Τον είχα ρωτήσει επίμονα για το κολύμπι από την Κέρκυρα μέχρι την Αλβανία μετά την απόδρασή του από τη φυλακή και για τα βασανιστήρια στο μπουντρούμι του ΕΑΤ-ΕΣΑ και μετά από τις δυνάμεις του Χότζα που τον έπιασαν όταν έφτασε στην ακτή.
Ελάχιστα μου είχε πει. Δεν μιλούσε γι αυτά. Όχι μέσα σε μια δραματική σιωπή ούτε με αποφευκτική διάθεση για να μην ερεθιστεί το τραύμα. Νομίζω, επειδή δεν το έπαιρνε πολύ στα σοβαρά. «Έκανε αυτό που έπρεπε και τέλος». Είναι η εξήγηση που μου είχε δώσει ο Κάρολος Παπούλιας, καρδιακός του φίλος και συνοδοιπόρος του στα μονοπάτια του σοσιαλισμού όπως αυτοί τον καταλάβαιναν, με τα σωστά και με τα λάθη τους.
Αυτός ήταν ο Σήφης Βαλυράκης. Δεν εξαργύρωσε τον ηρωισμό του και δεν εκποίησε το αγωνιστικό παρελθόν του. Ούτε έλεγε κακή κουβέντα για όσους το έκαναν ή για συντρόφους του που έφτιαξαν καριέρα με τις δάφνες της ένδοξης νιότης.
Δεν υπήρχε κακία μέσα του. Γι αυτό και είχε φίλους από άλλα κόμματα, γι αυτό τον σέβονταν πολιτικοί αντίπαλοι, γι αυτό αγαπήθηκε πολύ από πολλούς.
Όποιο στερεότυπο ισχύει για τους επαγγελματίες πολιτικούς δεν έχει σχέση με τον πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ: Ούτε νάρκισσος ούτε αγχωμένος με την προβολή, ούτε απορροφημένος από τον εαυτό του, ούτε με αγωνία για το επαγγελματικό του μέλλον, ούτε πεινασμένος για δόξα ούτε διψασμένος για εξουσία.
Ακόμη περισσότερο, καμία τακτική, καμία πόζα, καμία μανιέρα, καμία επικοινωνιακή αγωνία. Όλα αυθεντικά, όλα από μέσα του.
Είχε τις ικανότητες να φτάσει πιο ψηλά και να μείνει για περισσότερα χρόνια στα σαλόνια της εξουσίας. Δεν τον ενδιέφερε.
-Πώς είσαι Σήφη μου;
-Πολύ καλά. Ετοιμάζει μια καινούργια έκθεση η Μίνα και…
Πόσο τον είχα θαυμάσει που την αγαπούσε τόσο και έτσι, που περισσότερο χαιρόταν για τα δικά της παρά για τα δικά του, που την καμάρωνε.
Ήταν το ζευγάρι που ανέφερα πάντα όταν μιλούσα για τον παντοτινό έρωτα. Γιατί δεν αγαπιόντουσαν απλώς, βαθιά και οριστικά. Ήταν ευτυχισμένοι ο ένας μέσα από τον άλλο, γι αυτό που ήταν ο άλλος και γι αυτό που ήταν μαζί.
Δεν μπορεί παρά να το είχαν δει όλοι στην Ερέτρια, πόσο σπάνιο ζευγάρι ήταν. Γεμάτοι χαρίσματα, συναισθηματικό πλούτο, πάθος για ζωή, ενδιαφέροντα, ομορφιά. Πόσοι τους χαίρονταν και πόσοι τους φθονούσαν; Ποιος το ξέρει;
Αυτό που σίγουρα ξέρουμε πια είναι ότι μετά το θάνατό του στα παγωμένα νερά του Ευβοϊκού υπήρξε απαράδεκτη καθυστέρηση και ολιγωρία στη διαλεύκανση των συνθηκών στις οποίες έχασε τη ζωή του.
Ξέρουμε ότι το λιμενικό δεν έκανε ό,τι έπρεπε και ότι οι δύο βασικοί αυτόπτες μάρτυρες που μίλησαν για δολοφονία δεν αντιμετωπίστηκαν με ενδιαφέρον από τις αρχές.
Ξέρουμε ακόμη ότι αν δεν πάλευε με τέτοιο πάθος η γυναίκα της ζωής του, δεν θα είχε αναλάβει την υπόθεση το τμήμα Ανθρωποκτονιών και ο φάκελος θα είχε κλείσει με τον τίτλο “ατύχημα”.
Όμως ούτε οι κακώσεις στο σώμα του επιτρέπουν την εκδοχή του μοιραίου αυτοτραυματισμού στην προπέλα του φουσκωτού του, ούτε η βραδύτητα των ερευνών αποδεικνύεται ότι δεν ήταν σκόπιμη.
Πότε θα κληθούν ως ύποπτοι οι Χρυσαυγίτες επαγγελματίες ψαράδες που έχουν κατονομαστεί ως δολοφόνοι από αυτόπτη μάρτυρα στην κατάθεση του;
Πότε θα κινηθεί η Εισαγγελία Χαλκίδας;
Πόσοι στην περιοχή της Ερέτριας ξέρουν και δεν μιλούν;
Πότε θα μπορέσει η Μίνα και οι γιοι του να πενθήσουν τον Σήφη τους;
Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος-συγγραφέας