Η κρίση της ελληνικής – όχι μόνο φυσικά – δημοσιογραφίας είναι δομική. Δεν εξηγείται ούτε συμπυκνώνεται στο απλοϊκό σχήμα «Οι Έλληνες δημοσιογράφοι είναι πουλημένοι» ή «η Νέα Δημοκρατία ελέγχει τον Τύπο». Η πιο αναγκαία προϋπόθεση για να λύσεις ένα πρόβλημα, είναι πρώτα από όλα να το κατανοήσεις στην ολότητά του.
Ο Ζαν Τιρόλ, ένας νομπελίστας οικονομολόγος, είχε πει πως αν δεν πληρώνεις για ένα προϊόν, τότε κινδυνεύεις να γίνεις εσύ το εμπόρευμα. Αυτή η φράση, στην περίπτωση του ελληνικού Τύπου και των Ελλήνων αναγνωστών, ταιριάζει απόλυτα.
Ποιος πληρώνει στην Ελλάδα τους δημοσιογράφους και τα Μέσα για να παράγουν ενημερωτικό προϊόν; Οι επιχειρήσεις, οι τράπεζες και το κράτος. Και τι αγοράζουν; Αγοράζουν αριθμό αναγνωστών, στον οποίο θα προβληθεί το προϊόν τους, η υπηρεσία τους ή οτιδήποτε άλλο εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Συνεπώς, οι αναγνώστες των δημοσιογραφικών μέσων δεν είναι όπως νομίζουν ενδεχομένως οι πελάτες, αλλά το ίδιο το εμπόρευμα.
Τα όρια της ανεξαρτησίας των ΜΜΕ φτάνουν μέχρι το σημείο που διακυβεύεται η βιωσιμότητά τους
Τα ελληνικά media, είτε αυτά που έχουν πολλούς αναγνώστες/ ακροατές/ τηλεθεατές, είτε αυτά που έχουν λίγους, είτε είναι πανελλαδικά, είτε περιφερειακά, είτε είναι «συστημικά» είτε πιο «ανεξάρτητα», με αρκετές και σημαντικές διαφορές φυσικά μεταξύ τους, έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Τα όρια της ανεξαρτησίας τους και η δυνατότητά τους να παράγουν ελεύθεροι και ανεπηρέαστοι από μικρά και μεγάλα συμφέροντα το αγαθό της ενημέρωσης, φτάνει μέχρι το σημείο που διακυβεύεται η βιωσιμότητά τους. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, ένα δημοσιογραφικό μέσο που χρηματοδοτείται από επιχειρήσεις, κράτος και τράπεζες έχει πάντα περιορισμένο βαθμό ανεξαρτησίας και ελευθερίας. Δεν μπορεί να ελέγξει το σύστημα εξουσίας, που εξ ορισμού οφείλει να ελέγχει, όταν από αυτό καθορίζεται η οικονομική του επιβίωση.
Το πρόβλημα λοιπόν εκκινεί από το ίδιο το μοντέλο χρηματοδότησης και βιωσιμότητας των επιχειρήσεων του Τύπου. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, ποιοι δηλαδή είναι οι μεγαλομέτοχοι των δημοσιογραφικών μαγαζιών, είναι εξίσου σημαντικό, αλλά πολλές φορές δεν λέει τίποτα.
Μπορεί ο συστημικός Τύπος στην Ελλάδα να βρίσκεται σε σημαντικό βαθμό στην ιδιοκτησία της εγχώριας ελίτ, αλλά και το κομμάτι εκείνο του Τύπου, που δεν ανήκει άμεσα σε αυτή, στον βαθμό που χρηματοδοτείται από αυτή, κινείται εντός του ίδιου πλαισίου.
Πιστεύει κανείς στα αλήθεια ότι τα δημοσιογραφικά μέσα που ανήκουν ή συντηρούνται από εφοπλιστές, βιομήχανους, κράτος και συστημικές τράπεζες θα επιτελέσουν ποτέ τον ρόλο τους, που δεν είναι άλλος από το να ελέγχουν και να αντιπολιτεύονται όλους τους παραπάνω, αυτούς δηλαδή που συγκροτούν το σύστημα εξουσίας; Μα αν το πίστευε κάποιος, θα ήταν τουλάχιστον αφελής.
Καταλήγουμε λοιπόν στη διαπίστωση πως για να μπορέσει ο κόσμος να απολαμβάνει ένα ενημερωτικό αγαθό που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και τα συμφέροντά του, θα πρέπει να το πληρώσει. Είναι αναγκαίο εν ολίγοις να γίνει ο πελάτης και να σταματήσει να είναι το προϊόν.
Ο Γιάννης Αλαφούζος, ιδιοκτήτης του ΣΚΑΙ και της Καθημερινής, είχε δηλώσει κάποτε στο πρακτορείο Reuters με επιστολή του ότι «τα ελληνικά μίντια είναι στην ουσία γραφεία Τύπου για επιχειρηματικούς ομίλους. Έχουν μια καθόλα άρρωστη ιδιομορφία. Ο στόχος τους φαίνεται ότι είναι πια να εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους». Ο Γιάννης Αλαφούζος είναι Έλληνας εφοπλιστής και ο μιντιακός του όμιλος, διαχρονικά, έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εκλογικής συμπεριφοράς των Ελλήνων.
Οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί όμιλοι της χώρας, αυτοί δηλαδή που περιλαμβάνουν τηλεοπτικά κανάλια, έντυπα υψηλής κυκλοφορίας και διαδικτυακά site με εκατοντάδες χιλιάδες καθημερινούς επισκέπτες είτε ανήκουν απευθείας σε εφοπλιστές, βιομήχανους, εμπόρους πετρελαίου είτε χρηματοδοτούνται κατά καιρούς από off-shore εταιρίες, άγνωστων, σε εμάς, συμφερόντων.
Κανένας εξ αυτών των ομίλων, σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία που οι ίδιοι δημοσιεύουν δεν είναι κερδοφόρος. Όλοι ανεξαιρέτως είναι ζημιογόνοι, υπερδανεισμένοι και κάθε χρόνο που περνάει παράγουν νέες ζημιές. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο πως η εμπλοκή της εγχώριας ελίτ στον χώρο της δημοσιογραφίας δεν γίνεται ούτε για επενδυτικούς λόγους, ούτε λόγω κάποιας αγάπης προς το επάγγελμα. Είναι άλλωστε κοινό μυστικό ότι ο έλεγχος του Τύπου και σε έναν βαθμό της κοινής γνώμης είναι ένα σημαντικό εργαλείο για να διαπραγματεύονται οι ελίτ με το πολιτικό σύστημα τα προνόμια τους και να κουκουλώνουν ακόμα πολλές φορές ενέργειες τους στα όρια του νόμου, ή και πέρα από αυτά.
Το 2018 και το 2019 τα ελληνικά media, πήραν 35 και 33 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα για διαφημιστική προβολή, μόνο από τις 4 συστημικές τράπεζες. Και επειδή είναι άδικο και παραπλανητικό το σχήμα «ελληνικά media», να διευκρινίσω ότι πρόκειται για συγκεκριμένα media.
Είναι τα ίδια που φιγουράρουν και στις λίστες της κρατικής διαφήμισης που δίνεται από Υπουργεία και Δημόσιους Φορείς, είναι πάνω κάτω τα ίδια που δανείζονται και ξαναδανείζονται χωρίς να έχουν αποπληρώσει τα προηγούμενα χρέη τους, ενώ πολλές φορές δεν τα εξυπηρετούν καν. Στην περίπτωση ενός ιδιώτη ή ενός μικρομεσαίου επιχειρηματία η τράπεζα θα είχε κινήσει διαδικασίες κατάσχεσης, αλλά σε αυτή των μεγάλων ΜΜΕ ιδιοκτησίας συγκεκριμένων ανθρώπων, χορηγεί συνεχώς νέα δάνεια.
Ο περιφερειακός Τύπος
Υπάρχουν τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα ενημερωτικά μέσα. Τα λεγόμενα «πανελλαδικά» αλλά και ο περιφερειακός Τύπος. Αφελώς κάποιοι πιστεύουν πως η διαφθορά στην περίπτωση των μικρών περιφερειακών μέσων είναι μικρότερη από ότι στα μεγάλα πανελλαδικά καθώς αυτά λόγω δύναμης δεν έχουν τη δυνατότητα να διαπλέκονται με την κεντρική εξουσία, συνεπώς έχουν και μεγαλύτερα όρια δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας.
Έχοντας μια πολυετή εμπειρία πια από τον περιφερειακό Τύπο είμαι σε θέση να διαβεβαιώσω πως ούτε αυτός μπορεί με το υπάρχον μοντέλο χρηματοδότησης να διευρύνει τα όρια της δημοσιογραφικής του ανεξαρτησίας. Πρώτον γιατί αδυνατεί εκ των πραγμάτων να αποκτήσει πόρους, οικονομικούς και ανθρώπινους και εργαλεία ώστε να παράγει ένα σοβαρό δημοσιογραφικό προϊόν και δεύτερον γιατί και αυτός διαπλέκεται σε μικρότερο επίπεδο, για να επιβιώσει, με τα κέντρα εξουσίας της περιοχής του. Ο περιφερειακός Τύπος θέλει να έχει καλές σχέσεις με τους βουλευτές του Νόμου του, για να παίρνει κατά καιρούς μικρά πακέτα χρηματοδότησης από το κεντρικό κράτος, επιδιώκει να διατηρεί καλές επαφές με τις αυτοδιοικητικές αρχές για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ενώ τα μεγάλα διαφημιστικά πακέτα που προέρχονται συνήθως από τους ισχυρούς τοπικούς επιχειρηματίες και είναι αυτά που εξασφαλίζουν ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών υποχρεώσεων αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο να γραφτεί κάτι που δεν τους αρέσει.
Για παράδειγμα, ένα τοπικό μέσο στην Καρδίτσα θα έγραφε ποτέ για την περιβαλλοντική επιβάρυνση που δημιουργεί μια τοπική βιομηχανία, όταν είτε χρηματοδοτείται είτε προσδοκά σε χρηματοδότηση από αυτήν; Σε καμία περίπτωση. Συνεπώς η δημοσιογραφία των περιφερειακών μέσων εξαντλείται κατά κανόνα στα δελτία τύπου, στις αναδημοσιεύσεις από πανελλαδικά μέσα και κάποιες φορές στο «τοπικό κουτσομπολιό». Επιπλέον πέρα από το οικονομικό σκέλος, ο Περιφερειακός Τύπος, λόγω των μικρότερων και πιο κλειστών κοινωνιών αυτολογοκρίνεται και πιο εύκολα.
«Να δημοσιεύεις, αυτά που οι εξουσίες δεν θέλουν να δημοσιευθούν»
Είναι προφανές πως η κρίση της ελληνικής δημοσιογραφίας δεν σταματάει στο μοντέλο χρηματοδότησης και ιδιοκτησίας. Αλλά η εκτίμησή μου είναι πως και όλα τα υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετωπίζει επικαθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από αυτό. Τα νέα δεδομένα και οι μετασχηματισμοί που επέφεραν τα κοινωνικά δίκτυα και εν γένει η τεχνολογική εξέλιξη στην ενημέρωση, οι νέες δυνατότητες και προκλήσεις, απαιτούν από τον δημοσιογραφικό κόσμο μελέτη, κατανόηση και αναπροσαρμογή. Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, των big data και της απόλυτης κυριαρχίας των social media, η ταχύτητα, η δομή και η μορφή της είδησης είναι διαφορετικές από ότι 10 και 20 χρόνια πριν. Όπως εν τέλει διαφορετικός είναι και ο ρόλος του δημοσιογράφου. Δεδομένα, στη βεντάλια των συζητήσεων περίοπτη θέση πρέπει να έχει και το φαινόμενο των fake news, ένα πρόβλημα γέννημα και θρέμμα της εποχής του, όπως φυσικά και ο επαναπροσδιορισμός του τι συνιστά σήμερα είδηση.
Αναμφίβολα όμως για να μπορέσει να γίνει με συγκροτημένο τρόπο μια συζήτηση για τη δημοσιογραφία στη νέα εποχή, οφείλουμε πρώτα να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα. Τι είναι δημοσιογραφία και ποιος θεωρείται δημοσιογράφος. Μπορεί να ακουστεί ενδεχομένως ισοπεδωτικό, αλλά στη χώρα μας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που δυστυχώς δεν έχουν τη δυναμική να καθορίσουν τις εξελίξεις, δεν υπάρχει δημοσιογραφία. Υπάρχει πληθώρα επιχειρήσεων που παράγει ενημερωτικό προϊόν, αλλά ενημερωτικό προϊόν παράγει και μια επιχείρηση επίπλων για να προωθήσει τους καναπέδες και τις τραπεζαρίες της. Αυτό δεν την καθιστά ταυτόχρονα και δημοσιογραφική επιχείρηση.
Είναι ζωτικής σημασίας λοιπόν η συζήτηση για το μοντέλο χρηματοδότησης και ιδιοκτησίας. Το crowdfunding, η συνδρομητική δηλαδή σχέση ανάμεσα στο μέσο και τον αναγνώστη, μοιάζει αυτή τη στιγμή ως η μοναδική συνθήκη που θα μπορέσει να ξαναζωντανέψει τη δημοσιογραφία και να δυναμώσει τη δημοκρατία. Γιατί πρώτα και κύρια, η δημοσιογραφία είναι ο «θεσμός» εκείνος που ελέγχει την εξουσία και τους ισχυρούς και είναι εξ ορισμού απέναντι από κάθε προσπάθειά τους να αυθαιρετήσουν εις βάρος της κοινωνίας.
Από τους Αμερικανούς Muckrackers στις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι και σήμερα τον Τζούλιαν Άσανζ και τους εκατοντάδες δολοφονημένους ερευνητές δημοσιογράφους ανά τον κόσμο, η δημοσιογραφία ορίστηκε με ένα πολύ συγκεκριμένο και ξεκάθαρο τρόπο. «Να δημοσιεύεις, αυτά που οι εξουσίες δεν θέλουν να δημοσιευθούν». Για να γίνει λοιπόν αυτό δυνατό, η οικονομική επιβίωση και η λογοδοσία των δημοσιογραφικών μέσων πρέπει να έχει αποκλειστικά μια κατεύθυνση. Την ίδια την κοινωνία και τους αναγνώστες.
(Ο Θάνος Νασόπουλος είναι Δημοσιογράφος, ειδικός πολιτικής επικοινωνίας και στρατηγικής. Το κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογή "Ενημέρωση & ΜΜΕ στην Ελλάδα σήμερα. Παθογένειες, τάσεις & προοπτικές" που κυκλοφορεί ηλεκτρονικά από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και είναι διαθέσιμη εδώ)