1.
Έχω την εντύπωση ότι καμιά χώρα στον κόσμο δεν επιθυμεί να προσφύγει για βοήθεια στο ΔΝΤ υπό τον άτεγκτο «τεχνοκρατικό» τρόπο που αντιμετωπίζει τις οικονομίες των χωρών. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύεται ότι μπορεί να υπάρξει «τεχνοκρατική λύση» δίχως την ύπαρξη θεωρητικού οικονομικού υποδείγματος που την υποβαστάζει, δεδομένου ότι στην οικονομική επιστήμη δεν υπάρχει ένα μόνο θεωρητικό υπόδειγμα , αλλά υπάρχουν περισσότερα του ενός, τα οποία αντιπαλεύουν για την κυριαρχία τους. Το ΔΝΤ αποτελεί βασικό πυλώνα άσκησης της οικονομικής πολιτικής που προέρχεται από το κυρίαρχο συγκυριακά ,οικονομικό υπόδειγμα. Ως γνωστό, το ΔΝΤ θέτει ως στόχο τη σταθεροποίηση συνολικά της οικονομίας μιας χώρας , δηλαδή της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής της σταθερότητας. Όπως αναφέρει το ίδιο το ΔΝΤ1 «the Fund provides Stand-By Arrangements to respond quickly to countries’ external financing needs, and to support policies designed to help them emerge from crisis and restore sustainable growth».
Αυτό στην ουσία μεταφράζεται στον καταρτισμό συνολικού οικονομικού προγράμματος στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα απαιτούμενα μέτρα, σύμφωνα με το θεωρητικό οικονομικό υπόδειγμα που ασπάζεται το ταμείο και το οποίο ,ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί το κυρίαρχο υπόδειγμα σε παγκόσμιο επίπεδο , προκειμένου να δοθεί δάνειο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας που έχει ανάγκη εξωτερικού δανεισμού. Είναι γνωστό, ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχει επικρατήσει η θεωρητική άποψη της νεοκλασικής σχολής είτε με τη μορφή του μονεταρισμού είτε με τη μορφή της Νέας Κλασικής Μακροοικονομίας. Τα μακροοικονομικά μέτρα λοιπόν που επιβάλλονται εδράζονται από τις αποφάνσεις της παραπάνω θεώρησης. Παράλληλα το ΔΝΤ, προχωρά ακόμη περισσότερο, απαιτώντας την εφαρμογή των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων , οι οποίες θα επιτρέψουν την οικονομία να λειτουργήσει με βάση τις αρχές του νεοκλασικού υποδείγματος.
Επομένως η πρώτη απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να είναι τεχνοκρατικός ένας οργανισμός ο οποίος αναλύει , σχεδιάζει και εφαρμόζει με βάση ένα θεωρητικό υπόδειγμα που σαφέστατα δεν μπορεί κανείς μα κανείς, να υποστηρίξει την αξιολογική του ουδετερότητα.
Βασικός στόχος – πρόκληση του ΔΝΤ, σήμερα, αποτελεί η επιτήρηση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης των 188 χωρών-μελών του. Πως μπορεί ένας οργανισμός να οργανώσει την επιτήρηση κάθε επιμέρους οικονομικού συμβάντος, γεγονότος , κατάστασης κτλ. που επηρεάζει την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα κάθε μιας από τις 188 χώρες του πλανήτη; Μόνο με μαγικό ή θεϊκό τρόπο μπορεί να συμβεί. Ακόμη και αν υπάρχει ένα γενικό πλαίσιο ανάλυσης οι εξαιρέσεις για κάθε χώρα είναι τόσο πολλές που υπερβαίνουν κατά πολύ το γενικό πλαίσιο με αποτέλεσμα να το καταργούν. Όμως δεν είναι μόνο η αδυναμία του ΔΝΤ να μπορεί να επιτηρήσει τις οικονομίες των επιμέρους χωρών. Είναι η αδυναμία του να επιτηρήσει τα μεγάλα γεγονότα που συμβαίνουν στην παγκόσμια οικονομία : την κρίση των ασιατικών χωρών , την κρίση των subprimeloans στις ΗΠΑ , την παγκόσμια κρίση του 2008, την κρίση χρέους στην Ελλάδα κτλ.
Υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις για αυτές τις αποτυχίες. Μεταξύ αυτών η ακόλουθη είναι ίσως η πλέον σημαντική. Η οικονομική επιστήμη δεν έχει ανακαλύψει τη μαγική συνταγή που εγγυάται γρήγορη και σταθερή οικονομική μεγέθυνση, χαμηλό πληθωρισμό, χρηματοοικονομική σταθερότητα και κοινωνική πρόοδο. Υπάρχει μια πρόκληση αναλυτικής μορφής, προκειμένου να ολοκληρωθεί η μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική ανάλυση σε θεωρητική βάση αλλά γίνεται αβάσταχτο βάρος εντός του ΔΝΤ, όπου υπάρχει συνεχής διαγκωνισμός μεταξύ μακροοικονομολόγων , χρηματοοικονομολόγων και λοιπών. Δεν είναι καθόλου εύκολο όλοι αυτοί οι υπάλληλοι να καταλάβουν πως λειτουργεί η οικονομία κάθε χώρας την οποία επισκέπτονται μια ή δύο φορές τον χρόνο. Έχουν έλλειψη εμπειρίας ουσιαστική για κάθε ξεχωριστή οικονομία την οποία , υποτίθεται, θέλουν να καθοδηγήσουν στην οικονομική μεγέθυνση και σταθερότητα. Το παράδειγμα του ελληνικού προγράμματος δείχνει καθαρά ότι δεν είχαν ιδέα πως λειτουργεί μια οικονομία εντός μια νομισματικής ζώνης.
2.
Το ΔΝΤ, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη, με απόφαση της Συνόδου Κορυφής των Αρχηγών των Ευρωπαϊκών χωρών την 25η Μαρτίου 2010, ως μέλος της τριμελούς τρόικας (τα άλλα δύο μέλη ήταν η ΕΕ και η ΕΚΤ). Ήταν ο βασικός συντάκτης του μνημονιακού προγράμματος που εφαρμόστηκε στην χώρα μας. Θυμίζω τη ρήση της Καγκελαρίου Μέρκελ ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει «τεχνογνωσία» για τέτοιου είδους προγράμματα… Η προσφορά οικονομικής βοήθειας, ύψους 110 δισ. ευρώ, από την Τρόικα, απαιτούσε την υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης, το οποίο επικυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο με το Νόμο 3845/2010 στις 6 Μαΐου 2010 .
Το ΔΝΤ εκτός από την «τεχνογνωσία» συνέβαλε και με 30,0 δις ευρώ στη συνολική χρηματοδότηση των 110 δις ευρώ του πρώτου μνημονίου. Από τα 30 δις ευρώ η Ελλάδα έκανε χρήση περίπου 28 δις ευρώ. Το ΔΝΤ δεν συμμετείχε στις υπόλοιπες χρηματοδοτήσεις προς την Ελλάδα με βάση τη Δεύτερη (109 δις ευρώ) και την Τρίτη (86 δις ευρώ) Μνημονιακή σύμβαση. Η ουσιαστική παρεμβατική του συμμετοχή στα δρώμενα στην Ελλάδα ήταν μέχρι το 2016 όταν δήλωσε τη διαφωνία του για τα απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα ως απαιτούμενη προϋπόθεση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους. Παρέμεινε όμως ως τεχνικός σύμβουλος. Το 2020 έκλεισε το γραφείο αντιπροσωπείας του στην Αθήνα, και πριν λίγες μέρες η Ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην πλήρη αποπληρωμή του υπολοίπου των δανείων που είχε λάβει, και τα οποία έληγαν το 2024. Tα δάνεια του ΔΝΤ, είχαν πολύ υψηλό επιτόκιο, περίπου 4,5%, και αυτός είναι ο λόγος που οδήγησε στην πρόωρη εξόφλησή τους με υποκατάσταση δάνειων κεφαλαίων με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο.
Η παρασχεθείσα βοήθεια συνοδεύτηκε από το γνωστό Μνημόνιο. Στο Μνημόνιο περιγράφονταν τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που έπρεπε να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση για να ενεργοποιηθεί η δανειακή σύμβαση των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το Μνημόνιο, ως γνωστόν, συνίσταται από ένα μακροοικονομικό πρόγραμμα προσαρμογής των έντονων δημοσιονομικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας, και από το λεγόμενο πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών, το οποίο αποσκοπεί να μεταβάλει τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τις αποφάνσεις της κυρίαρχης σήμερα οικονομικής θεωρίας η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, έχει θεσμοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ως πλαίσιο λειτουργίας της κοινής οικονομικής πολιτικής. Οι διαρθρωτικές αλλαγές διέπονται από τη λογική που επιδιώκει την «απελευθέρωση» της οικονομίας από τις κρατικές παρεμβάσεις και την αποκατάσταση της απρόσκοπτης λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα. Η κύρια προσπάθειά της κατευθύνεται στην πλευρά της προσφοράς βάσει του ότι αυτή είναι η καθοριστικής σημασίας πλευρά για την ανάπτυξη της παραγωγής.
3.
Το πρόγραμμα αυτό έθετε ορισμένους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους, οι οποίοι εν συντομία αναφέρονται στη συνέχεια .
i) Βραχυπρόθεσμοι στόχοι:
α) Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας.
β)Η άσκηση μιας δέσμης πολιτικών για τον Χρηματοπιστωτικό τομέα, ώστε να διατηρηθεί η σταθερότητα του συστήματος.
Σχετικά με το σημείο (α) σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Τα μέσα για να επιτευχθεί ο περιορισμός του δημόσιου ελλείμματος περιλάμβαναν δραστικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, αύξηση της φορολογίας και των αποκρατικοποιήσεων.
Η εφαρμογή του προγράμματος είχε τα ακόλουθα αποτελέσματα:
Μείωση του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος κατά 52 δισ. ευρώ ή κατά 23%, πτώση των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης κατά 6 δισ. ευρώ, μείωση των πρωτογενών δαπανών κατά 24,5 δις ευρώ, περικοπές κατά 19,13 δισ. ευρώ στους μισθούς του Δημοσίου, τις συντάξεις και τις κοινωνικές παροχές, και ταυτόχρονη αύξηση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ κατά 33,8%, στο 180,8% του ΑΕΠ, προκάλεσε η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων, την περίοδο 2010-2016.
Οι λόγοι αυτής της μη προβλεπόμενης εξέλιξης σε σχέση με το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν τα λανθασμένα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν με τα Μνημόνια, περιορίζοντας ,άνευ προηγουμένου τα εισοδήματα, την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Θα επανέλθω στη συνέχεια σε αυτό το σημείο.
Αναφορικά με το (β) σημείο σημειώνουμε ότι το κόστος ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος ανήλθε συνολικά σε 44,4 δις ευρώ το οποίο προστέθηκε στο δημόσιο χρέος. Την ανακεφαλαιοποίηση πλήρωσε ο ελληνικός λαός για να μην έχει τράπεζες επί της ουσίας.
Το μόνο θετικό αποτέλεσμα από την εφαρμογή των Μνημονίων ήταν η πλήρης εξαφάνιση του δημοσιονομικού ελλείμματος-μαμούθ του 15,1% του ΑΕΠ, το οποίο καταγράφηκε για το έτος 2009 και η μετατροπή του σε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2016 και σε υπερπλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ το 2017. Επίσης στα θετικά καταγράφεται και η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
ii) Μεσοπρόθεσμοι στόχοι:
H βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η αλλαγή της διάρθρωσης της οικονομίας προς ένα αναπτυξιακό μοντέλο στηριζόμενο περισσότερο στις επενδύσεις και στις εξαγωγές.
Για να δούμε την επιτυχία των στόχων του προγράμματος σε αναφορά με τους μακροπρόθεσμους στόχους θα πρέπει να απαντήσουμε στις παρακάτω ερωτήσεις:
1. Υπήρξε αλλαγή της ποσοστιαίας συμμετοχής των συνιστωσών του ΑΕΠ όπως ήταν στόχος του προγράμματος προσαρμογής; Δηλαδή αυξήθηκαν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές και μειώθηκε η κατανάλωση και οι εισαγωγές;
2. Η συσσώρευση κεφαλαίου διαφοροποιήθηκε ώστε να διαγράφεται αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος; Δηλαδή διαφοροποιήθηκαν οι επενδύσεις σε σχέση με το προηγούμενο υπόδειγμα; Κατευθύνθηκαν σε τομείς που ενσωματώνουν υψηλότερη τεχνολογία;
3. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας υποδηλώνει αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος;
Από τη μελέτη των στοιχείων δεν προκύπτει ότι η οικονομία κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση.
Συγκεκριμένα από τα στοιχεία προκύπτει ότι για το σημείο (1):
• Η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση παρά τη σημαντικότατη συρρίκνωση τους (ιδιωτική 2010 = 156,803 δις ευρώ , 2016= 121,737 δις ευρώ και δημόσια : 2010= 50,188 δις ευρώ , 2016= 35,239 δις ευρώ) διατήρησαν σχεδόν το ίδιο ποσοστό στο σχηματισμό του ΑΕΠ.
• Η συμμετοχή του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου (ΑΣΠΚ) μειώθηκε σημαντικά ως % του ΑΕΠ, (από 17,56% σε 11,7%) αλλά και σε απόλυτα νούμερα παρουσίασε σημαντικότατη πτώση (2010= 39,598 δις ευρώ , 2016= 20,458 δις ευρώ).
• Οι εισαγωγές παρά τη μείωσή τους ,σε όρους αξίας, (2010= 69,452 δις ευρώ, 2016= 54,317 δις ευρώ) αύξησαν την (αρνητική) συμμετοχή τους στον προσδιορισμό του ΑΕΠ.
• Η συμμετοχή των εξαγωγών αυξήθηκε αλλά συγχρόνως αυξήθηκαν σχετικά οι εξαγωγές και σε απόλυτα νούμερα (2010 =49,958 δις ευρώ, 2016 = 53,059 δις ευρώ).
Σύμφωνα με τα παραπάνω το κύριο βάρος της «προσαρμογής » το έφεραν οι επενδύσεις.Η κατάρρευση των επενδύσεων αποτελεί σαφή αρνητική εξέλιξη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί είναι ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής βελτιώνοντας τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και τις αντίστοιχες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών , προκάλεσε μεγάλη συρρίκνωση του βασικού αναπτυξιακού μοχλού της οικονομίας , των επενδύσεων, και επί της ουσίας άφησε ανεπηρέαστη τη δομή της ελληνικής οικονομίας όπως αυτή αντανακλάται στη συμμετοχή των συνιστωσών στο σχηματισμό του ΑΕΠ από τη μεριά της ζήτησης.
Η σχετική αύξηση των εξαγωγών εξηγείται από τα παρακάτω:
Είναι γνωστό ότι ο διακηρυγμένος στόχος, της πολιτικής «εσωτερικής υποτίμησης» ήταν η γενική μείωση των τιμών των εγχωρίων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των αντίστοιχων τιμών των ανταγωνιστριών χωρών, προκειμένου να μειωθεί το τεράστιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και να βρεθεί σε θέση σχετικής ισορροπίας.
Σύμφωνα με τη θεωρητική αντίληψη, με βάση την οποία ασκείται η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ως προς τις τιμές, οφείλεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο υψηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Επομένως χρειαζόταν η δραστική μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Τα μέσα που επιλέχθηκαν για τη μείωση του κόστους εργασίας και της συνεπαγόμενης μείωσης των τιμών , από τις ελληνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς δανειστές ήταν η πρωτοφανής μείωση των ονομαστικών και των πραγματικών μισθών, είτε απευθείας με διοικητικά μέσα , είτε μέσω της παρατεταμένης ύφεσης , είτε με τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Όμως, στη μεταποίηση, παρά την άσκηση αυτής της πολιτικής, οι τιμές δεν μειώθηκαν όπως προβλέπει η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης, ή μειώθηκαν σε μικρό βαθμό έναντι των δραματικών περικοπών των μισθών και του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη αύξηση του περιθωρίου κέρδους των μεταποιητικών επιχειρήσεων την περίοδο 2010-2016 (με βάση το κόστος εργασίας υπολογίζεται σε 55,6%).
Θα αναφέρω, μόνο, πως διαμορφώθηκαν, την περίοδο 2010-2016, ο δείκτης τιμών και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη μεταποίηση : η πτώση του δείκτη τιμών δεν υπερέβη το 3,0% , ενώ η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανήλθε σε 37,5% (η συνολική μείωση προήλθε κατά 21,8% από τη μείωση της τρέχουσας αμοιβής εργασίας και κατά 15,1% από την αύξηση της παραγωγικότητας βεβαίως σε συνθήκες μείωσης της απασχόλησης).
Επίσης, καμία αλλαγή δεν προκύπτει στην τομεακή κατανομή των επενδύσεων. Οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις) συρρικνώθηκαν σημαντικά την τελευταία δεκαετία από 21% του ΑΕΠ το 2006 σε 7% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές. Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης αυτής οφείλεται σε συρρίκνωση των επενδύσεων των νοικοκυριών (από 14% του ΑΕΠ το 2006 σε 2% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές), κυρίως για κατοικίες. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις παρουσίασαν μικρή μείωση, από 7% του ΑΕΠ το 2006 σε 5% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές, παραμένοντας ωστόσο σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα, αν ληφθεί υπόψη η τρομακτική μείωση του ΑΕΠ τη συγκεκριμένη περίοδο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2016 οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ αντιστοιχούσαν σε 12% του ονομαστικού ΑΕΠ. Παράλληλα, την τελευταία δεκαετία η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα συρρικνώθηκε ραγδαία από 34% του ΑΕΠ το 2006 σε 2% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές. Η μεγάλη αυτή μείωση προήλθε τόσο από τον περιορισμό της “εσωτερικής χρηματοδότησης” του ιδιωτικού τομέα από ιδίους πόρους (ακαθάριστη αποταμίευση) όσο και από την κατάρρευση της “εξωτερικής χρηματοδότησής” του από την εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η μείωση της χρηματοδότησης με τη μορφή δανείων, κυρίως από τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα, με την πιστωτική επέκταση να παρουσιάζει αρνητικό ρυθμό από το 2010.
Η συστηματική ανάλυση των εξελίξεων στην απασχόληση δεν γεννά αισιοδοξία. Η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται δεν έχουν χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε. Η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας δημιουργούνται σε κλάδους και επαγγέλματα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που απαιτούν μεσαία και χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες, όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι η χώρα, για να βγει με ασφάλεια από την κρίση, χρειάζεται να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες. Με άλλα λόγια, να δημιουργηθούν διαφορετικές θέσεις εργασίας από αυτές που δημιουργούνται. Στους κλάδους όπου δημιουργούνται νέες θέσεις οι περισσότερες είναι στα ξενοδοχεία – εστιατόρια και δευτερευόντως στο εμπόριο, στις επαγγελματικές και επιστημονικές δραστηριότητες, στη μεταποίηση, στην εκπαίδευση κ.α.
4.
Ερχόμαστε στο θέμα της αποτυχίας των προβλέψεων και συνεπώς στην αναποτελεσματικότητα του μνημονιακού προγράμματος που εκπόνησε το ΔΝΤ. Είναι εύκολο να αντιληφθούμε πόσο αναποτελεσματική είναι η ασκούμενη οικονομική πολιτική παρακολουθώντας τα μεγέθη του Πίνακα 1 όπου παρουσιάζονται οι προβλέψεις βασικών μακροοικονομικών μεγεθών και αντίστοιχα οι πραγματοποιήσεις.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Όμως η σαφέστερη ένδειξη για την αναποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής είναι τα πακέτα δανείων (βοήθειας) τα οποία έχουν δοθεί στην Ελλάδα αλλά και οι εκάστοτε δηλώσεις των εκπροσώπων των δανειστών οι οποίες ακολούθησαν(-ούν) μετά από κάθε απόφαση. Τον Μάιο του 2010 οι πιστωτές επισήμως δήλωναν ότι το πακέτο των 110 δισ. ευρώ ήταν αρκετό για την εκπλήρωση των στόχων του προγράμματος. Αυτό αποδείχτηκε λάθος. Έτσι προχώρησαν σε νέο πακέτο ύψους 109 δισ. ευρώ το Φεβρουάριο του 2012. Το προσχέδιο για την χορήγηση ήταν έτοιμο από τον Ιούλιο του 2011. Όμως η ισχυρότερη απόδειξη ότι το πρώτο μνημονιακό πρόγραμμα ήταν εντελώς λανθασμένο ήταν η διατυπωμένη άποψη ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδος ήταν βιώσιμο. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο Μνημόνιο, ουσιαστικά, θεωρούσε ότι η Ελλάδα αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας (liquidity). Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο τα παρεχόμενα δάνεια ήταν σχετικά βραχυπρόθεσμα και το επιτόκιό τους όχι ιδιαίτερα ευνοϊκό, ενώ δεν έγινε αναδιάρθρωση του χρέους. Κάτι που αναιρέθηκε μετά από δύο χρόνια από τους ίδιους με το λεγόμενο PSI.
1 International Monetary Fund. 2015c. “IMFStand-By Arrangement.” Factsheet. September. https://www.imf.org/external/np/exr/facts/sba.htm.
(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας)