Η Λιζ Τρας, που παραιτήθηκε την Πέμπτη από πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου μετά από παραμονή 45 χαοτικών ημερών στο νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, θα γραφτεί στο βιβλίο της Βρετανικής Ιστορίας για δυο γεγονότα.
Πρώτον έγινε η 15η και τελευταία Πρωθυπουργός που διορίστηκε από την Βασίλισσα Ελισάβετ και δεύτερον είναι η Πρωθυπουργός της Βρετανίας με την μικρότερη θητεία, των 45 ημερών. Το προηγούμενο ρεκόρ κατείχε με 119 ημέρες ο Τζορτζ Κάνινγκ που πέθανε ενώ ήταν στην εξουσία το 1827.
Η Τρας που ήταν πρώην ακτιβίστρια των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και διαδήλωνε κατά της Μάργκαρετ Θάτσερ τη δεκαετία του 1980, έγινε ο θεματοφύλακας του Θατσερισμού για να ανέλθει στην εξουσία των Τόρις κερδίζοντας τις εσωκομματικές εκλογές τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Από υποστηρικτής της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ η Τρας, έγινε η αγαπημένη της δεξιάς πτέρυγας των Συντηρητικών που υποστήριξε το Brexit, καθώς μετατράπηκε σε σκληρή υπέρμαχος μετά το δημοψήφισμα που έθετε τέλος στην Ευρωπαϊκή πορεία της Βρετανίας.
Κατά τη διάρκεια των εκλογών για την ηγεσία αυτό το καλοκαίρι, η υπόσχεσή της να επιστρέψει στις θεμελιώδεις αξίες των Συντηρητικών - μείωση των φόρων και συρρίκνωση του κράτους - αποδείχθηκε ότι ήταν ακριβώς αυτό που ήθελαν να ακούσουν τα μέλη του κόμματος, τα οποία είχαν τον τελικό λόγο για το ποιος θα διαδεχθεί τον παραιτηθέντα Μπόρις Τζόνσον.
Ως Υπουργός Εξωτερικών η Λιζ Τρας παρέμεινε πιστή στον προκάτοχο της μέχρι το πικρό τέλος, καθώς πολλοί άλλοι υπουργοί τον εγκατέλειψαν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στην εσωκομματική εκλογική διαδικασία να κερδίσει την εύνοια των πιστών του Τζόνσον.
Επίσης οι οπαδοί των Συντηρητικών από τη βάση έβλεπαν στο πρόσωπό της Λιζ Τρας τις σταθερές, επίμονες και αποφασιστικές ιδιότητες που θαύμαζαν στη Μάργκαρετ Θάτσερ - μια εικόνα που η ίδια η Τρας προσπάθησε να καλλιεργήσει, χωρίς όμως να έχει τις ικανότητες της Σιδηράς Κυρίας, όπως αποδείχτηκε.
Όταν ο Μπόρις Τζόνσον ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί, προκάλεσε τις εσωκομματικές διαδικασίες για την ηγεσία του κόμματος μεταξύ των 357 βουλευτών του.
Οκτώ συντηρητικοί βουλευτές προτάθηκαν ως υποψήφιοι. Αλλά μια σειρά μυστικών ψηφοφοριών από τους συντηρητικούς βουλευτές μείωσε τον αριθμό αυτό σε δύο - τη Λιζ Τρας και τον πρώην καγκελάριο Ρίσι Σουνάκ.
Τα μέλη του κόμματος των Συντηρητικών που αποτελούνταν από 172.437 εκλογείς με δικαίωμα ψήφου επέλεξαν την τελικά την Τρας για ηγέτιδα των Τόρις και την Πρωθυπουργία. Το αποτέλεσμα των εκλογών ανακοινώθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου με την Τρας να κερδίζει 81.326 ψήφους έναντι 60.399 ψήφων για τον Σουνάκ.
Μπορεί να εκλεγεί νέος Πρωθυπουργός ή η Μεγάλη Βρετανία θα πάει σε πρόωρες εκλογές;
Οι γενικές εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο - όπου εκλέγονται και οι 650 βουλευτές στη Βουλή των Κοινοτήτων - πρέπει να διεξάγονται με διαφορά το πολύ πέντε ετών. Αν δεν προκηρυχθούν νωρίτερα, οι επόμενες εκλογές δεν πρόκειται να διεξαχθούν πριν από τον Ιανουάριο του 2025.
Αυτό αντιπροσωπεύει πέντε χρόνια από την ημέρα που συνεδρίασε για πρώτη φορά το σημερινό Κοινοβούλιο (17 Δεκεμβρίου 2019), συν το χρόνο που απαιτείται για μια προεκλογική εκστρατεία.
Η απόφαση για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών ανήκει συνήθως στον πρωθυπουργό. Ωστόσο, μέχρι πολύ πρόσφατα, αυτό δεν ίσχυε. Το 2011 ψηφίστηκε νόμος που αφαίρεσε την εξουσία του πρωθυπουργού να προκηρύξει πρόωρες εκλογές και αντ' αυτού παρέδωσε τον έλεγχο στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, πρόωρες εκλογές μπορούσαν να διεξαχθούν μόνο υπό ορισμένες συνθήκες - όπως αν συμφωνούσαν τα δύο τρίτα των βουλευτών.
Ωστόσο, μετά τη νίκη στις εκλογές του 2019, οι Συντηρητικοί εισήγαγαν έναν νέο νόμο - που ονομάζεται Νόμος περί διάλυσης και σύγκλησης του Κοινοβουλίου του 2022. Αυτό αποκατέστησε την παραδοσιακή εξουσία του πρωθυπουργού να προκηρύσσει εκλογές σε χρόνο της επιλογής του.
Εάν ένας πρωθυπουργός επιθυμεί πρόωρες εκλογές, πρέπει να υποβάλει «αίτημα» στον βασιλιά για τη διάλυση του Κοινοβουλίου, όπως είναι ο επίσημος όρος για το κλείσιμο του Κοινοβουλίου προκειμένου να διεξαχθούν εκλογές.
Μόλις προκηρυχθούν εκλογές, η ημέρα της ψηφοφορίας αναμένεται να πραγματοποιηθεί 25 ημέρες αργότερα.
Στο σημείο της διάλυσης, οι βουλευτές χάνουν την ιδιότητά τους και διεξάγουν εκστρατεία για επανεκλογή (εφόσον επιλέξουν να θέσουν εκ νέου υποψηφιότητα).
Η ύπαρξη ενός ακόμη νέου πρωθυπουργού δεν σημαίνει ότι υπάρχει υποχρέωση διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, τουλάχιστον από συνταγματική άποψη. Δύο φορές τον 20ό αιώνα υπήρξαν περιπτώσεις όπου ο πρωθυπουργός αντικαταστάθηκε δύο φορές χωρίς να προκηρυχθούν γενικές εκλογές.
Ο Στάνλεϊ Μπάλντουιν κέρδισε τις εκλογές του 1935 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Νέβιλ Τσάμπερλεν το 1937, ο οποίος με τη σειρά του παραιτήθηκε το 1940 για να αντικατασταθεί από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Αλλά αυτό έγινε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενώ διεξαγόταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και δεν έγιναν γενικές εκλογές μέχρι το 1945.
Επίσης, μετά τις εκλογές του 1900 υπήρξαν δύο αλλαγές πρωθυπουργών πριν από τις επόμενες εκλογές του 1906. Και υπήρξαν αρκετές ακόμη περιπτώσεις όπου οι νέοι πρωθυπουργοί δεν προκήρυξαν πρόωρες γενικές εκλογές για να ζητήσουν νέα εντολή.
Για παράδειγμα, όταν ο Γκόρντον Μπράουν ανέλαβε την πρωθυπουργία από τον πρωθυπουργό των Εργατικών Τόνι Μπλερ το 2007, δεν προκήρυξε πρόωρες εκλογές. Ο Μπόρις Τζόνσον έγινε πρωθυπουργός τον Ιούλιο του 2019, αλλά δεν προκήρυξε εκλογές μέχρι τον Δεκέμβριο. Η Τερέζα Μέι έγινε πρωθυπουργός το 2016, αλλά δεν προκήρυξε εκλογές μέχρι το 2017.
Φυσικά, θα υπάρξει μεγάλη πολιτική πίεση στον νέο πρωθυπουργό να προκηρύξει εκλογές, ιδίως καθώς η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται πολύ πίσω στις δημοσκοπήσεις.
Ένας πρωθυπουργός πρέπει να έχει την «εμπιστοσύνη» της Βουλής των Κοινοτήτων, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των βουλευτών. Μια πρόταση δυσπιστίας θα έβαζε στη διαδικασία τους βουλευτές όλων των κομμάτων να αποφασίσουν αν θέλουν να συνεχίσει η κυβέρνηση.
Εάν ο ηγέτης των Εργατικών Σερ Κιρ Στάρμερ κατέθετε μια τέτοια πρόταση, σύμφωνα με τον κανονισμό η κυβέρνηση θα πρέπει να παράσχει χρόνο για συζήτηση και ψηφοφορία. Για να περάσει, η πρόταση χρειάζεται μόνο μια ψήφο διαφορά στην ψηφοφορία υπέρ της πρότασης. Εάν η κυβέρνηση χάσει την ψηφοφορία, κανονικά θα προκηρυχθούν γενικές εκλογές.
Είναι επίσης πιθανό ο βασιλιάς να καλέσει κάποιον άλλον να σχηματίσει κυβέρνηση - κάποιον που θα μπορούσε να κερδίσει την ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Ωστόσο, για να περάσει μια πρόταση δυσπιστίας θα πρέπει οι Συντηρητικοί βουλευτές να καταψηφίσουν την ίδια τους την κυβέρνηση - κάτι που πολλοί θα ήταν πολύ απίθανο να κάνουν. Η τρέχουσα πλειοψηφία των Συντηρητικών είναι 71 έδρες.