Οι μεταμορφώσεις του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας υπό την προεδρία του Κυριάκου Μητσοτάκη και του ίδιου προσωπικά ήδη από την προεκλογική εκστρατεία για τις εσωκομματικές εκλογές του κόμματος το 2015 είναι σημαντικές και έχουν επίπτωση στο παρόν και το μέλλον της χώρας. Βασική παράμετρος αυτών των μεταμορφώσεων έχει υπάρξει η μετατόπιση του κέντρου βαρύτητας από τη συζήτηση περί της πολιτικής στην επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής και των πολιτικών που εφαρμόζει αυτή η κυβέρνηση και η επικοινωνιακή διαχείριση της κριτικής της επί των πολιτικών της προηγούμενης κυβέρνησης. Καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές της 21ης Μαΐου, είναι δεδομένο ότι αυτή η στρατηγική θα εντείνεται και θα επεκτείνεται.
Η πολιτική επικοινωνία αποκτά παγκοσμίως ολοένα και περισσότερη σημασία για τα κόμματα. Στην ελληνική περίπτωση πλέον τα όρια ανάμεσα στην πολιτική επικοινωνία και την προπαγάνδα γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα στην καλύτερη περίπτωση. Αν θέλουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα χωρίς «να χαϊδεύομε αυτιά», οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι πλέον ταυτίζονται. Η διακυβέρνηση του συντηρητικού κόμματος από το 2019 προσφέρει πολλές περιπτώσεις στις οποίες αυτό μπορεί να εντοπιστεί και αναλυθεί: από τη διαχείριση της κρίσης στα ελληνο-τουρκικά σύνορα τον Μάρτιο του 2019 μέχρι τη διαχείριση της πανδημίας της COVID-19 και από τη διαχείριση του σκανδάλου των τιμών στην ενέργεια και της ανόδου του πληθωρισμού μέχρι τη διαχείριση του σκανδάλου των υποκλοπών. Ασφαλώς, η προεκλογική περίοδος δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση αλλά είναι αυτή ακριβώς στην οποία επιβεβαιώνεται η μετατροπή της πολιτικής επικοινωνίας σε προπαγάνδα από το συντηρητικό κυβερνών κόμμα και σημαντική μερίδα των δημοσιογράφων.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Εδώ θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε δύο μόνο. Το πρώτο είναι η συνέντευξη της κυρίας Ειρήνης Αγαπηδάκη στην εκπομπή «Συνδέσεις» της ΕΡΤ και στον κύριο Κώστα Παπαχλιμίντζο και την κυρία Χριστίνα Βίδου. Το δεύτερο είναι η κοστολόγηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ).
Στις «Συνδέσεις», η κυρία Αγαπηδάκη λέει πολλά που αξίζει να αναλυθούν διεξοδικά. Εδώ θα αναφερθώ μόνο σε δύο από αυτά και συγκεκριμένα στη χρήση της προσωπικής της ιστορίας προκειμένου να υποστηρίξει ότι είναι ο προσωπικός μας κόπος που οδηγεί στην όποια επιτυχία και στο πρόγραμμα περί προληπτικών μαστογραφιών για γυναίκες άνω των 50 ετών γνωστό και ως «πρόγραμμα Φώφη Γεννηματά».
Η κυρία Αγαπηδάκη χρησιμοποιεί σε μεγάλο μέρος της συνέντευξής της (όλη η συνέντευξη εδώ) την προσωπική της ιστορία—που εν πολλοίς συνοψίζεται στο μοτίβο ότι προέρχεται από φτωχή οικογένεια, έχει «ξεκινήσει από πολύ χαμηλά», όπως λέει η ίδια, και έφτασε να είναι επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας της ΝΔ—προκειμένου να υποστηρίξει ότι τα κατάφερε «χάρη στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης που έχουμε όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα [και άνθρωποι όπως εκείνη] μπόρεσαν να σπουδάσουν, να σταδιοδρομήσουν». Παρουσιάζει το σχολείο ως βασική διέξοδο «για να αλλάξουν κοινωνικό επίπεδο και να τα καταφέρουν στη ζωή» παιδιά όπως η ίδια. Προφανώς, εδώ η κυρία Αγαπηδάκη αναφέρεται στο σχολείο ως μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας (και μάλλον αυτό εννοεί όταν λέει να αλλάξουν «κοινωνικό επίπεδο» το οποίο δεν ευσταθεί από μόνο του νοηματικά). Η συζήτηση από τον/τη δημοσιογράφο της εκπομπής κατευθύνεται εδώ στην ενασχόληση της κυρίας Αγαπηδάκη με την πολιτική και στον προσωπικό της πολιτικό προσανατολισμό και δεν τίθενται τα εξής δύο κρίσιμα ερωτήματα:
1. αν όντως αυτή είναι η προσωπική σας πορεία («το προσωπικό μου βίωμα», όπως επίμονα επαναλαμβάνει η ίδια), τότε πώς είναι δυνατόν να στηρίζει την πολιτική αυτής της κυβέρνησης που ψήφισε τον περιβόητο νόμο Κεραμεώς/Χρυσοχοΐδη; Διότι βασική στόχευση αυτού του νόμου είναι ακριβώς να σταματήσει το σχολείο να λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα μέσω των πολλαπλών μηχανισμών αποκλεισμού από την ανώτατη εκπαίδευση και μέσω του αυξανόμενου κόστους που καλούνται οι οικογένειες να καταβάλουν σε ολοένα και περισσότερα ιδιαίτερα μαθήματα; Πρόκειται για ένα νόμο που επιδιώκει ακριβώς να εμποδίσει αυτή τη διαδικασία της κοινωνικής κινητικότητας.
2. η ίδια η κυρία Αγαπηδάκη, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, έλαβα το πτυχίο της μετά από 9 χρόνια. Οι λόγοι δεν μας αφορούν. Όμως, είναι απορίας άξιο γιατί οι δημοσιογράφοι δεν τη ρώτησαν για την πρόβλεψη του ίδιου νόμου περί ν+2 έτη σπουδών, καθώς αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι, αν η κυρία Αγαπηδάκη φοιτούσε τώρα που είναι σε ισχύ ο νόμος, η ίδια δεν θα είχε αποφοιτήσει ποτέ, διότι θα είχε διαγραφεί από το μητρώο του τμήματος λόγω υπέρβασης του ορίου των ν+2 ετών φοίτησης. Άρα δεν θα είχε και την υπόλοιπη προσωπική διαδρομή για την οποία είναι τόσο περήφανη αλλά αυτό που πολιτικά και κοινωνικά ενδιαφέρει είναι ότι εν τέλει η προσωπική της διαδρομή, δηλαδή η προσωπική προσπάθεια και κόπος του καθενός και της καθεμίας δεν είναι αυτά που εξασφαλίζουν την «επιτυχία». Διότι προφανώς χρειάζεται και προσωπική προσπάθεια και κόπος αλλά χρειάζεται κάτι ακόμα και αυτό παρέχεται από μια οργανωμένη πολιτεία που φροντίζει να διασφαλίζει όσο περισσότερο γίνεται ότι οι φτωχοί και μη προνομιούχοι άνθρωποι θα έχουν την υποστήριξη που χρειάζονται σε αυτή τους την προσπάθεια. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που εφαρμόζει η συντηρητική κυβέρνηση της ΝΔ.
Το δεύτερο παράδειγμα δεν είναι μόνο ένα εξαιρετικό παράδειγμα της πολιτικής επικοινωνίας αλλά και της δημοσιογραφίας ως προπαγάνδας. Είναι την ίδια στιγμή και ένα ακραίο παράδειγμα πολιτικής χυδαιότητας. Η κυρία Αγαπηδάκη μιλά με τόνο σχεδόν θριαμβευτικό για το πρόγραμμα «Φώφη Γεννηματά». Για όσες και όσους δεν γνωρίζουν, το πρόγραμμα αυτό προβλέπει προληπτική μαστογραφία για τις γυναίκες άνω των 49 ετών και ανά δύο έτη. Το είχε αναγγείλει με εξίσου θριαμβευτικό ύφος ο κύριος Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή. ΗΦώφη Γεννηματά που τότε ήταν ακόμα εν ζωή σε μια συγκλονιστική ομιλία στη βουλή είχε εξηγήσει πως «45 γυναίκες βουλευτές το 2016 στείλαμε μία επιστολή στον τότε αρμόδιο υπουργό υγείας και του ζητήσαμε να καλυφθεί η ψηφιακή μαστογραφία γιατί είναι πολύ σημαντική για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού και επειδή η σχετική τεχνολογία ήταν σχετικά πρόσφατη ο ΕΟΠΥΥ δεν την κάλυψε. Πράγματι, προς τιμήν του, ο κ. Ξανθός ανταποκρίθηκε.» (εδώ όλη η ομιλία της) Αξίζει δε να σημειώσουμε ότι αυτή η ρύθμιση κάλυπτε γυναίκες άνω των 40 ετών, ενώ το πρόγραμμα της ΝΔ καλύπτει γυναίκες των 49 και 50 ετών, δηλαδή ουσιαστικά η ΝΔ πανηγυρίζει για ένα πρόγραμμα που όχι μόνο προϋπήρχε και δεν το εισήγαγε αυτή αλλά επιπλέον μειώνει τις ωφελούμενες στη δική της εκδοχή.
Τίποτα από όλα αυτά δεν επισημάνθηκε στην κυρία Αγαπηδάκη ούτε ρωτήθηκε για τον λόγο για τον οποίο το ηλικιακό όριο των γυναικών που καλύπτονται από αυτή τη δράση ανέβηκε για 10 χρόνια αφήνοντας εκτός προληπτικής φροντίδας χιλιάδες γυναίκες.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την κοστολόγηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από το ΓΛΚ όπως ισχυρίστηκε αρχικά η ΝΔ μέσω του κυρίου Άκη Σκέρτσου. Αποδείχθηκε ότι το ΓΛΚ δεν έχει καμία σχέση με αυτό το έγγραφο το οποίο, αντιθέτως, προέρχεται από τον λογαριασμό του κυρίου Αλέξη Πατέλη στο Twitter, του γνωστού συμβούλου του ΠΘ επί των οικονομικών που είχε εν ολίγοις χαρακτηρίσει τους/τις κατόχους διδακτορικών τεμπέληδες—εξαιρουμένης προφανώς της κυρίας Αγαπηδάκη που με την προσωπική της προσπάθεια απέδειξε ότι δεν είναι τεμπέλα. Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο κύριος Σκέρτσος υιοθετεί την ίδια ρητορική με την κυρία Αγαπηδάκη περί καταγωγής από φτωχή οικογένεια, φοίτησης σε δημόσιο σχολείο και δημόσιο πανεπιστήμιο (αποκρύπτοντας τις σπουδές στο Political Management and Lobbying από το Πανεπιστήμιο George Washington των ΗΠΑ) και προσωπικής προσπάθειας που φέρνει την επιτυχία χωρίς κανέναν αντίλογο από τον δημοσιογράφο ούτε σε αυτή τη συνέντευξη (όλη η συνέντευξη εδώ).
Όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα, έτσι και σε αυτό, οι δημοσιογράφοι δεν θέτουν κανένα ερώτημα στον κύριο Σκέρτσο, ο κύριος Αυτιάς δείχνει το έγγραφο στην κάμερα μιλώντας για σφραγίδα, όταν στην κάμερα φαίνεται να μην υπάρχει καμία σφραγίδα. Ενώ πρόκειται για μία ξεκάθαρη περίπτωση fakenews και disinformation, όχι μόνο δεν υπάρχει κανένας έλεγχος από τον δημοσιογράφο αλλά ουσιαστικά συμμετέχει και ο δημοσιογράφος σε αυτό, εφ’ όσον δεν ζητά καμία διευκρίνιση ούτε θέτει κανένα από τα ερωτήματα που τέθηκαν στον δημόσιο διάλογο τις επόμενες ημέρες σχετικά με την εμπλοκή του ΓΛΚ στην κοστολόγηση ενός προγράμματος ενός κόμματος από ένα άλλο.
Αυτές δεν είναι οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες το κόμμα και η κυβέρνηση της ΝΔ έχουν μετατρέψει την πολιτική επικοινωνία σε προπαγάνδα. Ούτε είναι οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες η δημοσιογραφία έχει και αυτή μετατραπεί σε μηχανισμό προπαγάνδας της ΝΔ. Τα παραδείγματα είναι πολλά και χρειάζεται να εξεταστεί το καθένα ξεχωριστά: από την κάλυψη της πανδημίας μέχρι την «εξαφάνισή» της όχι μόνο στην προεκλογική περίοδο αλλά και όταν τα δεδομένα σταμάτησαν να εξυπηρετούν την κυβερνητική θριαμβολογία ότι η Ελλάδα νίκησε την πανδημία αφήνοντας τους χιλιάδες νεκρούς εκτός ΜΕΘ εκτός της συζήτησης στη δημόσια σφαίρα, από την κάλυψη του δυστυχήματος των Τεμπών και την επίσης «εξαφάνισή» του εν μέσω προεκλογικής περιόδου μέχρι την κάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών και από τη σκανδαλώδη δυσαναλογία στην κάλυψη της κυβέρνησης σε δελτία ειδήσεων και ενημερωτικές εκπομπές έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης μέχρι την απόκρυψη γεγονότων και ειδήσεων, όταν αυτά πλήττουν την εικόνα της ΝΔ. η τρέχουσα προεκλογική περίοδος χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η ΝΔ και τα πολλά φίλα προσκείμενα μέσα κάνουν ένα agendasetting από το οποίο δεν ξεφεύγει σχεδόν τίποτα για να συζητηθεί στη δημόσια σφαίρα. Ας σκεφτούμε επιπλέον τα θέματα που απουσιάζουν από αυτή την ατζέντα αλλά ήταν παρόντα σε προηγούμενες: η κλιματική κρίση, η εξωτερική πολιτική, η πολιτική προστασία, οι εξοπλισμοί (για τους οποίους δόθηκαν τόσα δισεκατομμύρια τα τελευταία 4 χρόνια), η περίθαλψη και το δημόσιο σύστημα υγείας, η εκπαίδευση και ειδικά ό,τι αφορά τα πανεπιστήμια, τα pushbacksγια τα οποία η Ελλάδα είναι διεθνώς υπόλογη (και τα οποία ουσιαστικά η κυρία Αγαπηδάκη στην ίδια συνέντευξη στην ΕΡΤ παραδέχθηκε δημόσια ότι τα κάνει η κυβέρνηση της ΝΔ παρουσιάζοντάς τα ως απλώς μια ρεαλιστική διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος), η ΔΕΗ που πτώχευε από μέρα σε μέρα, το κόστος της ενέργειας σήμερα και ο μισθός των €360.000/έτος του κυρίου Γιώργου Στάσση, μεταξύ άλλων. Και τα ζητήματα αυτά απουσιάζουν, επειδή πλην εξαιρέσεων δεν τίθενται από τους/τις δημοσιογράφους στις συνεντεύξεις και τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συζητήσεις. Και, όταν σπάνια τίθενται, δεν υπάρχει κανένας αντίλογος στους κυβερνητικούς ισχυρισμούς. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να ισχυρίζεται ο κύριος Πλεύρης ότι αυτή η κυβέρνηση εξαφάνισε τα ράντζα από τα νοσοκομεία και να μην ερωτάται γιατί μεταφέρει δημόσιους πόρους σε ιδιωτικά νοσοκομεία για να νοσηλεύονται οι ασθενείς που δεν μπορεί να απορροφήσει το ΕΣΥ και δεν έχει ενισχύσει τις υποδομές των δημόσιων νοσοκομείων η κυβέρνηση αυτή με αυτούς τους πόρους ώστε τα χρήματα αυτά να μην καταλήγουν σε ιδιώτες αλλά να γίνονται έργο που παραμένει στο δημόσιο.
Το ερώτημα προφανώς δεν αφορά το σύνολο των δημοσιογράφων, ρεπόρτερ και αρθρογράφων αλλά κάποια στιγμή σύντομα η ελληνική δημοσιογραφία θα πρέπει να κάνει την αυτοκριτική της και να θυμηθεί τον καταστατικό της ρόλο: να ελέγχει την εξουσία και όχι να λειτουργεί ως ο προπαγανδιστικός βραχίονας ενός κόμματος ή μιας κυβέρνησης. Δεν είναι μόνο ζήτημα που άπτεται της λειτουργίας της δημοσιογραφίας αλλά και της λειτουργίας και της ποιότητας της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα που ούτως ή άλλως ήδη κατατάσσεται στις προβληματικές δημοκρατίες και εξαιτίας του ρόλου των ΜΜΕ.
(Η Δήμητρα Μαρέτα είναι διδάκτωρ πολιτικής φιλοσοφίας)