Όλο και πιο συχνά διατυπώνονται απόψεις σχετικά με την εκδίπλωση δράσεων της Γερμανίας στη χώρα μας, οι οποίες σχετίζονται με τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Την τελευταία ειδικότερα περίοδο η συζήτηση επικεντρώνεται με ιδιαίτερη ένταση στον ρόλο της προφορικής ιστορίας -ως μεθόδου ιστορικής τεκμηρίωσης- και της χρήσης της στο πλαίσιο της περίφημης πλατφόρμαςMOG, μέσω της οποίας δίνεται στην «διανοητική και εκπαιδευτική» κατανάλωση το πρόγραμμα «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα».
Για τους μη μυημένους το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε πριν από περίπου μια πενταετία στη Γερμανία και, εκτός από την Ελλάδα, πληροφορούμαστε ότι αναπτύσσεται και σε τρεις άλλες χώρες, αρχικά την Τσεχία και τη Ρωσία και πιο πρόσφατα (2019) στην Πολωνία. Στην Ελλάδα, η δίγλωσση αυτή εκπαιδευτική πλατφόρμα, παρουσιάστηκε διαδικτυακά στις αρχές Δεκεμβρίου του 2020 και -λόγω covid υποθέτουμε- η παρουσίαση περιορίστηκε σε αυτήν την εκδήλωση, χωρίς άλλες πιο πλούσιες επικοινωνιακές δράσεις.
Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στον χειρισμό που επιφυλάξαμε μεταπολεμικά σε αυτό που ονομάζεται «διατήρηση της ιστορικής μνήμης του Β’ΠΠ», διαπιστώνει κανείς ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, χορεύουμε στον ρυθμό που δίνει η Γερμανία. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι γνωστοί και δεν χρειάζεται να αναφερθούν εδώ. Όλοι μας γνωρίζουμε! Το ζητούμενο όμως είναι να δούμε εμείς τι κάνουμε, ενόσω η Γερμανία κάνει τη δουλειά της!
Με αφορμή το λανσάρισμα της πλατφόρμας MOG, παρουσιάζεται ιδανική η ευκαιρία να σταθούμε αντιμέτωποι με τις μέχρι τώρα επιλογές μας και ίσως να αναθεωρήσουμε, όσο ακόμη είναι καιρός.
Τα συνειδησιακά ρήγματα και η διαμόρφωση της ιστορικής αντίληψης που εξυπηρετεί τη γερμανική θεώρηση των γεγονότων, επιτυγχάνονται με εκλεπτυσμένους και καλοχρηματοδοτημένους χειρισμούς και αυτά είναι ο «εχθρός» που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Η γκρίνια και η μίρλα δεν είναι τα όπλα για να αντιμετωπίσουμε έναν, τόσο επίμονο και στοχοπροσηλωμένο αντίπαλο, ο οποίος κύριο στόχο έχει να ξαναγράψει την ιστορία για να εξυπηρετήσει έναν άλλο σκοπό, δηλ. να κλείσει μια για πάντα την υπόθεση των επανορθώσεων που οφείλει στην χώρα μας. Καιρός να σταματήσουμε τους θρηνητικούς, μακροσκελείς μονολόγους που ανατρέχουν περισσότερο στα μαρτύρια του λαού μας και στο Πάσχον Θείο της Ορθοδοξίας. Μπορεί να είμαστε στην πλειοψηφία μας Χριστιανοί Ορθόδοξοι αλλά, εδώ, πρέπει να δανειστούμε συμπεριφορές και πρακτικές άλλων χριστιανικών ομολογιών.
Ας επιστρέψουμε στην τεχνική ανάλυση του MOG.
Οι πηγές χρηματοδότησης: Το πρόγραμμα προσδιορίζεται ως διακρατικό. Έχει πράγματι αυτό το χαρακτηριστικό, αφού αποτελεί προϊόν διακρατικής και δια-ιδρυματικής συνεργασίας. Από ελληνικής πλευράς εντοπίζεται η συμμετοχή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος .
Ο σχετιζόμενος προβληματισμός, στην Ελλάδα του σήμερα, αφορά στο κατά πόσον μπορούμε να προκαλέσουμε μια αντίστοιχη συστράτευση, στην οποία θα ανταποκριθούν ομονοώντας όλα τα ελληνικά πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα, καθώς και κοινωφελή ιδρύματα τα οποία έχουν οικονομικούς πόρους να διαθέσουν και καταστατικό σκοπό να υπηρετήσουν. Μια συστράτευση στο πλαίσιο μιας ενδογενούς ανάγκης να αντιμετωπίσουμε την ιστορία μας χωρίς την «προθυμία» τρίτων που επισπεύδουν δράσεις, επιθυμώντας να εκμαιεύσουν την συναίνεση των θυμάτων.
Το υλικό που περιέχει: Η συλλογή περιέχει 93 αφηγήσεις ανθρώπων που βίωσαν τη γερμανική Κατοχή της Ελλάδας. Πρόκειται για αφηγήσεις που ακολουθούν τη βιογραφική-αφηγηματική μέθοδο της προφορικής ιστορίας και που αφορούν ποικίλες εκφάνσεις εμπειριών όπως για παράδειγμα το διωγμό των Εβραίων, την επιβίωση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, την αντίσταση, τα αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής, τις σφαγές και την καθημερινότητα. Το Αρχείο υποστηρίζει πως διαφυλάσσει τις αφηγήσεις αυτές για το μέλλον και τις θέτει στη διάθεση της εκπαίδευσης και της έρευνας.
Ο σχετιζόμενος προβληματισμός συνδέεται με το ποια η αξία και πώς χρησιμοποιείται το υλικό αυτό.
Από τη μια έχουμε όσους δεν διαβλέπουν κανένα κίνδυνο. Υποστηρίζουν -ορθώς σίγουρα- ότι η Προφορική Ιστορία, είναι ιστορική μέθοδος συλλογής ιστορικών τεκμηρίων, η οποία μετράει πενήντα χρόνια ζωής και ότι, ως κοινωνία και ως εκπαιδευτικό σύστημα, έχουμε την απαραίτητη επάρκεια για να αποφύγουμε κάποιες κακοτοπιές οι οποίες μπορεί να κρύβονται πίσω από το πρόγραμμα.
Από την άλλη έχουμε την άποψη που επιδιώκει την αποδόμηση και απόρριψη της αξίας του. Το υλικό χαρακτηρίζεται «σώμα όψιμων ιστορικών μαρτυριών» και «αντιφατικά, αποσπασματικά, μεροληπτικά και χωρίς συνοχή ιστορικά σενάρια» και όσοι εισέφεραν τις μαρτυρίες τους και το αποτέλεσμα της δουλειάς τους συμβάλλοντας στη δημιουργία του χαρακτηρίζονται «κάποιοι ιστορικοί και άλλοι». Είναι όμως όψιμες, αντιφατικές, αποσπασματικές μεροληπτικές και χωρίς συνοχή οι μαρτυρίες του Μανώλη Γλέζου, της Άλκης Ζέη, του Αργύρη Σφουντούρη, του Τίτου Πατρίκιου κ.α;
Γιατί αυτοί οι Έλληνες πρόσφεραν τις μαρτυρίες τους και τη δουλειά τους στο γερμανικό πρόγραμμα; Υπήρχε αντίστοιχη οργανωμένη πρωτοβουλία να τους απορροφήσει και να τους εντάξει; Σκεφτήκαμε να δημιουργήσουμε ποτέ στην Ελλάδα χρηματοδοτούμενα προγράμματα για την μελέτη αυτών των δύσκολων ιστορικών περιόδων;
Η αναβίωση του θέματος των επανορθώσεων μετρά πλέον 30 χρόνια, δηλαδή από την στιγμή της επανένωσης των δύο Γερμανιών και 25 χρόνια από την επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης του 1995 και την ταυτόχρονη κατάθεση της αγωγής του Διστόμου. Από τότε μέχρι σήμερα περισσεύει η διαμαρτυρία και λείπει η συστηματική δουλειά. Καμία άλλη δικαστική διεκδίκηση δεν έχει εξελιχθεί, οι μαρτυρικές πόλεις και τα χωριά περιμένουν απλώς τη βιολογική παραγραφή όταν και οι τελευταίοι επιζώντες θα εκλείψουν, καθώς σήμερα οι νεώτεροι είναι άνω των 80 ετών. Η Αθήνα παρά τον τεράστιο αριθμό θυμάτων κατά τη διάρκεια της κατοχής δεν έχει ανακηρυχθεί Μαρτυρική Πόλη, η δε Θεσσαλονίκη έκανε ευτυχώς το χρέος της συρόμενη από το δράμα της Εβραϊκής της Κοινότητας. Οι νέοι Έλληνες ιστορικοί που στρέφονται σε αυτή την ιστορική περίοδο πολύ πιο εύκολα θα βρουν υποτροφίες και στήριξη από γερμανικές πηγές παρά από ελληνικές. Το κίνημα των επανορθώσεων, λόγω σφαλμάτων και αγκυλώσεων, δεν κατάφερε να αποκτήσει την μαζικότητα που του αξίζει. Ο απόδημος ελληνισμός δεν έχει κινητοποιηθεί. Η δυνατότητα συμπαράστασης από Γερμανούς πολίτες, που δεν ταυτίζονται με την επίσημη πολιτική των κυβερνήσεώντους, έχει περιοριστεί σε εντελώς περιθωριακές ομάδες, όταν μαζικότατες οργανώσεις στον γερμανικό συνδικαλιστικό χώρο έχουν δείξει θετική διάθεση. Παρεμβάσεις τρίτων υπέρ της Ελλάδος δεν βρήκαν την ανταπόκριση που θα έπρεπε.
Γιατί λοιπόν μας φαίνεται παράδοξο που η Γερμανία βρήκε τον δρόμο να μας «βοηθήσει» να ξαναγράψουμε την ιστορία μας;
Μήπως τελικά ΕΠΑΙΤΟΥΜΕ παρά το ότι διαλαλούμε πως ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ;
Η Χριστίνα Ι. Σταμούλη είναι Δικηγόρος - Διαχειρίστρια του Αρχείου Ι.Ε. Σταμούλη. Ο Μάρκος Χαρίτος είναι Σκηνοθέτης - Υπεύθυνος Επικοινωνίας του Αρχείου Ι.Ε. Σταμούλη