Το γεγονός ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός και ο Τούρκος Πρόεδρος θα έχουν τελικά γεύμα εργασίας την Κυριακή αποτελεί κατ’αρχήν θετική εξέλιξη. Δυστυχώς, αντίθετα με τα διπλωματικά ειωθότα, σύμφωνα με τα οποία οι συναντήσεις ανακοινώνονται ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές μαζί με την ατζέντα, το Μαξίμου άφησε να «σέρνεται» για μέρες ανεπιβεβαίωτη η είδηση. Με αυτόν τον τρόπο, δόθηκε η ευκαιρία σε όσους-από την τουρκική πλευρά- θέλουν να παίξουν παιχνίδια, να συνοδεύσουν την επίσημη ανακοίνωση του γεύματος με τις γνωστές, εκτός διεθνούς δικαίου, θέσεις. Ο εκπρόσωπος του AKP Ο. Τσελίκ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι « ο φάκελος Ελλάδα είναι μεγάλος. Υπάρχουν πολλά ζητήματα, ειδικά από τις έρευνες για το φυσικό μέχρι το θέμα του Αιγαίου. Η Ελλάδα πρέπει να το καταλάβει αυτό.
Είμαστε γείτονες και μπορούμε να λύσουμε αυτές τις διαφορές. Θα συζητηθούν όλα τα θέματα, από το θέμα της υφαλοκρηπίδας μέχρι τον εξοπλισμό των νησιών της».
Ως ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχαμε παροτρύνει εδώ και καιρό τον Κ. Μητσοτάκη να επιδιώξει συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο, με σαφείς κόκκινες γραμμές, με άμεσο στόχο δηλαδή τη μείωση της έντασης και απώτερο σκοπό την προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Όλο το 2021 λέγαμε ότι οι πιέσεις από την εκλογή Μπάιντεν και το κίνητρο της αναθεωρημένης τελωνειακής ένωσης Τουρκίας-ΕΕ πρέπει να αξιοποιηθούν για να καθίσει η Τουρκία στο τραπέζι και να υποχωρήσει από τις μαξιμαλιστικές της θέσεις. Να αξιοποιηθεί η αναβάθμιση της
Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας-ΕΕ ώστε να δεσμευθεί αυτή για ένα Ελσίνκι+, για προσφυγή στη Χάγη για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες. Αντ’ αυτού ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να επενδύσει σε ένα «ήρεμο καλοκαίρι» και το επικοινωνιακό δόγμα της δήθεν «απομονωμένης Τουρκίας».
Η φοβικότητα και η αναβλητικότητα, όπως και τα σόου με τα Ραφάλ, που επέλεξε ο Πρωθυπουργός για το 2021, ήταν στον αντίποδα των προτάσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Έτσι, αντί να έχει δεσμευθεί η Άγκυρα σε μία συγκεκριμένη ατζέντα με βάση το διεθνές δίκαιο, της δόθηκε η δυνατότητα να αποκαταστήσει, αν όχι να ενισχύσει, τον διεθνή ρόλο της και να επιχειρεί να «φορτώσει» το διπλωματικό τραπέζι με νέες αναθεωρητικές και αντίθετες με το διεθνές δίκαιο διεκδικήσεις. Από τον κ. Μητσοτάκη εξαρτάται να ξεκόψει οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση αγγίζει τις κόκκινες γραμμές μας. Οποιαδήποτε, δηλαδή, συζήτηση αφορά την εδαφική ακεραιότητα της χώρας ή το δικαίωμά μας να εξοπλίζουμε τα ελληνικά νησιά απέναντι σε απειλές.
Τώρα, η παγκόσμια αποσταθεροποίηση είναι ένας επιπλέον λόγος να κινηθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει ο κ Μητσοτάκης να κινηθεί όπως άλλοι Έλληνες Πρωθυπουργοί μετά από κρίσεις και να συνομιλήσει σοβαρά και επί της ουσίας με τον Τούρκο Πρόεδρο και βέβαια όχι, όπως διαρρέεται, κυρίως με θέμα τη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Αποκλειστικά και με βάση τα ατλαντικά, και όχι με κύριο πρόταγμα τα εθνικά συμφέροντα, δηλαδή.
Η Ελλάδα πρέπει να συνομιλεί με την Τουρκία. Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν θα αποτελέσει θετικό γεγονός, μόνο εάν πληρωθούν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Αν δοθεί πραγματική ώθηση στις διερευνητικές, στον διάλογο για τα στρατιωτικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και στην οικονομική συνεργασία. Με σκοπό ένα κλίμα ύφεσης και με έμφαση στην ουσία, όχι την επικοινωνία. Όπου τουλάχιστον δεν θα ακούμε κυβερνητικά σχόλια κατά της χρήσης μασκών από την Τουρκία στη Βουλή, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια κυβέρνηση διακηρύττει ότι θέλει να αυξήσει το εμπόριο με τη γείτονα που φτάνει τα 4 δις.
(Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β1 Τομέα Αθήνας)