Η μεταπήδηση του Κώστα Σλούκα από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό είναι, αναμφισβήτητα ένα από τα μεγάλα γεγονότα του φετινού Καλοκαιριού. Προκάλεσε εντύπωση το γεγονός ότι ένας εμβληματικός, για τους Πειραιώτες, παίκτης αποφάσισε να αγωνιστεί για τα επόμενα τρία χρόνια στον αιώνιο αντίπαλο. Το 2010 ένας άλλος μεγάλος καλαθοσφαιριστής, είχε ακολουθήσει την αντίθετη πορεία. Ο Βασίλης Σπανούλης άφησε τον Παναθηναϊκό, για να πάει στον Ολυμπιακό. Εκείνη η μετακόμιση δεν είχε προκαλέσει απλώς αίσθηση. Προκάλεσε το μίσος των οπαδών του «Τριφυλλιού» εναντίον του.
Και οι δύο παίκτες, προκειμένου να αλλάξουν φανέλα, επικαλέστηκαν ως βασικό λόγο, ότι ήθελαν να έχουν ρόλο πρωταγωνιστή στις ομάδες που θα αγωνίζονταν. Στην περίπτωση του Σπανούλη, η παρουσία του Βασίλη Διαμαντίδη του άφηνε δευτερεύοντα ρόλο στην ομάδα και στην περίπτωση του Σλούκα, ο προπονητής του Ολυμπιακού Γιώργος Μπαρτζώκας περιόριζε τις ηγετικές του φιλοδοξίες ή -έστω- δεν τις εγγυόταν.
Θα ήταν, όμως, αφελές να πιστεύουμε, ότι αυτοί ήταν οι αποκλειστικοί λόγοι των επιλογών τους, διότι σήμερα, που τα σύνορα είναι ανοικτά τόσο ο ένας όσο και ο άλλος θα μπορούσαν να βρουν ηγετικό ρόλο, σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη ομάδα της Ευρώπης. Επομένως, είναι ξεκάθαρο ότι παρεμβαίνει και ο οικονομικός παράγοντας. Οι αθλητές αυτοί επέλεξαν, με τα δικά τους επαγγελματικά κριτήρια, αγνοώντας, ωστόσο, ότι πλήγωσαν εκατοντάδες χιλιάδες φιλάθλων που λίγες ημέρες πριν αποθέωναν στο γήπεδο.
Η προδοσία του Πρίγκιπα
Οι πιο παλιοί θυμούνται τι συνέβη το 1996, όταν ο Ντούσαν Μπάγεβιτς αποφάσισε να αφήσει την ΑΕΚ και να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού. Ο «Πρίγκιπας του Ντέρετβα» λατρεύτηκε από τους οπαδούς της ομάδας, όσο λίγοι και ως παίκτης και ως προπονητής. Ιδίως, ως προπονητής χάρισε στην ομάδα τέσσερα Πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο, ενώ εκείνη η ΑΕΚ θεωρείται από τις καλύτερες ομάδες που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα.
Η μετακίνησή του σε μία άλλη ομάδα, που συνιστά και μεγάλο αντίπαλο της «Ένωσης», προκάλεσε μίσος στους κιτρινόμαυρους, οι οποίοι στον πρώτο αγώνα του Ολυμπιακού στην παλιά Νέα Φιλαδέλφεια, υποδέχθηκαν τον Σέρβο με χυδαία πανό και υβριστικά συνθήματα. Ακόμα και όταν ο Μπάγεβιτς επέστρεψε στην ΑΕΚ, ζητώντας, μάλιστα «συγνώμη», πολλοί δεν τον αποδέχθηκαν. Η παρουσία του, για πολλά χρόνια, δίχασε τους οπαδούς της. Για πολλούς οπαδούς της ΑΕΚ, ο Πρίγκιπας έγινε… βάτραχος.
Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι οι επαγγελματίες αυτοί θα έπρεπε να αποφασίσουν με γνώμονα τις αντιδράσεις των φιλάθλων. Ούτε, φυσικά, δικαιολογούνται οι χυδαιότητες που παρατηρήθηκαν. Κάθε άλλο! Οι φίλαθλοι οφείλουν να σέβονται τους αθλητές, σε κάθε περίπτωση, και όχι μόνο όταν φορούν τη φανέλα της ομάδας που υποστηρίζουν.
Ο επαγγελματισμός και τα όριά του
Εκείνο που ισχυριζόμαστε είναι ότι και ο επαγγελματισμός έχει όρια. Στην πιο ακραία επαγγελματική μορφή του, φαντάζει ουτοπικό να αναμένει κανείς από τους πρωταγωνιστές να μείνουν προσκολλημένοι και πιστοί σε μία ομάδα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι παίκτες δεν έχουν το δικαίωμα της επιλογής και αναγκάζονται να αλλάξουν ομάδα. Άλλες φορές, η μετακίνησή τους από μία ομάδα σε μία άλλη συνιστά ουσιαστική βελτίωση και των οικονομικών αποδοχών τους, αλλά και στοιχείο επαγγελματικής προόδου. Είναι όπως ένας επαγγελματίας, που αφήνει μία μικρή επιχείρηση, για να πάει σε μία μεγαλύτερη. Παράλληλα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι η περίοδος των μεταγραφών, σε διεθνές επίπεδο, δεν είναι μόνο μία ευκαιρία για τις ομάδες να ενισχύσουν το δυναμικό τους, αλλά και ένας τρόπος να αυξηθεί ο τζίρος στην αγορά, να ισοσκελιστούν οι ισολογισμοί, να κερδίσουν οι ατζέντηδες… Σε αυτό το παζάρι, πολλές φορές τα περιθώρια της απόφασης ακόμα και μεγάλων αθλητών είναι πολύ μικρά.
Το 2001, ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές στον Κόσμο, ο Ζινεντίν Ζιντάν, μεταγράφηκε από τη Γιουβέντους στη Ρεάλ Μαδρίτης. Τα χρήματα που αποκόμισε η ομάδα του Τορίνου από τη μεταγραφή της επέτρεψαν να υλοποιήσει έναν από τους βασικούς επιχειρηματικούς σχεδιασμούς της: να μπει στο χρηματιστήριο. Πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσε ποτέ ο Ζιντάν να αρνηθεί να πάει στη Ρεάλ Μαδρίτης; Έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι ο «Ζιζού», όσο μεγάλος παίκτης και αν ήταν, είχε την παραμικρή συμμετοχή στο deal που έγινε ανάμεσα στη «Γιούβε» και τη «Βασίλισσα»;
Φυσικά, αυτό δεν ισχύει με όλους τους αθλητές. Ιδίως, μετά την απόφαση «Μποσμάν», που επιτρέπει στους ποδοσφαιριστές να αποφασίσουν σε ποια ομάδα να πάνε, μετά τη λήξη του συμβολαίου τους, η θέση των αθλητών ενισχύθηκε σημαντικά.
Ένας άλλος πρίγκιπας
Αλλά υπάρχουν, και αθλητές που δεσμεύονταν με συμβόλαιο και όρθωσαν το ανάστημά τους, ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες του άκρατου επαγγελματισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ΦραντσέσκοΤότι. Μεγαλωμένος στις ακαδημίες της Ρόμα, έγινε αρχηγός των «τζιαλορόσι» και αρνήθηκε να μετακινηθεί σε μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, όπως η Ρεάλ Μαδρίτης, γιατί δεν ήθελε να φορέσει φανέλα, με διαφορετικά χρώματα από αυτά της Ρόμα. Στην Ελλάδα, πολλοί θα θυμούνται την άρνηση του Ντέμη Νικολαΐδη, να μη μεταγραφεί από τον Απόλλωνα στον Ολυμπιακό και να πάει στην αγαπημένη του ΑΕΚ.
Για την επιλογή τους αυτή, και ο «Πρίγκιπας της Ρώμης» Τότι και ο Ντέμης έχασαν και τίτλους, που σίγουρα θα κέρδιζαν με κάποια άλλη ομάδα, αλλά και πολλά εκατομμύρια. Κέρδισαν, όμως, κάποια άλλα πράγματα, που στα μάτια πολλών έχουν μεγαλύτερη αξία και που στον αθλητισμό μετράνε ιδιαίτερα. Σήμερα, ο Τότι είναι ο παντοτινός αρχηγός της Ρόμα, η «σημαία» της ομάδας, που δεν πρόκειται να υποσταλεί ποτέ. Ο Νικολαΐδης λατρεύεται όσο λίγοι στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Όσο επαγγελματικός και αν είναι ο σύγχρονος αθλητισμός, θα ήταν μεγάλο λάθος να αντιμετωπιστεί σα μία οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα. Δεν μπορεί, δηλαδή, ο ανταγωνισμός που υπάρχει μεταξύ δύο αθλητικών ομάδων, να συγκριθεί με τον ανταγωνισμό δύο εταιρειών (πχ) κινητής τηλεφωνίας ή αναψυκτικών. Ο αθλητισμός δεν είναι μία συνήθης μπίζνα και ο αθλητής δεν είναι ένας κοινός επιχειρηματίας.
Και αυτό, δε συμβαίνει μόνο γιατί στον αθλητισμό, οι ομάδες που είναι ανταγωνίστριες στο γήπεδο, είναι συνέταιροι έξω από αυτό. Συμβαίνει και γιατί, υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα κάθε συλλόγου. Αυτή η ταυτότητα αποτυπώνεται στα σύμβολα και στα χρώματα και τα συνδέει και με τους φιλάθλους και με τους αθλητές ή τους προπονητές.
Γι’ αυτό και οι αθλητές ή οι προπονητές δεν είναι απλώς εργαζόμενοι που δουλεύουν για τον τραπεζικό λογαριασμό τους. Προσφέρουν στις ομάδες τους, το ταλέντο, τις ικανότητές τους, θυσιάζονται για αυτές, συμμετέχουν στην Ιστορία τους και συμβάλλουν στη διαμόρφωσή της. Οι πιο πετυχημένοι από αυτούς, δεν ξεχωρίζουν μόνο για τα κατορθώματά τους, αλλά και γιατί έχουν καταφέρει να κατανοήσουν βαθιά την ιστορία και την ταυτότητα της ομάδας που υπηρετούν. Άρα, οι επιλογές τους, επομένως, δεν κινούνται μόνο από επαγγελματικά κριτήρια.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων… Η μετακίνηση αθλητών από τη μία ομάδα σε μία άλλη, είναι καθ΄ όλα νόμιμη και ηθική. Γίνεται σε όλο τον κόσμο, χωρίς να (πρέπει να) ενοχλείται κανείς. Συνιστά, δικαίωμα των επαγγελματιών αθλητών, που, χάρη σε αυτές τις μετακινήσεις διασφαλίζουν, κατά τον καλύτερο τρόπο, το μέλλον τους και τα συμφέροντά τους. Και, ας το επαναλάβουμε, κανείς φίλαθλος ή οπαδός δε δικαιολογείται να προσβάλει τους αθλητές ή τους προπονητές για τις επιλογές του.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα όριο, που σχετίζεται με την ίδια τη φύση του αθλητισμού. Κάθε φορά που επιχειρήθηκε να δει κάποιος κοιτώντας μόνο την τσέπη του απέτυχε. Και κάθε φορά που ένας αθλητής είδε τη δραστηριότητά του σα μία απλή παραγωγή γκολ ή καλαθιών έμεινε στη μετριότητα. Αλλά και στις περιπτώσεις που κάποιοι κινήθηκαν, παρόλο που κινήθηκαν, ως επιχειρηματίες κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μετριότητα και να πετύχουν πολλούς πόντους ή πολλά τέρματα, οι ίδιοι έχασαν ένα μεγάλο κομμάτι από την ομορφιά που θα μπορούσαν να απολάβουν, ως αθλητές… Δηλαδή, την αγάπη του κόσμου και τη σύνδεσή τους με την Ιστορία και την ταυτότητας μίας ομάδας.
Σε κάθε περίπτωση, το καλό της εποχής μας είναι ότι, όσο σκληρή και αν είναι, δίνει και στον Σλούκα και στον Τότι το δικαίωμα της επιλογής. Όπως και σε εμάς, δίνει, φυσικά το δικαίωμα της κρίσης…
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)