Περίληψη
Οι Εκατό αποχρώσεις της ΕΕ: Χαρτογραφώντας την πολιτική οικονομία της περιφέρειας της ΕΕ1 είναι ο τίτλος της μελέτης που δημοσιεύθηκε από το transform! europe το 2022 σε επιμέλεια των Giuseppe Celi, Valentina Petrovic και Veronika Susova-Salminen. Η μελέτη αυτή, που πραγματοποιήθηκε από μια διεπιστημονική ομάδα ερευνητών, εξετάζει τρεις διακριτούς αλλά αλληλένδετους άξονες από τους οποίους προκύπτει η δομή εξάρτησης των περιφερειακών περιοχών εντός της ΕΕ: Χαρτογράφηση των οικονομικών μοντέλων και πολιτικών, ανάλυση των πολιτικών εκδηλώσεων αλλά και της εκπροσώπησης των περιφερειακών χωρών σε επίπεδο ΕΕ, και κατασκευή και αφομοίωση των ηγεμονικών αφηγήσεων των χωρών του πυρήνα σε σχέση με τις ευρωπεριφέρειες. Στόχος της είναι να αποτελέσει ένα εργαλείο όχι μόνο για την ανάλυση του ζητήματος των περιφερειών μέσα από τους φακούς των περιφερειακών περιοχών, αλλά και να συμβάλλει στον διάλογο και στη δημιουργία συμμαχιών μεταξύ των αποκαλούμενων περιφερειακών χωρών της ΕΕ και, κυρίως, να παράσχει στοιχεία που μπορούν να φανούν χρήσιμα για τη χάραξη εναλλακτικών πολιτικών. Τον Απρίλιο του 2023, ένα συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Τεργέστη συγκέντρωσε ακαδημαϊκούς, ερευνητές, συνδικαλιστές, ακτιβιστές και άλλους πολιτικούς παράγοντες για να εμβαθύνουν τη συζήτηση σχετικά με τις ευρωπεριφέρειες και τις επιπτώσεις των πιο πρόσφατων κρίσεων. Σε αυτό το άρθρο αναφέρονται τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπεριφέρειες στο σημερινό πλαίσιο της ΕΕ.
Εισαγωγή
Η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και αργότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), είχε ως στόχο την οικοδόμηση μιας διαρκούς ειρήνης που θα βασιζόταν σε ένα σχέδιο οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των πολλών και διαφορετικών εθνών που την απαρτίζουν.
Έτσι, η ιδέα (ή, ίσως, το ιδανικό) της ΕΕ θα ήταν αυτή ενός κοινού χώρου διαρκούς και ατέρμονης διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που θα είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική, κοινωνική και πολιτική σύγκλιση όλων των κρατών μελών με πλήρη σεβασμό της κυριαρχίας και της πολιτιστικής ποικιλομορφίας στο εσωτερικό της. Μεθοδολογικά, οι (ημι)περιφερειακές περιοχές της ΕΕ, οι ευρωπεριφέρειες, οργανώθηκαν σε δύο μεγάλες ομάδες χωρών: Νότια Ευρώπη, αποτελούμενη από έξι χώρες (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Ελλάδα και Κύπρος) και Ανατολική Ευρώπη, αποτελούμενη από έντεκα χώρες (τα κράτη της Βαλτικής - Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία -, η λεγόμενη ομάδα Visegrád – ύστερα η Πολωνία, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβακία και Ουγγαρία και τέλος, η Σλοβενία, Κροατία, Ρουμανία και Βουλγαρία). Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να κατανοηθεί η δομή εξάρτησης που διέπει αυτές τις δύο ευρωπεριφέρειες ή, με άλλα λόγια, πώς η περιφερειοποίηση ενσωματώνεται δομικά στην ΕΕ και στις σχέσεις με τις χώρες του πυρήνα. Η μελέτη πραγματοποιεί περαιτέρω μια συγκριτική ανάλυση μεταξύ των ευρωπεριφερειών για την εξαγωγή συμπερασμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασίας και συμμαχίας.
Primusinterpares (Βασικά συμπεράσματα της μελέτης)
Η ανάλυση των εξελίξεων της οικονομικής πολιτικής όσον αφορά στις δύο περιφέρειες αποκαλύπτει ότι και οι δύο καταλαμβάνουν περιφερειακές θέσεις στον ευρωπαϊκό χώρο, αν και με διαφορετική πορεία.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης ακολούθησαν μια αποκλίνουσα πορεία σε σχέση με τις χώρες του πυρήνα, με πιο εντυπωσιακή την περίπτωση της Ιταλίας, μιας χώρας που από χώρα του πυρήνα μετατράπηκε σε χώρα της περιφέρειας. Η κρίση της δεκαετίας του 1970 επέβαλε τη διακοπή ή την επιβράδυνση της διαδικασίας εκβιομηχάνισης στις χώρες αυτές, ακολουθούμενη από μια διαδικασία νεοφιλελευθεροποίησης και απορρύθμισης των αγορών που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση. Οι παράγοντες αυτοί οδήγησαν σε χρηματιστικοποίηση των οικονομιών και υπερτροφία του τομέα των υπηρεσιών. Η επακόλουθη διεύρυνση της ΕΕ προς ανατολάς οδήγησε στη μετεγκατάσταση πολλών μεταποιητικών βιομηχανιών, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τον ήδη φτωχό παραγωγικό ιστό και οδηγώντας στην επίμονη ανολοκλήρωση του παραγωγικού πλέγματος. Επιπλέον, η προσχώρηση των χωρών του Νότου στη Νομισματική και Οικονομική Ένωση από την ίδρυσή της επιδείνωσε αυτή την πορεία απόκλισης, όπως έγινε εμφανές από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Στην περίπτωση της Ανατολικής Ευρώπης, η οικονομική ανάπτυξη ακολουθεί μια πορεία ατελούς σύγκλισης. Η ομάδα αυτή των 11 χωρών αναλύθηκε ως δύο περιφέρειες:
1. Οι χώρες της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης - ομάδα Visegrád και χώρες της Βαλτικής -, οι οποίες εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004. Για τις χώρες αυτές, ήταν δυνατόν να παρατηρηθεί μια κάπως ισχυρή βιομηχανική ανάπτυξη στην ομάδα Visegrád, αλλά εξαιρετικά εξαρτημένη από τις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), συγκεκριμένα από τη Γερμανία, και μια έντονη αποκλειστική ειδίκευση στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Η ίδια εξάρτηση από τις ΑΞΕ παρατηρείται και στις χώρες της Βαλτικής, αλλά, στην περίπτωση αυτή, έχει επίκεντρο τον τομέα των χρηματοοικονομικών, ασφαλειών και ακινήτων. Μετά το τέλος της κυριαρχίας της Σοβιετικής Ένωσης, οι χώρες αυτές είχαν ικανοποιητικά επίπεδα εκβιομηχάνισης και αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν εξετάζεται η ανάπτυξη και η ένταξη των οικονομιών αυτών στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Ένας άλλος σχετίζεται με το χαμηλό κόστος εργασίας, καθοριστικό σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο αγοράς.
2. Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Σλοβενία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Κροατία, οι οποίες εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 και το 2013 αντίστοιχα) έχουν διαφορετικές οικονομικές δομές, επηρεασμένες από τις ιστορικές τους ρίζες και τις εξελίξεις πριν και μετά την ένταξή τους στην ΕΕ. Εντός αυτής της ομάδας χωρών, η Σλοβενία θα μπορούσε να θεωρηθεί μια παράπλευρη περίπτωση, παρουσιάζοντας ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται σε μια τεχνολογικά ανεπτυγμένη βιομηχανία, η οποία την έφερε σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσει το "σοκ" της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ. Από όλες τις χώρες που αναλύθηκαν, η Σλοβενία φαίνεται να έχει ομοιότητες στην οικονομική δομή με τις χώρες του πυρήνα, αν και μετά τη παγκόσμια οικονομική κρίση, σημειώθηκε μαζική αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και μείωση της απασχόλησης και της μεταποίησης σε βάρος μιας κατασκευαστικής έκρηξης. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Σλοβενίας, οι χώρες αυτής της ομάδας αντιμετώπισαν μια παρατεταμένη και επώδυνη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την ένταξη στην ΕΕ, μεγάλα ποσά άμεσων ξένων επενδύσεων εισέρρευσαν στις χώρες αυτές. Στη Ρουμανία, αυτές διοχετεύθηκαν στον εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης βιομηχανίας (ιδίως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας), αλλά με πολύ άνισο τρόπο που οδήγησε σε μεγάλες ανισότητες στο εσωτερικό της χώρας. Αυτού του είδους οι ανισορροπίες των περιφερειών στο εσωτερικό μιας χώρας μπορούν επίσης να παρατηρηθούν σε άλλες χώρες της ευρωπεριφέρειας, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, και αργότερα της Κροατίας, οι ΑΞΕ επικεντρώθηκαν κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών (εις βάρος της γεωργίας και της βιομηχανίας), ιδίως στον χρηματοπιστωτικό και τον τουριστικό τομέα. Συνεπώς, η οικονομική δομή των χωρών αυτών παρουσιάζει τον ίδιο είδος αδυναμιών που εντοπίστηκαν στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, ενώ το οικονομικό μοντέλο της Ρουμανίας παρουσιάζει τρωτά σημεία που είναι συνυφασμένα με την εξάρτησή της από τις ΑΞΕ της Γερμανίας και που εντοπίστηκαν στις χώρες της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης.
Εν ολίγοις, αν και με διαφοροποιημένα στοιχεία, και οι δύο ευρωπεριφέρειες παρουσιάζουν ισχυρή οικονομική εξάρτηση από τις χώρες του πυρήνα, ιδίως τη Γερμανία. Και στις δύο ευρωπεριφέρειες, η έντονη εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο, είτε με τη μορφή πιστώσεων είτε με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων, αποτελεί ισχυρό παράγοντα ευθραυστότητας, γεγονός που αποδεικνύεται από τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις των αρχών του αιώνα, δηλαδή την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, την πανδημία και, πιο πρόσφατα, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση.
Αναλύθηκε επίσης η δυναμική των εμπορικών δικτύων και των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας (GVC-global value chains) καθ' όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα, με ιδιαίτερη έμφαση στην αυτοκινητοβιομηχανία, παράδειγμα της αναδιοργάνωσης της βιομηχανικής δομής στην Ευρώπη. Η ανάλυση αυτή αναδεικνύει την οικονομική εξάρτηση που αντιπροσωπεύουν οι ευρωπεριφέρειες εντός της ΕΕ. Πριν από τις GFC, το εμπόριο μεταξύ των χωρών του πυρήνα, ιδίως της Γερμανίας, και της ομάδας Visegrád υπερέβαινε ήδη το εμπόριο μεταξύ των χωρών του πυρήνα και της Νότιας Ευρώπης. Ωστόσο, αν εξετάσουμε το εμπόριο σε όρους προστιθέμενης αξίας, οι δεσμοί της ανατολικής περιφέρειας αφορούν κυρίως σε ενδιάμεσα αγαθά.
Η δημοκρατία θεωρείται ότι βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Για το λόγο αυτό, αναλύθηκε, επίσης, η εκπροσώπηση των ευρωπεριφερειών στο επίπεδο των κυβερνητικών οργάνων της ΕΕ. Ο συνολικός αριθμός των κατοίκων των δύο ευρωπεριφερειών αντιπροσωπεύει λίγο περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού πληθυσμού των είκοσι επτά χωρών που απαρτίζουν την ΕΕ και αυτό αντικατοπτρίζεται στην κατανομή των ευρωβουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (393 σε σύνολο 705). Ωστόσο, όταν εξετάζουμε τους διορισμούς σε άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, η εικόνα αλλάζει: η υποεκπροσώπηση (με εξαίρεση την Ιταλία) στις ηγετικές θέσεις της ΕΕ είναι κοινή και για τις δύο ευρωπεριφέρειες, αλλά είναι ποιοτικά διαφορετική με τις χώρες της νότιας Ευρώπης οι οποίες είναι καλύτερα ενσωματωμένες στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ακόμη και αν αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι τελευταίες αποτελούν μέρος της ΕΕ για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δεν αλλάζει την κυριαρχία που έχουν οι δυτικές χώρες στο πλαίσιο της ΕΕ, και η οποία αποτελεί το κανάλι διοχέτευσης της ασύμμετρης ισχύος στην ΕΕ.
Η μελέτη εστιάζει, επίσης, στο ζήτημα των πολιτικών διαιρέσεων. Δύο διαιρέσεις μεταξύ των ευρωπεριφερειών είναι εμφανείς: Η χρηματοδοτική πολιτική της ΕΕ και η κοινή μεταναστευτική πολιτική. Στην πρώτη περίπτωση, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τα διαφορετικά οικονομικά μοντέλα στις δύο ευρωπεριφέρειες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης αποτελούν μέρος της ΟΝΕ (και των εγγενών περιορισμών όσον αφορά στην κυρίαρχη πολιτική οικονομία). Ακόμα και μετά την πανδημία, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό της ΕΕ που έφερε αντιμέτωπες τις λεγόμενες "τσιγκούνες χώρες" με τις χώρες της ευρωπεριφέρειας, οι τελευταίες δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν ένα συνεκτικό μπλοκ. Επίσης, ενώ οι χώρες της Νότιας Ευρώπης τείνουν να υποστηρίζουν μια κοινή μεταναστευτική πολιτική, μετά τις προσφυγικές ροές του 2015, μια τέτοια πολιτική απορρίπτεται κατηγορηματικά από τις χώρες της ανατολικής περιφέρειας. Η ανυπαρξία διακρατικών συμμαχιών μεταξύ των δύο ευρωπεριφερειών έχει ποικίλους λόγους. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ένας από αυτούς είναι ότι οι οικονομικές δυσκολίες που υφίστανται οι δύο περιοχές είναι διαφορετικού είδους. Επιπρόσθετα, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στο επίπεδο της εκπροσώπησης της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας στις δύο περιοχές: ενώ στο Νότο, οι αριστερές δυνάμεις εκπροσωπούν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ισχύ, την εν λόγω πραγματικότητα, στην Ανατολική Ευρώπη είναι τα δεξιά κόμματα που αναλαμβάνουν αυτό το έργο μέσα στο νεοφιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο, ο λεγόμενος "προνοιακός σοβινισμός". Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης παρουσιάζει συχνά πολιτικές θέσεις που βρίσκονται μεταξύ θέσεων της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης και της Νότιας Ευρώπης, γεγονός που ευνοεί τις δυνατότητες συνεργασίας.
Στην έκδοση βρίσκουμε, επίσης, μια αξιολόγηση γύρω από το πώς οι ευρωπεριφέρειες αντιλαμβάνονται τους δυνητικούς τους συμμάχους. Μια πλευρά που ξεχωρίζει είναι ότι οι κορυφαίες πολιτικές προτεραιότητες2 διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ακόμη και εντός της ίδιας ευρωπεριφέρειας. Μια άλλη σχετική πλευρά, κοινή και για τις δύο ευρωπεριφέρειες, είναι η αναντιστοιχία μεταξύ κατανοούμενων ως / και δυνητικών συμμάχων, δηλαδή οι ελίτ των περιφερειών «φαντάζονται» περισσότερους συμμάχους από όσους έχουν στην πραγματικότητα, και βασικά περιορίζονται στην αναζήτηση εταίρων εντός της δικής τους περιοχής. Τέλος, υπάρχει ένα πρόβλημα στρεβλούς αντίληψης στο επίπεδο του διαχωρισμού πυρήνα-περιφέρειας: και οι δύο περιφέρειες τείνουν να αναζητούν συμμάχους μεταξύ των χωρών του πυρήνα, αλλά όχι το αντίστροφο.
Αυτή η τελευταία πλευρά οδηγεί στο τελευταίο μέρος της μελέτης που αφορά στις πολιτισμικές και ιδεολογικές διαστάσεις των ευρωπεριφερειών: Τον τρόπο (ή τους τρόπους) με τους οποίους οι ευρωπεριφέρειες προσλαμβάνονται και γίνονται αντιληπτές στο πλαίσιο της ΕΕ. Η υποτιθέμενη οικονομική σύγκλιση που προτάσσεται σε σχέση με την ένταξη των χωρών της ευρωπεριφέρειας ενσταλάζεται ύπουλα από μια νοοτροπία πνευματικής και πολιτιστικής εξάρτησης («να είσαι περιφερειακός αλλά να φιλοδοξείς να είσαι κεντρικός», για να παραθέσουμε το κείμενο της μελέτης). Με άλλα λόγια, οι ασυμμετρίες ισχύος στο εσωτερικό της ίδιας της ΕΕ μεταφράζονται και ενισχύουν την αμοιβαία αντίληψη του πυρήνα και των ίδιων των ευρωπεριφερειών.Χρησιμοποιώντας στοιχεία του (ευρω)οριενταλισμού3 αποδεικνύεται πώς οι δύο ευρωπεριφέρειες κατασκευάστηκαν (και κατασκευάζονται), παρουσιάστηκαν και αναπαρίστανται στον ηγεμονικό λόγο των χωρών του πυρήνα. Παρουσιάζονται δύο περιπτωσιολογικές μελέτες: το ζήτημα της διεύρυνσης της ΕΕ προς τις ανατολικές χώρες, εστιάζοντας στις συμβολικές πτυχές της ενταξιακής διαδικασίας, και η περίπτωση της Ελλάδας κατά τα χρόνια της λιτότητας, εστιάζοντας στη δυναμική του λόγου. Η ηγεμονική κατασκευή και αφήγηση των ευρωπεριφερειών, δεν είναι μόνο ένα θεμελιώδες συστατικό και ενισχυτικό στοιχείο του διαχωρισμού πυρήνα-περιφέρειας: Δημιουργώντας μια αντίληψη μεταξύ των περιφερειών μέσα από τα μάτια του πυρήνα, καθιστά τις δύο ευρωπεριφέρειες τυφλές (ή, τουλάχιστον, κοντόφθαλμες).
Είναι η ΕΕ μια μηχανή κατασκευής και τελειοποίησης της περιφέρειας;
Το βιβλίο Εκατό αποχρώσεις της ΕΕ αποτελεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που αποσκοπεί στην εξήγηση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής πορείας των χωρών της ευρωπεριφέρειας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Παρά τις διαφορές και τις ιδιαιτερότητες που εντοπίζονται εντός και μεταξύ των ευρωπεριφερειών, φαίνεται να υπάρχει μια κοινή τάση: Ανεξάρτητα από το πόσο καιρό οι χώρες αυτές αποτελούν μέρος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ανεξάρτητα από τα οικονομικά μοντέλα που εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από τα πολιτικά σενάρια και τις κοινωνικές συνθήκες, οι χώρες αυτές δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από το καθεστώς της περιφέρειας και να επιτύχουν συνεκτική και βιώσιμη σύγκλιση. Σε αντίθεση με τις ηγεμονικές αφηγήσεις και τις ιδεολογικές προκαταλήψεις απέναντι στις ευρωπεριφέρειες, αυτή η ανικανότητα δύσκολα μπορεί να αποδοθεί στις ίδιες τις χώρες, αλλά μάλλον απορρέει από ένα σχέδιο της ΕΕ που έχει τις ρίζες του στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Η ύπαρξη και η διατήρηση των ημιπεριφερειακών περιοχών στην ΕΕ βρίσκεται σε βαθιά αντίθεση με την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία πρέπει άμεσα να ξεπεραστεί στο εγγύς μέλλον, αλλιώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να μην υπάρχει μέλλον για το ίδιο το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
(Η Τατιάνα Μουτίνιο είναι Συντονίστρια Προγραμμάτων του δικτύου transform! Europe και μέλος του Cultra (Πόρτο, Πορτογαλία). Το άρθρο μετέφρασε από τα αγγλικά η Αγγελίνα Γιαννοπούλου και περιλαμβάνεται στο τελευταίο 6ο τεύχος της περιοδικής έκδοσης του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς για τις διεθνείς τάσεις «Με ευρυγώνιο φακό». Ολόκληρο το τεύχος είναι διαθέσιμο εδώ)
1. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και είναι διαθέσιμη δωρεάν. Η περίληψή της έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά, τα Πορτογαλικά, τα Ισπανικά, τα Ιταλικά, τα Ουγγρικά, τα Βουλγάρικα, τα Τσέχικα, τα Πολωνικά, τα Γερμανικά και τα Ρουμάνικα.
2. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο προσδιορισμός οποιασδήποτε κορυφαίας πολιτικής προτεραιότητας δεν λέει τίποτα για το πραγματικό περιεχόμενο της πολιτικής. Είναι απλά ενδεικτικό των ομοιοτήτων ή των διαφορών στον καθορισμό των προτεραιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για την δουλειά παραγωγής πολιτκών και την αναζήτηση δεσμεύσεων μεταξύ των εταίρων.
3. Ο όρος «Οριενταλισμός» επινοήθηκε από τον Edward Said στο ομώνυμο θεμελιώδες έργο του το 1978. «Ευρω-Οριενταλισμός» είναι ο όρος που πρότεινε ο Ezequiel Adamvovsky (2005) σε συνέχεια του έργου του Larry Wolff (1994) σχετικά με την «οριενταλοποίηση» της Ανατολικής Ευρώπης.