Παρά την κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία μετά τον βομβαρδισμό της γέφυρας της Κριμαίας και τις μαζικές ρωσικές πυραυλικές επιδρομές, οι οποίες διανύουν τώρα την τρίτη ημέρα τους, η συζήτηση για την ανάγκη ειρηνευτικής διευθέτησης εντείνεται σε όλο τον κόσμο, καθώς αυτή η κλιμάκωση προσέδωσε επιπλέον επιχειρήματα.
Όλο και πιο συχνά στη Δύση, και όχι μόνο, ακούγονται εκκλήσεις για τον άμεσο τερματισμό του πολέμου μέσω ειρηνικών διαπραγματεύσεων, ώστε να αποφευχθεί η κλιμάκωση σε ένα νέο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού πολέμου, ο οποίος θα είναι καταστροφή του ανθρώπινου πολιτισμού.
Από τον Έλον Μασκ και τον Ντόναλντ Τραμπ, έως τον πρώην επιτελάρχη του αμερικανικού στρατού Μάρκ Μούλεν και τον Υπουργό Άμυνας της Ρουμανίας Βασίλε Ντίνκου η έκκληση είναι κοινή για τον τερματισμό των συγκρούσεων μέσω διαπραγμάτευσης για την αποφυγή ενός πυρηνικού πολέμου.
Στο αυτό πλαίσιο βρίσκεται και η προσπάθεια της Τουρκίας να μεσολαβήσει μεταξύ Πούτιν και Ζελένσκι ώστε να πραγματοποιηθεί μια συνάντηση κορυφής των δυο τους ή να συναντηθούν οι Δυτικοί ηγέτες με τον Ρώσο Πρόεδρο.
Όμως το Κίεβο εξακολουθεί να απορρίπτει επισήμως το ενδεχόμενο επιστροφής σε διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία πριν ηττηθεί στο πεδίο της μάχης.
«Αυτό που κάνουν τώρα [σ.σ. πυραυλικές επιθέσεις] είναι μια στρατηγική εξαναγκασμού των διαπραγματεύσεων με ρωσικούς όρους. Δεν θα υποταχθούμε, διότι η ύπαρξη της Ουκρανίας ως κράτος και ως έθνος εξαρτάται από τη νίκη μας. Για την Ουκρανία, η ειρήνη με ρωσικούς όρους είναι απαράδεκτη» δήλωσε ο επικεφαλής του Γραφείου του Ζελένσκι, Αντρέι Γέρμακ.
Ωστόσο, ο κύριος αποδέκτης των εκκλήσεων για ειρήνη δεν είναι οι ουκρανικές αρχές, αλλά οι δυτικοί ηγέτες, από τη βοήθεια των οποίων εξαρτάται πλήρως η Ουκρανία κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Μέχρι στιγμής, οι ηγέτες των ισχυρών ευρωπαϊκών και αμερικανικών κρατών δεν έχουν ανταποκριθεί στις εκκλήσεις για ειρήνη με τη Ρωσία και δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν το Κίεβο στην αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής.
Αλλά οι ανησυχίες για την απειλή της κλιμάκωσης και τις καταστροφικές συνέπειές της αυξάνονται στη Δύση και τις επόμενες ημέρες αναμένεται να υπάρξουν αρκετές εξελίξεις που θα δείξουν το βαθμό στον οποίο αυτά τα συναισθήματα αλλάζουν ή δεν αλλάζουν, τη θέση των δυτικών ηγετών.
«Τα πυραυλικά πλήγματα δεν είναι μόνο εκδίκηση για την Ουκρανία, αλλά και πρόσκληση προς τη Δύση να καθίσει η ίδια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αναγκάσει την Ουκρανία να το κάνει» σημειώνει ο πολιτικός επιστήμονας Βαντίμ Καράσεφ.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος θα υπάρξει τώρα μια παύση, αλλά θα πρέπει να παρακολουθούμε τις πράξεις των δυτικών συμμάχων και όχι τη ρητορική. «Δεν πιστεύω ότι η Δύση θα κλείσει τον ουρανό πάνω από την Ουκρανία, [ σ.σ. δηλαδή θα την προστατεύσει από τις επιθέσεις και τους βομβαρδισμούς της Ρωσίας]. Αυτό δεν έγινε στην αρχή του πολέμου και δεν θα γίνει ούτε τώρα. Κανείς στη Δύση δεν θέλει τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο».
Όμως οι εξελίξεις στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο θα επηρεαστούν λιγότερο ή περισσότερο από ορισμένα γεγονότα που θα λάβουν χώρα μακριά από την εμπόλεμη ζώνη.
Έτσι, στις 16 Οκτωβρίου πραγματοποιείται το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, όπου πιθανότατα θα παραμείνει για τρίτη θητεία ο σημερινός Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής του Επιτροπής Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος μοιράζεται, σε κάποια σημεία, κοινά οράματα για την παγκόσμια τάξη με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Στις 8 Νοεμβρίου θα διεξαχθούν οι ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο των ΗΠΑ, το αποτέλεσμα των οποίων θα καθορίσει τη «βιωσιμότητα» της κυβέρνησης του προέδρου Μπάιντεν για το Δημοκρατικό Κόμμα.
Ενώ τέλος, στις 15-16 Νοεμβρίου, οι ηγέτες της G-20 θα συναντηθούν στην Ινδονησία, όπου δεν πρέπει να αποκλείεται να συναντηθούν ο Μπάιντεν και ο Πούτιν, ενώ δεν αποκλείεται ο Ζελένσκι να θέλει ή να πιεστεί σε συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο.
Έτσι κι αλλιώς ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αναφερθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κατά τη διάρκεια αυτών των εκδηλώσεων, ανοίγοντας ενδεχομένως ένα παράθυρο ευκαιρίας, το οποίο η Τουρκία και άλλοι υποστηρικτές ενός πρόωρου τερματισμού του πολέμου θέλουν να εκμεταλλευτούν.
Βέβαια τα μάτια δεν είναι μόνο στραμμένα στο Πεκίνο, την Ουάσινγκτον και την Τζακάρτα.
Η έκτακτη σύνοδος των G7 που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη θα δείξει εν μέρη τις σκέψεις των ηγετών των επτά ισχυρότερων οικονομικά κρατών στον κόσμο. Ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι που μίλησε στην σύνοδο, ζήτησε περισσότερες κυρώσεις προς την Ρωσία και κανέναν διάλογο με τον Πούτιν.
Ένα δεύτερο γεγονός, ακόμη πιο σημαντικό από πρακτική άποψη, είναι η διήμερη σύνοδος των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ, η οποία αρχίζει την Τετάρτη 12 Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες, όπου θα παραστούν μεταξύ άλλων ο επικεφαλής του Πενταγώνου Λόιντ Όστιν και ο αρχηγός του επιτελείου Μάρκ Μίλεϊ.
Την Τετάρτη θα υπάρξει επίσης συνάντηση μεταξύ του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αστάνα όπου θα συζητήσουν την τουρκική πρόταση για συνάντηση των Προέδρων Ουκρανία και Ρωσίας, αλλά και μια συνάντηση των δυτικών ηγετών με τον Ρώσο Πρόεδρο στην Τουρκία.
Τέλος επίσης στις 12 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί συνεδρίαση της Ομάδας Επαφής για την Ουκρανία - υπό τη μορφή Ramstein - όπου θα ληφθούν αποφάσεις σχετικά με περαιτέρω παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία.
Το σημείο κλειδί εδώ είναι αν θα παραδοθούν οι πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς που ζητά εδώ και καιρό η Ουκρανία, αλλά μέχρι στιγμής η Ουάσινγκτον έχει αρνηθεί. Αυτοί οι πύραυλοι θα επιτρέψουν στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ουκρανίας να πλήξουν την Κριμαία ή βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος, μεταξύ άλλων και ως απάντηση στα πλήγματα κατά των υποδομών στην Ουκρανία.
Αυτή η προοπτική ήταν μέχρι τώρα ο κύριος αποτρεπτικός παράγοντας για τις ΗΠΑ να προμηθεύσουν τέτοιους πυραύλους στο Κίεβο. Διότι τα πλήγματα στο ρωσικό έδαφος θα απειλούσαν με πλήρη κλιμάκωση του πολέμου μέχρι και άμεση σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και των χωρών του ΝΑΤΟ, κάτι που η Ουάσιγκτον, όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα ο Λευκός Οίκος, δεν θέλει να επιτρέψει.
Τώρα αν οι ΗΠΑ, παρά τις αμφιβολίες, αποφασίσουν να παραδώσουν πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στην Ουκρανία θα δείξει ξεκάθαρα ότι η Δύση είναι έτοιμη να συνεχίσει να «αυξάνει το διακύβευμα» στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Ειδάλλως αν σκοπεύει να παραμείνει στο σημερινό επίπεδο και να περιορίσει την παράδοση των ήδη υποσχεθέντων συστημάτων αεράμυνας, τότε το παράθυρο για ειρηνευτικές συνομιλίες θα παραμείνει τουλάχιστον ανοιχτό.
(Ο Σπύρος Σιδέρης είναι δημοσιογράφος)