και κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς επέδειξαν μια ανυπόφορη αντιφατικότητα προτάσεων αλλά και στάσεων που εκνεύρισαν, δίχασαν και αποπροσανατόλισαν, καθώς «εργαλειοποίησαν» ακόμα και αυτή την υγειονομική κρίση που αφορούσε σε όλη την ανθρωπότητα.
Με την πανδημική κρίση να βρίσκεται σε εξέλιξη με ό,τι αυτή έχει επιφέρει σε κοινωνία και οικονομία, και με έναν πόλεμο τις οικονομικές συνέπειες του οποίου δεν έχουμε δει ακόμα, οι εργαζόμενοι έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν και την ακρίβεια η οποία έχει υποβαθμίσει το βιοτικό τους επίπεδο. H κατάφωρη παραβίαση εδαφικής ακεραιότητας ενός κυρίαρχου και δημοκρατικού κράτους, η καταπάτηση του διεθνούς δικαίου και η σαφή απειλή για την ειρήνη και ασφάλεια στην Ευρώπη έχουν ως συνακόλουθη την αύξηση των τιμών στην ενέργεια, η οποία σε συνδυασμό με την κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων, οδηγούν σε υπέρογκες αυξήσεις τιμών προϊόντων, υπηρεσιών συμπιέζοντας τα διαθέσιμα εισοδήματα νοικοκυριών και ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών και ομάδων. Η ενεργειακή φτώχεια και ανισότητα έρχεται να προστεθεί στις επιβαρύνσεις των μη εχόντων και κατεχόντων. Η χώρα μας βρίσκεται στις υψηλότερες κλίμακες επιβαρύνσεων σε όλη την ΕΕ, με τις προτάσεις πολιτικής για το σήμερα και το αύριο να λείπουν. Καμία ουσιαστική πρόταση για την ενεργειακή δημοκρατία, για την αντιμετώπιση της φτώχειας και των ανισοτήτων.
Ασφαλώς και τα συνδικάτα δεν έχουν την αρμοδιότητα να υποβάλλουν προτάσεις επίλυσης όλων των προβλημάτων, κοινωνικών-οικονομικών και πολύ περισσότερο πολιτικών. Στα ζητήματα όμως που αφορούν στους μισθωτούς και τους ευάλωτους συμπολίτες μου, πάντα υποβάλλουμε καθαρές προτάσεις και να αναλαμβάνουμε και το κόστος για ό,τι θεωρηθεί υπερβολή ή υποχώρηση.
Τα βασικά «υλικά» λοιπόν που μπορούν να μας οδηγήσουν, την εποχή της επιταχυνόμενης ψηφιοποίησης, σε μια οικονομία εξωστρεφή, παραγωγό διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, είναι η ενίσχυση των διαθέσιμων εισοδημάτων στη μισθωτή εργασία με προεξάρχουσα την ενίσχυση του κατώτατου μισθού και η δημοκρατική επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και του Συλλογικού Δικαίου. Παρά τις αγωνιώδεις αναζητήσεις εργαζομένων και συνταξιούχων για λύσεις μέσω οικονομικής στήριξης, κάτι που επιβάλλεται άμεσα, η Κυβέρνηση δεν έχει δώσει καμία ουσιαστική απάντηση. Απάντηση επίσης δεν έχει δοθεί και για τη δημοκρατική επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός δείχνει εξαιρετικά ανακλαστικά «ορθοδοξίας» και με διάφορες φωνές μας λένε να μην ζητάμε αύξηση του κατώτατου μισθού ή στους μισθούς των κλαδικών συμβάσεων γιατί δεν αντέχουν οι επιχειρήσεις ή γιατί εκτινάσσεται το πληθωριστικό σπιράλ.
Κι όμως, οι επιχειρήσεις που δεν «αντέχουν» αύξηση του κατώτατου μισθού είναι πρωταθλήτριες στην εισφοροδιαφυγή-εισφοροαποφυγή, μαύρη, ανασφάλιστη, ψευδώς δηλωμένη και υποδηλωμένη εργασία. Είναι αυτές που ενισχύθηκαν στην περίοδο της πανδημίας γενναία έναντι των γλίσχρων ενισχύσεων των εργαζομένων, είναι οι επιχειρήσεις που ενώ δεν θέλουν αυξήσεις είναι αυτές που πρώτες αύξησαν τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών απελευθερώνοντας το σπιράλ του πληθωρισμού και είναι αυτές οι επιχειρήσεις που κατά τη διάρκεια των μνημονίων μετέτρεψαν τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε υπερκέρδη χωρίς επενδύσεις που θα έφερναν και απασχόληση.
Ενώ αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, στην Ισπανία στις αρχές του έτους ανακοινώθηκε η μεγαλύτερη Εθνική Κοινωνική Συμφωνία των τελευταίων 20 ετών, για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων (εδώ), σε μια προσπάθεια για ανάκαμψη και σαφή βελτίωση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Πρόκειται για επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας γιατί και στην Ισπανία (προκειμένου να αποφύγουν την υπαγωγή σε μνημόνια, αλλά και για άλλα που ανάγονται στα προβλήματα του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος) με νόμους απορύθμισαν το εργατικό συλλογικό δίκαιο, όπως στην Ελλάδα έγινε σε εφαρμογή του μνημονίου με την 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου το 2012.
Αν θέλουμε διόρθωση πορείας και όχι διόρθωση εκλογικών ποσοστών των κομμάτων, πρέπει να οδηγηθούμε σε μια Εθνική Κοινωνική και Αναπτυξιακή Συμφωνία, ένα Σύγχρονο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ υποχρεώσεων και δικαιωμάτων για όλους – και την πολιτική τάξη, τις επιχειρήσεις και την εργασία.
Το έχω ξαναγράψει. Αν δεν θέλουμε να το κάνουμε «αλά Ελληνικά»…ας το κάνουμε όπως οι Ισπανοί!! Να επαναπροσδιοριστεί δηλαδή η 6η Π.Υ.Σ. κατά τα ισπανικά πρότυπα, με απεριόριστη διάρκεια μετενέργειας των Συλλογικών Συμβάσεων, να υπερισχύουν οι κλαδικές των επιχειρησιακών συμβάσεων, να είναι καθολικής ισχύος και να επεκτείνονται με απλή απόφαση Υπουργού, να ρυθμιστούν τα χρονικά όρια των συμβάσεων, να επαναπροσδιοριστούν τα είδη συμβάσεων και να καταργηθούν οι συμβάσεις που αποκαλούνται «μηδενικές».
Τέλος, η πρωθυπουργική προεκλογική δέσμευση, για αύξηση διπλάσια της οικονομικής μεγέθυνσης για κάθε χρόνο, δεν επιτρέπεται μετεκλογικά να μην τηρείται. Ο κατώτατος μισθός επιβάλλεται να επανέλθει στα 751 ευρώ και μετά να προσδιορίζεται από τους παραδώσει τον προσδιορισμό του στην ΕΓΣΣΕ (δηλαδή ΓΣΕΕ και εργοδοτικές οργανώσεις), καθώς και η περίφημη «Επιτροπή Σοφών» και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρούν τη Συλλογική Σύμβαση ως την καλύτερη πρακτική.
Υ.Γ. Όποιος ενδιαφέρεται για τις αναλύσεις του Ινστιτούτου μας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) για την Ακρίβεια και τον προσδιορισμό του Κατώτατου Μισθού, μπορεί να ανατρέξει στα αντίστοιχα links.
(Ο Γιάννης Παναγόπουλος είναι πρόεδρος της ΓΣΕΕ)