Στις 12 Ιουλίου 1999, το Υπουργείο Αθλητισμού της Γαλλίας και η Γαλλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (FFF), υπέγραψαν μία συμφωνία, βάσει της οποίας αποφάσισαν τη θεσμοθέτηση του «Ταμείου FernandSastre». Σκοπός του Ταμείου ήταν να αξιοποιηθούν τα έσοδα από τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1998, το οποίο είχε μεγάλη οργανωτική και οικονομική επιτυχία.
Βάσει αυτής της συμφωνίας, η διαχείριση των πόρων του ταμείου (που ήταν τα κέρδη του Μουντιάλ)θα γινόταν από 15μελη επιτροπή, αποτελούμενη από έξι εκπροσώπους του Κράτους, επτά της Ομοσπονδίας και ένα μέλος της Γαλλικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Πρόεδρος της ορίστηκε να είναι ο εκάστοτε Υπουργός Αθλητισμού. Επειδή οι αγώνες του Μουντιάλ φιλοξενήθηκαν σε γήπεδα δέκα διαφορετικών πόλεων, ανατέθηκε συμβουλευτικός ρόλος στους εκπροσώπους των Δημοτικών Αρχών αυτών των πόλεων. Σκοπός του «Ταμείου FernandSastre»ήταν και παραμένει η χρηματοδότηση προγραμμάτων σχετικών με το ποδόσφαιρο. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2002 χρηματοδοτήθηκαν πάνω από 2035 προγράμματα και θα δόθηκαν σχεδόν 44,2 εκ. Ευρώ.
Στην εξέλιξή του, το Ταμείο αυτό οδήγησε στο «Σπίτι του Γαλλικού Ποδοσφαίρου», δηλαδή σε ένα υπερσύγχρονο αθλητικό Κέντρου που προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, σε ποδοσφαιριστές, προπονητές, γυμναστές, καθηγητές φυσικής αγωγής, διαιτητές, αλλά και διοικητικά στελέχη.
Το κέντρο αυτό στεγάζεται σε μία τεράστια έκταση, που περιλαμβάνει επτά γήπεδα ποδοσφαίρου με φυσικό χορτάρι, δύο με πλαστικό, δύο κλειστά γήπεδα για ποδόσφαιρο σάλας, δέκα υπερσύγχρονες αίθουσες διασκέψεων χωρητικότητας από δέκα έως εξήντα άτομα και μία συνεδριακή αίθουσα εκατό ογδόντα θέσεων, με πλήρη εξοπλισμό. Επίσης, έχει ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις διακοσίων δωματίων (εκ των οποίων 110 είναι πολυτελή), εστιατόρια βραβευμένα με τρία αστέρια Μισελέν. Και ακόμα, το «Σπίτι του Γαλλικού Ποδοσφαίρου» διαθέτει ένα υπερσύγχρονο ιατρικό κέντρο, που έχει αναγνωριστεί, ως ένα από τα καλύτερα στον κόσμο, από τη ΦΙΦΑ και που προσφέρει ιατρικές υπηρεσίες για κάθε είδους τραυματισμό, καθώς και για αποθεραπεία και μετατραυματική αποκατάσταση.
Μετά από όλα αυτά, εύκολα εξηγείται, πώς η Εθνική Ομάδα της Γαλλίας, ήδη Πρωταθλήτρια Κόσμου το 1998, κατέκτησε ένα ακόμα Παγκόσμιο Κύπελλο, το 2018, και πρωταγωνιστεί συστηματικά σε όλα τις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις για όλες τις ηλικίες. Οι Γάλλοι εκτός από μία Εθνική Ομάδα, που θεωρείται υπερδύναμη, διαθέτουν, πλέον μία βιομηχανία παραγωγής μεγάλων ποδοσφαιριστών, που διακρίνονται στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.
Το μάθημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 αποτέλεσαν, για τη χώρα μας, ένα μεγάλο εθνικό στόχο. Πρόβαλλαν σε ολόκληρο τον κόσμο τα επιτεύγματα της ελληνικής κοινωνίας, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τις αξίες του Ολυμπισμού και όχι μόνο. Έδωσαν στην Παγκόσμια Κοινότητα την ευκαιρία να επανασυστηθεί με τον Ελληνικό Πολιτισμό και τον κλασικό και το σύγχρονο. Έδωσαν μία νέα ώθηση στο Ολυμπιακό Κίνημα.
Ο Ελληνικός Λαός στήριξε με την ψυχή, το σώμα του, αλλά και την… τσέπη του το εγχείρημα. Ακόμα και εκείνοι που ανήκαν σε πολιτικούς χώρους που είχαν εκφράσει επιφυλάξεις ή αντιτάχθηκαν στη διοργάνωση, συμμετείχαν, συνεργάστηκαν ή έστω δεν προέβαλαν αντιστάσεις, ούτε κατά την προετοιμασία, ούτε κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης. Στις δεκαπέντε ημέρες που διήρκεσε η διοργάνωση αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό Κράτος είναι ικανό να λειτουργήσει σε πολύ υψηλό επίπεδο, οργανωμένα, προσφέροντας ποιοτικές και σύγχρονες υπηρεσίες. Επιπλέον αναδείχθηκε μία γενιά στελεχών, που ήδη από πριν είχε και γνώσεις και εμπειρία, αλλά χάρη στους Αγώνες εξελίχθηκε και βελτίωσε την τεχνογνωσία της. Πολλοί Έλληνες δούλεψαν ως στελέχη στις οργανωτικές επιτροπές άλλων μεγάλων διοργανώσεων του εξωτερικού.
Φυσικά, υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά… Είναι δεδομένο, ότι ποτέ δεν υπήρξε ένα εθνικό σχέδιο για την αξιοποίηση των Αγώνων, στη χώρα μας. Οι αθλητικές εγκαταστάσεις έμειναν ανεκμετάλλευτες και οι περισσότερες από αυτές, ερήμωσαν. Οι περισσότεροι Έλληνες αθλητές αγάπησαν τον αθλητισμό, επειδή, ως παιδιά έζησαν την ατμόσφαιρα των αγώνων. Όταν έγιναν Πρωταθλητές, δεν είχαν καν χώρους για να προπονηθούν, αφού οι εγαταστάσεις εγκαταλείφθηκαν. Φυσικά, δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το κόστος των Αγώνων ήταν τόσο μεγάλο, που επιτάχυνε την πτώχευση του Ελληνικού Κράτους, που ακολούθησε.
Το γαλλικό και το ελληνικό παράδειγμα αποδεικνύουν ότι η ανάληψη της διοργάνωσης μεγάλων αθλητικών γεγονότων μπορούν να φέρουν σημαντικά οφέλη, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποτελέσουν μέρος ενός σοβαρού, οργανωμένου εθνικού σχεδιασμού που θα αφορά την προετοιμασία, τη διοργάνωση, αλλά και την περίοδο που ακολουθεί. Εθνικό σχέδιο σημαίνει, προφανώς, συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων. Της αθλητικής κοινότητας, της τοπικής κοινωνίας που θα εμπλακεί, των φορέων που θα κληθούν να συμβάλουν.
Μουντιάλ στην Ελλάδα;
Η ελληνική κοινή γνώμη πληροφορήθηκε από το διεθνή Τύπο ότι έχουν γίνει επαφές της Ελληνικής Κυβέρνησης με την Κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου, για υποβολή κοινής υποψηφιότητας της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2030. Οι (ανεπίσημες) πληροφορίες αναφέρουν ότι η χώρα μας θα φιλοξενήσει αγώνες σε δύο γήπεδα. Λέγεται μάλιστα, ότι οι Σαουδάραβες προτίθενται να κατασκευάσουν και να δωρίσουν τα γήπεδα αυτά στην Ελλάδα. Μάλιστα, τον περασμένο Οκτώβριο, ο β' αντιπρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου, Μάνος Σταραμόπουλος, κατά τη διάρκεια του 9ου Διεθνούς Συνεδρίου του ΠΣΑΤ, στην Αρχαία Ολυμπία, είχε πει πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δώσει ήδη το «πράσινο φως» στο διάδοχο του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, Μπιν Σαλμάν, ο οποίος μάλιστα έχει δηλώσει ότι η χώρα του είναι διατεθειμένη να αναλάβει το συνολικό κόστος της… «επένδυσης».
Προφανώς, η συνδιοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο εγείρει και άλλα ερωτηματικά. Η δηλωμένη πρόθεση του Σαουδάραβα ηγέτη να επενδύσει στην Ελλάδα και η… ευγενική διάθεσή του να δωρίσει δύο γήπεδα, μπορεί να ακούγεται ωραία σε μεγάλο μέρος της φίλαθλης γνώμης, αλλά και σε πολλούς “opinionleaders” (ή εμφανιζόμενους ως τέτοιους), αλλά δεν πείθει ότι θα αφήσει ως παρακαταθήκη κάτι χρήσιμο. Άλλωστε, το ελληνικό ποδόσφαιρο εμφανίζει τέτοιες παθογένειες, που το τελευταίο που του λείπει είναι δύο γήπεδα.
Δεν είναι της παρούσης να εξετάσει κανείς εάν και κατά πόσο συμφέρει την Ελλάδα να εμφανιστεί ως σύμμαχος με μία χώρα που δε φημίζεται για τις καλές σχέσεις της με τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου. Κατά πόσο θα τιμήσει την Ελλάδα να ευνοήσει περαιτέρω την εισροή αραβικών κεφαλαίων στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο… Καθένας μπορεί να κρίνει ανάλογα με τις ιδέες και τις ευαισθησίες του, σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων…
Η ανάγκη μιας διαφορετικής προσέγγισης
Εκείνο ωστόσο, που αυτό το βήμα θα ήταν σκόπιμο να τονιστεί είναι ότι υπάρχει μία ανάγκη διαφορετικής προσέγγισης, σε θέματα που αφορούν τη διοργάνωση αθλητικών διοργανώσεων στη χώρα μας. Κάθε φορά που αποφασίζεται η φιλοξενία ενός αθλητικού γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας, δεν αρκεί η απόφαση της Κεντρικής Διοίκησης και μάλιστα, υπό το μανδύα του «Επιτελικού Κράτους», όπως έχει διαμορφωθεί. Η προετοιμασία για ένα τέτοιο «event» ξεφεύγει από το χρονικό πλαίσιο της τετραετούς θητείας μιας κυβέρνησης και δεσμεύει και τις επόμενες κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από τις κομματικές αποχρώσεις τους. Επομένως, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα αποφάσεων που λαμβάνονται εν κρυπτώ και χωρίς ευρείες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις.
Και κάτι ακόμα… Εκτός από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα Μουντιάλ Ποδοσφαίρου, υπάρχουν πολλές σημαντικές διοργανώσεις, σε σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά αθλήματα, που μπορούν να φιλοξενηθούν στη χώρα μας και να αφήσουν σημαντική κληρονομιά. Για παράδειγμα, από την Ελλάδα έχει λείψει ο Στίβος και η Κολύμβηση υψηλού επιπέδου (ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο πρωτάθλημα). Όπως επίσης, έχουν λείψει διοργανώσεις σε λιγότερο σημαντικά αθλήματα (όχι απαραίτητα ανδρών), που θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν στην Περιφέρεια και να δώσουν την ευκαιρία προβολής μίας πόλης και περαιτέρω ανάπτυξης.
Κάποτε στην Ελλάδα υπήρχαν πόλεις της περιφέρειας όπου οι τοπικές ομάδες πρωταγωνιστούσαν στα εθνικά πρωταθλήματα συγκεκριμένων αθλημάτων. Για παράδειγμα η το βόλεϊ στην Ορεστιάδα ή το χάντμπολ στη Βέροια ήταν σημεία αναφοράς, για τις τοπικές κοινωνίες. Η ανάληψη μίας διεθνούς διοργάνωσης σε επίπεδο εφήβων – νεανίδων μπορεί να αποτελέσει μία καλή ευκαιρία προβολής τέτοιων πόλεων ή να παρακινήσει νέα παιδιά να ασχοληθούν με συγκεκριμένα αθλήματα. Η γειτονική Τουρκία δουλεύει συστηματικά και αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό τέτοιου είδους διοργανώσεις.
Τα ελληνικά κόμματα, ιδίως εκείνα που χαρακτηρίζονται ως «κόμματα εξουσίας» δεν έχουν εξετάσει καν το ενδεχόμενο να διαμορφώσουν και να εντάξουν στο πρόγραμμά τους ένα συνολικό σχεδιασμό, που θα ξαναβάλει την Ελλάδα στο χάρτη των χωρών που θα αναλαμβάνουν μεγάλες ή μικρές αθλητικές διοργανώσεις. Άλλωστε, ο αθλητισμός, δε δείχνει να αποτελεί αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού για αυτά.
Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, το αθλητικό κίνημα παλεύει μόνο του να ξεπεράσει τις πληγές της οικονομικής κρίσης, του covid και της έλλειψης στοιχειώδους οργάνωσης. Στις προτεραιότητες όλων των πτερύγων του πολιτικού φάσματος υπάρχει μόνο ο έλεγχος των ομοσπονδιών και η ευκαιριακή προβολή μικροκομματικών συμφερόντων.
Έτσι, όμως, αντί να αξιοποιήσουμε δημιουργικά τα οφέλη, που αναμφισβήτητα μπορούμε να αποκομίσουμε από τον αθλητισμό και τις αθλητικές διοργανώσεις, κινδυνεύουμε να γίνουμε πλυντήριο οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ
Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών CIES – FIFA)