Tο κύμα ευρείας στήριξης των Ρεπουμπλικανών που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις για τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ δεν φαίνεται να επαληθεύεται, αντίθετα αυτό που έχουμε είναι μία σύνθετη εικόνα που αναμένεται να αποτυπωθεί και στις πολιτικές που θα προχωρήσουν ή θα μπλοκαριστούν το επόμενο διάστημα στο αμερικανικό Κογκρέσο.
Θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, να ενσωματωθούν όλες οι πολιτείες και να καταμετρηθούν όλες οι επιστολικές ψήφοι, ωστόσο το πρώτο κρίσιμο συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και αν κερδίσουν οι Ρεπουμπλικανοί, οι Δημοκρατικοί τα πήγαν πολύ καλύτερα από ό,τι αναμενόταν. Η έκβαση της μάχης για τον έλεγχο της Γερουσίας θα κρίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό και την πολιτική αποτίμηση αυτής της εκλογικής αναμέτρησης, με Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς να μάχονται σώμα με σώμα για τις 100 έδρες της Γερουσίας.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν φαίνεται ότι διαψεύδει τις εκτιμήσεις των δημοσκόπων, καθώς ναι μεν έχασε δυνάμεις, ωστόσο το «ρεύμα» που υποτίθεται ότι είχε ο Ντόναλντ Τραμπ δεν επαληθεύτηκε. Την ίδια στιγμή, ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ θα έχει να αντιμετωπίσει στην εσωκομματική μάχη των Ρεπουμπλικάνων τον 44χρονο Ρον ντε Σάντις, ο οποίος επανεκλέγεται στην Φλόριντα, ανεβαίνοντας σταθερά στις προτιμήσεις των δεξιών ψηφοφόρων με μία ατζέντα πιο σκληρή από εκείνη του Τραμπ σε μείζονα ζητήματα, όπως η απαγόρευση των αμβλώσεων, η περιθωριοποίηση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και η εξαιρετικά «χαλαρή» έως ανεύθυνη στάση στο ζήτημα της πανδημίας του κορονοϊού.
Από την πλευρά των Δημοκρατικών, ο Τζον Φέτερμαν κέρδισε τη «μητέρα των μαχών» στις κάλπες της 8ης Νοεμβρίου, καθώς επικράτησε του προβεβλημένου από τον Τραμπ Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Μεχμέτ Οζ για τη θέση του γερουσιαστή της Πενσιλβάνια, μίας πολιτείας-κλειδί και για τις προεδρικές εκλογές. Η επικράτησή του έχει μεγάλη πολιτική σημασία καθώς, πέρα από την μάχη για τον έλεγχο της Γερουσίας, ο Φέτερμαν ενίσχυσε τις δυνάμεις των Δημοκρατικών σε μία πολιτεία όπου κυριαρχεί η εργατική τάξη, κρίνοντας δύο φορές το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών: το 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ νίκησε τη Χίλαρι Κλίντον με 44.000 ψήφους διαφορά (0,72%) και το 2020 ο Τζο Μπάιντεν επικράτησε με 80.000 ψήφους διαφορά (1,17%). Τώρα ο Φέτερμαν πήρε 160.000 ψήφους περισσότερες από τον Οζ (διαφορά 2,18%) και αυτό ίσως αποτελεί προμήνυμα για τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών αποτελεί προμήνυμα για τις προεδρικές εκλογές, αλλά διαμορφώνει και κάποιες τάσεις στα δύο κόμματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη διοίκηση Μπάιντεν είναι η συντηρητικοποίηση των πολιτικών του και η εγκατάλειψη προοδευτικών πολιτικών για τις οποίες πιέζουν ο Μπέρνι Σάντερς, η Οκάσιο-Κόρτεζ και συνολικά αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Τα χαρακτηριστικά και οι προτιμήσεις στο εκλογικό σώμα στα δύο κόμματα φαίνεται να αλλάζουν άρδην, κάτι που αποτυπώθηκε πρώτα στις προεδρικές εκλογές του 2020 και διατηρείται και στις ενδιάμεσες εκλογές. Τότε, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε καταφέρει να εισπράξει απρόσμενα υψηλά, σχεδόν πλειοψηφικά ποσοστά μεταξύ των ισπανοφώνων, των Ασιατών και των μουσουλμάνων ψηφοφόρων, με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να εργάζεται έκτοτε εντατικά για την διεύρυνση της απήχησής του σε αυτές τις κατηγορίες ψηφοφόρων. Αντίθετα, οι Δημοκρατικοί από τις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 και μετά, κερδίζουν ψήφους σε περιοχές με υψηλότερο εισόδημα και εκπαιδευτικό επίπεδο, ενώ χάνουν αφροαμερικανούς ψηφοφόρους ασχέτως εκπαιδευτικού επιπέδου.
Επίσης, ενώ η ατζέντα των Ρεπουμπλικανών σε ζητήματα αξιών και δικαιωμάτων γίνεται όλο και πιο οπισθοδρομική, σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης εμφανίζεται πρόθυμο να το παραβλέψει για χάρη μιας μεγαλύτερης οικονομικής ασφάλειας, με ένα κρίσιμο ποσοστό να νοσταλγεί τις ημέρες Τραμπ, παραβλέποντας τα πεπραγμένα του πρώην προέδρου στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, όπου ως κυριότερη κληρονομιά προβάλλει η θέσπιση φοροαπαλλαγών για τα πολύ μεγάλα εισοδήματα. Πρόκειται για αξιοσημείωτο «κατόρθωμα» των Δημοκρατικών ότι έχουν πείσει μεγάλα στρώματα μη προνομιούχων που βρίσκονταν θεωρητικά εγγύτερά τους να στηρίζουν πλέον τους Ρεπουμπλικάνους και να αγνοούν τις πολιτικές και τη ρητορική τους για αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους.
Στις ενδιάμεσες εκλογές η παραπάνω τάση αποτυπώθηκε σε μεγάλο βαθμό, ενώ πρέπει να παρακολουθήσουμε και τις επιλογές που θα κάνει το Δημοκρατικό κόμμα στις επόμενες προεδρικές εκλογές: αν θα κατέβει δηλαδή ο Μπάιντεν για την επανεκλογή του ή αν το κόμμα θα διεκδικήσει τη νίκη με άλλον υποψήφιο που να μπορεί να κοντράρει είτε τον Τραμπ είτε κάποιον άλλο υποψήφιο, όπως τον ντε Σάντις, που έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο και διεκδικεί και την ψήφο νεότερων ηλιακιακά ομάδων.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αττικής)