Πριν από ακριβώς 10 έτη, το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (Alternative für Deutschland, AfD) έφτασε μια ανάσα από το να εκπροσωπηθεί για πρώτη φορά στη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag), ωστόσο δεν τα κατάφερε (συγκέντρωσε ποσοστό 4,7%, ενώ απαιτούνταν τουλάχιστον 5%). Παρ’ όλα αυτά, γεγονότα-σταθμοί, όπως η προσφυγική κρίση του 2015, η έγκαιρη αλλαγή ηγεσίας και η «λείανση» των προγραμματικών του θέσεων το 2016, αλλά κυρίως η κυβερνητική φθορά του κυρίαρχου τότε συντηρητικού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), καθώς και η προγραμματική ανεπάρκεια των συμμάχων τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών (SPD), όπως και η αντιπολιτευτική ανεπάρκεια των υπόλοιπων κομμάτων της αντιπολίτευσης («Η Αριστερά», Πράσινοι και Φιλελεύθεροι), τροφοδότησαν περαιτέρω την πλέον αντιπροσωπευτική έκφραση της Άκρας Δεξιάς στη Γερμανία τα τελευταία 80 χρόνια.
Ανάλογο, αν και σε μικρότερη κλίμακα, ιστορικό προηγούμενο απαντάται μόνο κατά τα έτη 2002-2006, όταν το νεοναζιστικό NPD είχε συγκεντρώσει μέχρι και 2,5% των ψήφων σε εθνικές εκλογές, προτού απαγορευτεί διά νόμου ως εγκληματική οργάνωση, μια απόφαση που βασίστηκε στο σχετικό εδάφιο του γερμανικού Συντάγματος του 1949.
Έτσι, η AfD πέτυχε το 2017 ό,τι είχε αποτύχει να εξασφαλίσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα με το εμφατικό ποσοστό της τάξης του 12,5%, ενώ ήδη εκπροσωπούνταν και στο Ευρωκοινοβούλιο (7% το 2014). Ήταν όμως αυτό αποκλειστικά και μόνο απόρροια της υιοθέτησης μιας ανεκτικής πολιτικής από την κυβέρνηση Μέρκελ απέναντι στη μαζική μετανάστευση από χώρες κυρίως της Ασίας και της Αφρικής;
Ή μήπως συνέπεια της αποτυχίας του γερμανικού πολιτικού συστήματος, το οποίο έχει αποδειχθεί, μέχρι και σήμερα, ένα από τα ανθεκτικότερα της Ευρώπης και μακράν το πιο ανθεκτικό από εκείνα των πάλαι ποτέ «μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων» (Αγγλία, Γαλλία); Η εξήγηση δεν μπορεί να είναι μονοπαραγοντική. Η συνολική εγκληματικότητα σε μια χώρα που σχετικά εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «χωνευτήρι της Ευρώπης» έχει αυξηθεί σημαντικά τον 21ο αιώνα, ιδίως τα τελευταία 10 έτη. Στο πλαίσιο αυτό έχει αυξηθεί και η βία με ρατσιστικά κίνητρα και δράστες «με ακροδεξιές καταβολές», με την αύξηση να είναι σοκαριστική: 3.605 καταγεγραμμένα περιστατικά το 2023, από 1.698 το 2017 και 1.024 το 2014, αντίστοιχα.
Όπως έχει διαπιστωθεί σε αντίστοιχες περιπτώσεις μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, λόγου χάρη στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία, ο συγκρουσιακός λόγος ακροδεξιών κομμάτων, παράλληλα με την εμπέδωση συντηρητικών πολιτικών από τις κυβερνήσεις, εκτιμάται ότι «λύνει τα χέρια» των εξτρεμιστών.
Πολλές φορές μπορεί κάποιος να εξαγάγει συμπεράσματα και από τη «γεωγραφία» του φαινομένου: στην περίπτωση της Γερμανίας, το 40 % περίπου αυτών των φαινομένων εντοπίζονται στα ομοσπονδιακά κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, όπου άλλωστε και τα ποσοστά του AfD (6% το 2013, 16% το 2017 και 19% το 2021) βαίνουν διαρκώς διογκούμενα (Εικόνα 1), παρότι στις βουλευτικές εκλογές του 2021 η δυναμική του ακροδεξιού κόμματος μειώθηκε παγγερμανικά κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας το 10,5%.
Πρόκειται για μια πολιτική τάση των πρώην Ανατολικογερμανών που παρατηρείται ήδη από τις εθνικές εκλογές και τις ευρωεκλογές του 1994, όταν άρχισε να «κατακάθεται η σκόνη» του κατεδαφισμένου πια Τείχους του Βερολίνου. Υπό το φάσμα του έντονου δημογραφικού προβλήματος (η μείωση του πληθυσμού της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στις παραγωγικές ηλικίες αγγίζει το 40%, έχοντας επηρεαστεί από μείζονα εσωτερική μετανάστευση προς τα δυτικά), της αθρόας εισόδου οικονομικών μεταναστών από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, αλλά κυρίως της –μειούμενης, πλην όμως, ακόμη και σήμερα, υπαρκτής– απόκλισης με οικονομικούς όρους (30.000 έναντι 52.000 ευρώ κατά κεφαλήν εισόδημα το 2020), η υπερεκπροσώπηση του κόμματος της Αριστεράς στις εθνικές, τις ευρωπαϊκές αλλά και τις περιφερειακές εκλογές (λ.χ. 31% και πρώτη θέση στο κρατίδιο της Θουριγγίας το 2019) ήταν συχνό φαινόμενο.
Καθώς όμως οι περιφερειακές ανισότητες επιμένουν και ο μετασχηματισμός της Γερμανίας σε ένα πολυφυλετικό και συμπεριληπτικό κράτος προχωρά, η υπερεκπροσώπηση αυτή έχει πάψει να υφίσταται και η αριστερή ψήφος έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία πέντε χρόνια προς όφελος της Ακροδεξιάς, η οποία κεφαλαιοποίησε τις ανησυχίες των πρώην Ανατολικογερμανών πως ο μετασχηματισμός αυτός αν και εξελίσσεται πιο γρήγορα από όσο αναμενόταν 30 χρόνια πριν, τους αφήνει πίσω. Πρόκειται για ένα είδος ιδιότυπου «περιφερισμού», που βρίσκει μια ακραία κομματική έκφραση ως αντίδραση στο «κατεστημένο» των οικονομικά «αναπτυγμένων» δυτικών κρατιδίων αλλά και του ανατολικού τμήματος του Βερολίνου, το οποίο, σε αντίθεση με την ανατολικογερμανική επαρχία, ακμάζει.
Ο «περιφερισμός» αυτός επιπρόσθετα εξηγεί πιθανότατα και τα υψηλά ποσοστά αποδοχής της Ρωσίας και του ηγέτη της, κατάλοιπο του πολιτικού παρελθόντος της περιοχής. Μάλιστα, σε δημοτικές εκλογές στο Nordhausen της Θουριγγίας πριν από λίγες ημέρες το AfD έλαβε στον πρώτο γύρο ποσοστό 41%, χάνοντας οριακά (με 48% έναντι 52%) το θώκο από ανεξάρτητο υποψήφιο που υποστηρίχθηκε από όλες τις υπόλοιπες κοινοβουλευτικές δυνάμεις.
Σήμερα, πέρα από τα πολύ γερά θεμέλια του AfD στο ανατολικό τμήμα της χώρας, στοιχεία πρόσφατων δημοσκοπήσεων δείχνουν μεγάλη αύξησή του και στο δυτικό τμήμα, ακόμη και στις παραδοσιακά μη φιλικές προς αυτό μεγάλες πόλεις, όπου παρατηρείται συγκέντρωση τόσο επιχειρηματικής δραστηριότητας και κεφαλαίου όσο και πνευματικής διανόησης, με μια διαχρονικά ακμάζουσα μεσαία τάξη (π.χ. Αμβούργο, Μόναχο, Φραγκφούρτη), τόσο ώστε να θεωρείται πλέον «εν αναμονή αξιωματική αντιπολίτευση» (Εικόνα 2), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το γερμανικό πολιτικό σκηνικό. Το φαινόμενο αυτό ενισχύθηκε ιδίως την περίοδο της πανδημίας, όταν το AfD άρχισε να επανακάμπτει, έπειτα από μια πρόσκαιρη όπως αποδείχθηκε κάμψη, εντάθηκε όμως ιδίως τους τελευταίους έξι μήνες, όταν άρχισε να διαφαίνεται η μερική αποτυχία των μέτρων κατά της Ρωσίας στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, αλλά και η διαχειριστική ανεπάρκεια της σημερινής κυβέρνησης του «φωτεινού σηματοδότη» (Σοσιαλδημοκράτες – Πράσινοι – Φιλελεύθεροι) σε σειρά οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων.
Η κοινωνικοδημογραφική σύνθεση του ακροατηρίου της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» ομοιάζει κοινωνιολογικά με τις προγραμματικές θέσεις πλήθους άλλων «τυπικών» ακροδεξιών κομμάτων σε γειτονικές χώρες (π.χ. με τον γαλλικό «Εθνικό Συναγερμό» ή με το αυστριακό «Κόμμα της Ελευθερίας»). Κάτι τέτοιο αποτελεί σε μεγάλο βαθμό και το κλειδί της επιτυχίας του, καθώς έχει προσεταιριστεί, εκτός από ένα τμήμα του παραδοσιακά συντηρητικού ακροατηρίου, πρώην ψηφοφόρους του κόμματος της Αριστεράς (κυρίως στην πρώην Ανατολική Γερμανία) και των Σοσιαλδημοκρατών (ιδίως στην πρώην Δυτική Γερμανία), με υποσχέσεις για ένα πιο γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος σχεδόν αποκλειστικά για Γερμανούς πολίτες. Συγκινεί δηλαδή περισσότερο ανθρώπους στις παραγωγικές ηλικίες (30-60 ετών) των οικονομικά μη προνομιούχων κοινωνικών τάξεων και κρατιδίων, συνήθως χαμηλού και μεσαίου μορφωτικού επιπέδου.
Το σημερινό πολιτικό τοπίο στη Γερμανία, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη επικράτηση στις επερχόμενες ευρωεκλογές της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και της Ακροδεξιάς στην Ιταλία, αλλά και με την εκτιμώμενη εκλογική άνοδο παρόμοιων ή «συγγενών» κομμάτων στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών, συμπεριλαμβανομένου του Νότου (π.χ. Πορτογαλία, Ελλάδα), ίσως πυροδοτήσει μία βραδυφλεγή βόμβα στην Ευρώπη: την κανονικοποίηση του μισαλλόδοξου, σεξιστικού, ομοφοβικού και οπισθοδρομικού λόγου μέσω της ανοιχτής πια συνεργασίας σε κυβερνητικά σχήματα παραδοσιακών κεντροδεξιών κομμάτων με την Άκρα Δεξιά.
Στη Γερμανία ήδη οι προθέσεις του επικεφαλής της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης CDU (βλ. λ.χ. τη σύγκλιση απόψεων μεταξύ των δύο κομμάτων στο μεταναστευτικό) δείχνουν αυτή την τάση, η οποία ούτως ή άλλως έχει ήδη εκδηλωθεί έμπρακτα τον τελευταίο χρόνο στον ευρωπαϊκό Βορρά, και συγκεκριμένα στη Φινλανδία και τη Σουηδία. Ας μην ξεχνάμε πως, την τελευταία φορά που ένα ακροδεξιό κόμμα πέρασε τον πήχη του 20% και μετατράπηκε σε κόμμα εξουσίας στη Γερμανία, αυτό είχε ολέθριες συνέπειες στη ζωή όλων στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
(Ο Άρης Παπαδόπουλος είναι Πολιτικός Επιστήμονας - Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 15ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ)