Η πρόσφατη απόρριψη -κατά τη διαδικασία συζήτησης του Αμυντικού Προϋπολογισμού του 2023 (NDAA) από τη Γερουσία των ΗΠΑ- των περιορισμών στην πώληση αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, τους οποίους επιδίωκε να θέσει η τροπολογία του γερουσιαστή Bob Menendez, φωτίζει σημαντικές πλευρές της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η χώρα μας, αλλά και αυτής που πρέπει να ακολουθήσει.
Η απόφαση της Γερουσίας εντός πλαισίου
Η τοποθέτηση του γερουσιαστή και προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας σε σχέση με τα επόμενα στάδια κατάρτισης του NDAA και την επιφύλαξή του να προβάλει βέτο, αλλά και οι πρωτοβουλίες μελών της ελληνικής διασποράς είναι ασφαλώς σημαντικές. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες συγκάλυψης ή δικαιολόγησης εντός Ελλάδας, η απόρριψη της τροπολογίας αποτελεί άλλη μια πάρα πολύ σοβαρή ένδειξη της αποτυχίας του δόγματος που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση στις σχέσεις της χώρας τόσο με την Τουρκία όσο και με τις ΗΠΑ.
Πρώτον, η συγκεκριμένη απόφαση της αμερικανικής Γερουσίας έρχεται σε μια περίοδο διαρκώς αυξανόμενης τουρκικής επιθετικότητας. Η οποία, μάλιστα, δεν αφορά μόνο το πεδίο της ρητορικής, αλλά συντελείται και έργω. Διπλωματικά, με κινήσεις όπως η υπογραφή των νέων παράνομων τουρκολιβυκών μνημονίων ή η αμφισβήτηση της κυριαρχίας και κατοικημένων νησιών με πρόσχημα την αποστρατιωτικοποίηση, αλλά και στρατιωτικά, με τις υπερπτήσεις και παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου να έχουν πυκνώσει σημαντικά καθ’ όλο το τελευταίο διάστημα. Δηλαδή, με defacto υφιστάμενη ήδη την παραβίαση των όρων που έθετε η απορριφθείσα τροπολογία. Είναι επομένως προφανές ότι η Τουρκία κάθε άλλο παρά τιμωρείται για τη μέχρι σήμερα στάση της.
Δεύτερον, δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Έρχεται να προστεθεί στη συνολική στάση που έχουν τηρήσει σήμερα οι παραδοσιακοί εταίροι της Ελλάδας τόσο στην ΕΕ όσο και στο ΝΑΤΟ. Μόνο τις τελευταίες μέρες, οι δηλώσεις που έγιναν από θεσμικούς εκπροσώπους των δύο οργανισμών ή εκπροσώπους δυτικών κυβερνήσεων, κατόπιν της κινητοποίησης της ελληνικής διπλωματίας ως απάντηση στα νέα τουρκολιβυκά μνημόνια, δεν έδωσαν κανένα ισχυρό μήνυμα στην Τουρκία. Εξάλλου της υπογραφής τους είχε προηγηθεί μόλις μία μέρα πριν η συνάντηση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ με τον διπλωματικό σύμβουλο του Τούρκου Προέδρου στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια στιγμή, ο Τούρκος πρόεδρος προσκλήθηκε και συμμετείχε -χωρίς όρους από την ελληνική πλευρά- στην πρόσφατη σύνοδο της νεότευκτης «Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας». Και βέβαια, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά τις παραχωρήσεις που απέσπασε η Τουρκία στα μνημόνια που υπέγραψε με τη Σουηδία και τη Φινλανδία με αντάλλαγμα την εισδοχή τους στο ΝΑΤΟ: άρση του εμπάργκο στην εξαγωγή όπλων, στήριξη της τουρκικής συμμετοχής στην Κοινή Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια και στο σχήμα της PESCO της ΕΕ, αλλά και σειρά άλλων θεμάτων, όπως π.χ. η έκδοση υπόπτων για τρομοκρατία, η άρση της στήριξης των κουρδικών οργανώσεων της Συρίας κ.ά.
Άλλωστε, η εν λόγω απόφαση της Γερουσίας είναι ενδεικτική όχι μόνο των διαθέσεων εντός αυτού τουκρίσιμου νομοθετικού σώματος, οι οποίες μάλιστα ενδέχεται να μεταβληθούν περαιτέρω ανάλογα με τη νέα σύνθεση του αμερικανικού Κογκρέσου, αλλά κυρίως της πολιτικής της ίδιας της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι μόλις τέσσερις μήνες πριν στη Μαδρίτη, η βοηθός υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, αρμόδια για ζητήματα Διεθνούς Ασφάλειας, Celeste Wallander, δήλωνε τη στήριξη της κυβέρνησης Biden στα εξοπλιστικά σχέδια της Τουρκίας, ενώ ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος μετά την εκεί σύνοδο του ΝΑΤΟ εξέφρασε τη στήριξή του στην πώληση F-16 στην Τουρκία.
Το ευρύτερο περιβάλλον
Πέραν των παραπάνω, οφείλει κανείς να δει εξάλλου και το ευρύτερο περιβάλλον.
Πρώτα απ’ όλα, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την οποία η τουρκική εξωτερική πολιτική αξιοποίησε από την αρχή ποικιλοτρόπως για να αναβαθμίσει τη θέση της. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η Τουρκία κατάφερε να καταστεί χώρα-ρυθμιστής, όπως για παράδειγμα η διαμεσολάβηση μεταξύ των εμπόλεμων και σε συνεργασία με τον ΟΗΕ, χάρη στην οποία επιτεύχθηκε η συμφωνία της Κωνσταντινούπολης για τη μεταφορά ουκρανικών και ρωσικών σιτηρών. Η Τουρκία ουδόλως διέκοψε, αλλά αναβάθμισε τις σχέσεις της με τη Ρωσία, αντίθετα προς το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών -κάτι που, εκτός των άλλων, έχει και επίπτωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και στο Κυπριακό. Αυτή η δύσκολη και εύθραυστη ισορροπία που επιχειρεί η Τουρκία δεν αποτελεί ασφαλώς μια στάση την οποία κάποιος θα πρότεινε να ακολουθήσει και η Ελλάδα -το αντίθετο. Αλλά μέχρι στιγμής τουλάχιστον και παρά τις επιμέρους αντιδράσεις, έχει πλεονεκτήματα για αυτήν. Μόλις λίγες μέρες μετά το ταξίδι του στην Πράγα αλλά και μετά την υποστήριξη που έλαβε από την αμερικανική πλευρά στο θέμα των F-16, όχι μόνο ο πρόεδρος Erdogan συνάντησε τον πρόεδρο Putin, αλλά ο τελευταίος κατέθεσε το σχέδιό του για μετατροπή της Τουρκίας σε ενεργειακό κόμβο μεταφοράς ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Αλλά και πέραν αυτού, το διεθνές περιβάλλον αφήνει σημαντικά περιθώρια στην τουρκική εξωτερική πολιτική, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, παρά τα μηνύματα που κατά καιρούς δέχεται για την ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Η σταδιακή μεταστροφή των προτεραιοτήτων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, αλλά και η γενικότερη ρευστοποίηση του διεθνούς σκηνικού περιόρισαν τις δυνατότητες -αλλά και την προθυμία- των «μεγάλων δυνάμεων» και συμμάχων της Ελλάδας να ελέγξουν, εντός ή εκτός εισαγωγικών, την Τουρκία. Εξάλλου, η Τουρκία γίνεται αντιληπτή από την αμερικανική διπλωματία όχι απλά ως ένα «αναγκαίο κακό» που πρέπει πάντως να κρατηθεί «εντός του δυτικού στρατοπέδου» για να μην προσδεθεί σε άλλες συμμαχίες, αλλά ως ένας εταίρος που «δίνει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να προβάλλουν την ισχύ τους στην περιοχή και να προασπίζουν την ανατολική και νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ», όπως δήλωσε τον Ιούλιο του 2021 η αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, κ. Nuland.
Ταυτόχρονα, οι ανωτέρω εξελίξεις δημιούργησαν ευκαιρίες ανάδυσης μεσαίας εμβέλειας περιφερειακών δυνάμεων και πραγματοποίησης τακτικών και στρατηγικών ελιγμών, τις οποίες η Τουρκία επιχειρεί να εκμεταλλευτεί προς όφελός της: βελτιώνει τις σχέσεις της με χώρες όπως το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, έχει ενεργό παρουσία στην Αφρική, ενώ επιχειρεί να παίξει ρόλο για τις σχέσεις της Δύσης με μεγάλο τμήμα της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου.
Και ορισμένες σκέψεις για την ελληνική στρατηγική
Αν το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι αυτό που περιγράφηκε παραπάνω, είναι σαφές ότι η στρατηγική που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση είναι καταδικασμένη να οδηγεί από ήττα σε ήττα, άλλοτε μικρότερη και άλλοτε μεγαλύτερη.
Η υπερβολική επένδυση στις εντυπώσεις περί δήθεν «διεθνούς απομόνωσης» της Τουρκίας -μέχρι του ορίου της επικοινωνιακής διαστρέβλωσης της πραγματικότητας- ακόμα κι αν βοηθάει τη διαμόρφωση θετικού κλίματος για την κυβέρνηση στο εσωτερικό, υπονομεύει την ικανότητά της να διαμορφώσει μια ρεαλιστική στρατηγική που να βασίζεται στα δεδομένα. Τα χειροκροτήματα του Κογκρέσου των ΗΠΑ και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη στις συνόδους κορυφής της ΕΕ είναι καλά και χρήσιμα, αλλά θα πρέπει να μεταφράζονται σε πράξεις. Και εκεί, η έλλειψη είναι εκκωφαντική: κυρώσεις όχι απλά δεν έχουν αποφασιστεί, αλλά δεν έχουν καν ζητηθεί.
Ταυτόχρονα, η σύγχυση μεταξύ του (αυτονόητου) δυτικού προσανατολισμού της χώρας με την μετατροπή της σε «πιστό και δεδομένο» σύμμαχο των ΗΠΑ έχει αρνητικές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα. Όχι μόνο στερεί κάθε διαπραγματευτική ισχύ από τη χώρα -κανείς δεν έχει λόγο να σπαταλήσει διπλωματικό κεφάλαιο για να εξασφαλίσει αυτό που ήδη έχει δεδομένο-, αλλά ματαιώνει το ρόλο που διαχρονικά έπαιζε η χώρα ως πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή και υπονομεύει τη δυνατότητά της να παίζει έναν πιο ενεργό ρόλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κυρίως, βασίζεται στην απολύτως εσφαλμένη εκτίμηση ότι η αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στους αμερικανικούς ή νατοϊκούς σχεδιασμούς θα οδηγήσει σε αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ στα ελληνοτουρκικά. Στην πραγματικότητα, το μόνο στο οποίο θα οδηγήσει είναι η επιδείνωση του ενδονατοϊκού ανταγωνισμού για το αν η Αλεξανδρούπολη είναι πιο σημαντική από τον Βόσπορο ή η Σούδα από το Incirlik, για το ποιος δικαιούται να συμμετέχει στα προγράμματα F-35 και F-16 και για το αν είναι πιο σημαντικά για την Ουκρανία τα ελληνικά άρματα μάχης ή τα τουρκικά drones, η κάθετη στάση απέναντι στην εισβολή ή η μεσολάβηση για τα σιτηρά.
Αντίστοιχα και ειδικότερα στο πεδίο των εξοπλισμών, είναι σαφές ότι η εξασφάλιση των αναγκαίων για την άμυνα της χώρας υποδομών είναι προϋπόθεση εκ των ουκ άνευ, όμως οι εξοπλισμοί δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη διπλωματία και -ακόμη σημαντικότερο- η πολυδιάστατη ενεργητική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε διπλωματία (αν όχι «παζάρι») των εξοπλισμών. Αν η λογική μιας ελεγχόμενης ισορροπίας των εξοπλισμών στις δύο πλευρές του Αιγαίου, όπως αποτυπωνόταν στο γνωστό δόγμα «επτά προς δέκα», είχε νόημα κατά την δεκαετία του 1970, οι σύγχρονες συνθήκες απαιτούν πολύ περισσότερα και ουσιαστικότερα. Δεν αρκεί να έχουμε πρόσβαση στην αγορά F-35 ως αντίβαρο στην πώληση F-16 στην Τουρκία. Μια νέα κούρσα εξοπλισμών είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, ειδικά με την προοπτική μιας οικονομικής κρίσης.
Επιπλέον, από την εμπειρία της πρόσφατης διαδικασίας στη Γερουσία προκύπτει και ένα χρήσιμο επιμέρους συμπέρασμα ως προς την τακτική: Χωρίς κανείς να αμφισβητεί τη σημασία ύπαρξης πολιτικών των οποίων οι θέσεις συμπλέουν είτε μόνιμα είτε συγκυριακά με τις ελληνικές επιδιώξεις σε θέσεις-κλειδιά στις ΗΠΑ, αυτό δεν είναι αρκετό. Το επιτυχημένο lobbying είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, δεν μπορεί να είναι όμως ούτε η κύρια ούτε βέβαια η μόνη. Πάντοτε -και πολύ περισσότερο σε μια περίοδο που το διεθνές πλαίσιο αναδιατάσσεται γρήγορα και, δυστυχώς, βίαια- διατηρεί και αναβαθμίζει τη θέση της και υπερασπίζεται αποτελεσματικά τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της όποια χώρα έχει διαμορφώσει τις στρατηγικές προϋποθέσεις και τις κατάλληλες σε βάθος συμμαχίες.
Τέλος, ο εγκλωβισμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε μια παρατεταμένη ένταση αποκλείει κάθε προοπτική αποκλιμάκωσης και ανεύρεσης θετικής διεξόδου προς τα εμπρός. Αν η ανάληψη έμπρακτων πρωτοβουλιών για την αποτελεσματική υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της χώρας είναι αυτονόητη, εξίσου αναγκαία είναι και η διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας ώστε να αποσοβούνται κρίσεις και κυρίως να διανοίγεται, έστω μεσο- και μακροπρόθεσμα, μια θετική προοπτική στις σχέσεις των δύο χωρών. Δεν αρκεί να έχουμε μια εξωτερική πολιτική που επιδιώκει να κερδίσει το blamegame με τον Τούρκο Πρόεδρο. Η απαίτηση σεβασμού του διεθνούς δικαίου είναι αδιαπραγμάτευτη και οι κόκκινες γραμμές της χώρας μας απολύτως σαφείς. Την ίδια όμως στιγμή θα πρέπει η ελληνική εξωτερική πολιτική να ξαναπιάσει το νήμα από προηγούμενες ιστορικές περιόδους, να αξιοποιήσει τις συμμαχίες της προκειμένου να πιεστεί η Τουρκία να γυρίσει στο τραπέζι του διαλόγου με ορίζοντα την προσφυγή στη Χάγη και να αναζητήσει τη θετική εκείνη ατζέντα που θα διαμορφώσει μια προοπτική βιώσιμης ειρηνικής συνύπαρξης στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
(Η Δανάη Κολτσίδα είναι μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, υπεύθυνη Διεθνών & Ευρωπαϊκών Υποθέσεων)