Κρίση αυτοπεποίθησης. Αυτές οι δύο λέξεις περιγράφουν με ακρίβεια αυτό που αισθάνεται ο πρωθυπουργός.
Ο πολιτικός που είχε θέσει ως στόχο την αυτοδυναμία του κόμματος του στις δεύτερες εκλογές -για κάποιο διάστημα πίστευε ότι θα μπορούσε να πετύχει το στόχο ακόμη και στις πρώτες εκλογές που θα γίνουν με σύστημα απλής αναλογικής- τώρα φαίνεται να συμφιλιώνεται με την ιδέα ότι ούτε η ενισχυμένη αναλογική θα τον βοηθήσει να συνεχίσει να κυβερνά μόνος τους.
Σε λίγο κι αν δεν συμβεί κάτι θεαματικά θετικό για την κυβέρνηση του, θα τεθεί εν αμφιβόλω η βεβαιότητά του και η βεβαιότητα των στελεχών που τον πλαισιώνουν ότι θα τερματίσει πρώτη η Νέα Δημοκρατία στην κούρσα των εκλογών.
Οι δημοσκοπήσεις που τόσο υπολογίζει έχουν αρχίσει να του στέλνουν το μήνυμα. Οι πολίτες δυσφορούν με τις πολύ χαμηλές επιδόσεις που έχει η κυβέρνηση του σχεδόν σε όλα τα μέτωπα (πανδημία, ακρίβεια, πληθωρισμός, ελλείμματα, πορεία δημοσίων εσόδων, υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, κόκκινα δάνεια). Οι τάξεις των κοψοχέρηδων πυκνώνουν.
Οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που στο παρελθόν είχαν καταφέρει να πουλάνε τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες δυσκολεύονται να κάνουν τη δουλειά για την οποία χρυσοπληρώνονται. Στο εσωτερικό του κόμματος του έχουν αυξηθεί οι γκρίνιες. Οι χρηματοδότες της Νέας Δημοκρατίας προβληματίζονται και φλερτάρουν (για την ώρα διακριτικά) με την εκδοχή τεχνοκράτη πρωθυπουργού.
Οι δημοσιολόγοι που τον υποστήριζαν νυχθημερόν και δεν δίσταζαν να τον παρομοιάζουν με τον Μωυσή, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και με άλλα μεγάλα αναστήματα της αρχαίας και της πρόσφατης ιστορίας- ελληνικής και παγκόσμιας- σήμερα παρακολουθούν αμήχανοι την αδυναμία του να διαχειριστεί με στοιχειώδη επάρκεια τα προβλήματα στην οικονομία.
Οπότε ο κ. Μητσοτάκης προσγειώθηκε ανωμάλως στην πραγματικότητα και άφησε κατά μέρος τους μαξιμαλισμούς περί οκταετίας. Δεν απορρίπτει πια τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Ξέχασε αυτά που έλεγε για τα πλεονεκτήματα των αυτοδύναμων κυβερνήσεων, ξέχασε αυτά που έλεγε για την αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων συνεργασίας και εκών-άκων οδηγείται στην εκτίμηση ότι αν ο λαός προτιμήσει τις κυβερνήσεις συνεργασίας, ο ίδιος δεν θα έχει πρόβλημα γιατί αυτό που προέχει είναι η πολιτική σταθερότητα.
Προς τα πού κλίνει; Ποιο κόμμα θέλει για εταίρο ή για δεκανίκι; Προφανώς, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. Υπάρχει περίπτωση να συμπορευτούν; Ποτέ μη λες ποτέ. Στην Ελλάδα έχουμε δει όλους τους συνδυασμούς. Ακόμη και τους πιο απίθανους. Για παράδειγμα, κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ενιαίου Συνασπισμού, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητων Ελλήνων. Κυβέρνηση Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ έχουμε ξαναδεί.
Νομίζω πάντως πως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και οι περισσότεροι ψηφοφόροι του δεν νοσταλγούν εκείνη την περίοδο. Παρά λίγο να μείνουν εκτός Βουλής. Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι αμελητέο και δεν αποκλείεται να πιέσει για σύμπλευση με τη Ν.Δ. Στην περίπτωση αυτή θα δοκιμαστεί η ενότητα του κόμματος.
Πάντως αν ο κ. Ανδρουλάκης εννοεί αυτά που λέει, τότε πολύ δύσκολα θα επαναληφθεί το συγκεκριμένο μοντέλο. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ έχει δηλώσει ότι θα συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που θα έχει σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Στο πρόγραμμα της Ν.Δ δεν πρόκειται να βρει ίχνος σοσιαλδημοκρατίας, όπως την αντιλαμβάνεται ο κ. Ανδρουλάκης. Αντιθέτως χωρίς να χρειαστεί να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια θα ανακαλύψει πλούσιες δόσεις σοσιαλδημοκρατίας στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
(Ο Τάσος Παππάς είναι υπεύθυνος φύλλου Σαββατοκύριακου της «Εφημερίδας των Συντακτών»)