Η ελληνική οικονομία παρουσίασε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στο α’ εξάμηνο του 2022.
Η ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δεν προήλθε ούτε από την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας ούτε από τις επενδύσεις, οι οποίες διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, κατά κύριο λόγο, ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης των εσόδων από τον τουρισμό.
Επιπρόσθετα, προήλθαν από την σημαντική αύξηση της κατανάλωσης. Πράγματι, στο πρώτο εξάμηνο του έτους, η κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν μεγαλύτερη από το διαθέσιμό τους εισόδημα. Αυτό εξηγείται από την ανάγκη τους να αναπληρώσουν τη χαμένη τους ευημερία μετά από δύο χρόνια πανδημίας και αποταμίευσης.
Τέλος, σε μικρότερο βαθμό, η ανάπτυξη βασίστηκε στα επιδόματα που η Κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να παράσχει στους Έλληνες πολίτες, λόγω των σημαντικά αυξημένων εσόδων από τον ΦΠΑ.
Είναι όμως η ανάπτυξη αυτού του είδους βιώσιμη και διατηρήσιμη;
Τα επιδόματα από μόνα τους δεν μπορούν να διασφαλίσουν μια βιώσιμη ανάπτυξη. Είναι επίσης αδύνατον να συνεχιστούν εσαεί.
Τα νοικοκυριά, λόγω κυρίως της ραγδαίας αύξησης των τιμών για στέγαση, διατροφή, ηλεκτρισμό και βενζίνη, έχουν ήδη ξεκινήσει να περιορίζουν την κατανάλωση. Οι επιπτώσεις της ακρίβειας είναι ήδη δραματικές για τους πολίτες. Ο κόσμος της εργασίας είναι σε δεινή θέση. Ομοίως οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Τέλος, λόγω της αναμενόμενης ύφεσης σε Ευρώπη και παγκοσμίως, είναι πολύ πιθανό να έχουμε μείωση των τουριστικών εσόδων.
Για να είναι λοιπόν η ανάπτυξη βιώσιμη, ισόρροπη, δίκαιη και ανθεκτική απαιτείται
- ένα νέο παραγωγικό και κοινωνικό σχέδιο ανοικοδόμησης της οικονομίας που θα είναι προϊόν ενός οργανωμένου κοινωνικού διαλόγου και μιας κοινωνικής –αναπτυξιακής, εθνικής συμφωνίας μεταξύ της Πολιτείας και των κοινωνικών εταίρων.
- η αύξηση των διεθνών και εγχώριων, μεγάλων αλλά και μικρών επενδύσεων. Αυτό σημαίνει αποτελεσματική αξιοποίηση των κονδυλίων τόσο του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας όσο και του ΕΣΠΑ, στην κατεύθυνση της υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων με υψηλή προστιθέμενη αξία για τη χώρα και με ουσιαστική συμβολή στην αύξηση της απασχόλησης. Ο χαμηλός όγκος καθώς και η διάρθρωση των επενδύσεων συνθέτουν μια δομική αδυναμία του αναπτυξιακού μας υποδείγματος.
Πρωτίστως όμως απαιτείται η σημαντική και ουσιαστική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών που έχουν υποστεί μια δραματική υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου.
Αυτό προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, μια γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού. ‘Όμως η αύξησή του από μόνη της δεν αρκεί, διότι καλύπτει μόνο το 25% περίπου των εργαζομένων της χώρας. Πρέπει η αύξηση αυτή να φτάσει σε όλους τους εργαζόμενους. Για αυτό το λόγο χρειάζεται, παράλληλα, ενίσχυση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων.
Σήμερα, οι συλλογικές συμβάσεις καλύπτουν μόνο το 24% των εργαζομένων. Στόχος πρέπει να είναι η κάλυψη τουλάχιστον του 80% των εργαζομένων της χώρας. Αυτός είναι άλλωστε και ο στόχος που έθεσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Χρειάζονται, ακόμα, μειώσεις στους συντελεστές ΦΠΑ βασικών αγαθών και υπηρεσιών και κατάλληλα μέτρα προστασίας του διαθέσιμου εισοδήματος από τις πληθωριστικές επιπτώσεις και τις κερδοσκοπικές τιμολογιακές πρακτικές.
Όμως, ουσιαστική ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών μπορεί κυρίως να επιτευχθεί μέσα από την αύξηση της πλήρους, βιώσιμης και ποιοτικής απασχόλησης. Σήμερα η χώρα μας διαθέτει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα, έναντι όλων των υπολοίπων οικονομιών της Ευρωζώνης.
Η βιώσιμη και αξιοπρεπής εργασία πρέπει να αποτελέσει τον κεντρικό στόχο της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής της χώρας.
Με το 30% των πολιτών να βρίσκονται κάτω από το όριο της εισοδηματικής φτώχειας, την απώλεια της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ να φτάνει έως και 40% λόγω της ραγδαίας αύξησης των τιμών (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Νοεμβρίου 2022), η σημαντική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών θα δώσει τη δυνατότητα στα χαμηλά στρώματα να «ανασάνουν» και στα μεσαία να αποφύγουν την φτωχοποίηση.
Έτσι μόνο θα μπορέσουν οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, οι μικρομεσαίοι και όλες οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες να ξεφύγουν από την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα και να έχουν την προσδοκία της βελτίωσης της οικονομικής τους θέσης. Την προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο και για μια πιο αξιοπρεπή ζωή τόσο για αυτούς όσο και για τις οικογένειές τους.
Οι παρεμβάσεις αυτές είναι αναγκαίες αφενός για την ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης στη χώρα μας και αφετέρου για την επίτευξη των στόχων της Ατζέντας 2030 του ΟΗΕ για μια βιώσιμη, συμπεριληπτικήκαι ανθρωποκεντρική ανάπτυξη.
Πρέπει να είναι η βασική προτεραιότητα της χώρας και η βασική διεκδίκηση των συνδικάτων και όλων των πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτό, στις 9 Νοέμβρη, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ έχουν προκηρύξει πανελλαδική, πανεργατική απεργία. Αυτή η απεργία δεν θα είναι μόνο μια απεργία των εργαζομένων. Θα είναι μια εκδήλωση διαμαρτυρίας όλης της κοινωνίας απέναντι στην ακρίβεια που υποβαθμίζει το βιοτικό επίπεδο, διευρύνει τις ανισότητες και οδηγεί σε μαζική φτωχοποίηση και απέναντι στις άδικες και αναποτελεσματικές πολιτικές της Κυβέρνησης. Θα είναι, ταυτόχρονα, η καθολική διεκδίκηση ενός διαφορετικού παραγωγικού και κοινωνικού σχεδίου ανοικοδόμησης της οικονομίας, με επίκεντρο την αναγκαία γενναία αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών και την προστασία της πλήρους, παραγωγικής, ποιοτικής και αξιοπρεπούς εργασίας.
Η επιτυχία της θα κρίνει, κατά πολύ, εάν συνολικά ως κοινωνία θα πετύχουμε τον στόχο της κοινωνικής ευημερίας και την προόδου ή θα συνεχίσουμε στην κατεύθυνση της διεύρυνσης των υφιστάμενων κοινωνικών ανισοτήτων.
(Ο Γιάννης Πούπκος είναι Οικονομολόγος, Γενικός Σύμβουλος ΓΣΕΕ, Μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ)