Οι περισσότερες από τις στυγερές δολοφονίες του προηγούμενου διαστήματος που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο οργανωμένων εγκληματικών ενεργειών, δεν έχουν διαλευκανθεί μέχρι σήμερα.
Η αδυναμία να εντοπιστούν τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων και να οδηγηθούν στην δικαιοσύνη, μετατρέπει έτσι ένα ζήτημα δημόσιας τάξης και αστυνομικής έρευνας σε παράγοντα πολλαπλασιασμού ενός γενικευμένου κοινωνικού φόβου για το έγκλημα.
Και ταυτόχρονα σε ένα πολιτικό θέμα υψηλού ενδιαφέροντος.
Διότι το οργανωμένο έγκλημα, πέρα από την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή του πιο θεμελιώδους δικαιώματος, κινείται και σε ένα άλλο τεράστιο φάσμα δραστηριοτήτων που υπονομεύουν το κράτος δικαίου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ευρωπαϊκά στοιχεία, η δράση των εγκληματικών οργανώσεων αποτελεί κορυφαίο ενωσιακό ζήτημα εσωτερικής ασφάλειας.
Αφού το οργανωμένο έγκλημα δεν περιορίζεται σε κάποιον εγκληματικό μικρόκοσμο, αλλά επεκτείνεται και διαπλέκεται, με κρατικές υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και νόμιμες επιχειρήσεις.
Αυτό γίνεται κυρίως μέσω διαφθοράς, ξεπλύματος χρήματος, εξαγοράς πολιτικής επιρροής, εκβιασμών, ανθρωποκτονιών και άλλων εγκληματικών δράσεων.
Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία αξιολόγηση της EUROPOL (SOCTA 2021) :
α) περισσότερο από το 80% των εγκληματικών οργανώσεων στην Ε.Ε. χρησιμοποιούν διάφορες νόμιμες επιχειρήσεις για την διεκπεραίωση, συγκάλυψη ή επέκταση των δραστηριοτήτων τους,
β) το 68% χρησιμοποιεί μεθόδους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, όπως την αγορά ακινήτων ή υψηλής αξίας κινητών,
γ) το 60% των εγκληματικών οργανώσεων στην Ε.Ε. εμπλέκεται σε διάφορες υποθέσεις διαφθοράς με κύριο πεδίο δράσης τους κρατικούς τομείς της δημόσιας υγείας, της φαρμακοβιομηχανίας, των μεταφορών, των υποδομών κ.λπ.
Δηλαδή, το οργανωμένο έγκλημα συνιστά μια διαρκή απειλή για το κράτος δικαίου, την ασφάλεια, την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Στη χώρα μας, η υποστελέχωση των τμημάτων ασφαλείας, των αστυνομικών τμημάτων και των ειδικών υπηρεσιών για την δίωξη των εγκληματικών οργανώσεων αποτελούν σοβαρό μειονέκτημα στην προσπάθεια καταπολέμησής του.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να υποτιμηθεί πως η ευκολία των τεχνολογικών μέσων για την παρακολούθηση των επικοινωνιών των μελών των εγκληματικών οργανώσεων έχει οδηγήσει κάποιες από τις αρμόδιες υπηρεσίες σε μια κατάσταση χαλάρωσης και υποβάθμισης άλλων μεθόδων έρευνας και ανάκρισης στο πεδίο του εγκλήματος, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αστυνομική αποτελεσματικότητα.
Η φυσική επιτήρηση, η αξιοποίηση πληροφοριών, οι αυτοψίες, οι ελεγχόμενες μεταφορές, οι συγκεκαλυμμένες επιχειρήσεις, η αξιολόγηση των οικονομικών του εγκλήματος, αποτελούν κάποιες από τις διεθνώς διαδεδομένες διωκτικές τακτικές ή ανακριτικές πράξεις, που έχουν υποσκελιστεί από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Γι’ αυτό και από τη μεριά της δικαστηριακής εμπειρίας παρατηρείται ότι υποθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος που βασίζονται μόνο σε καταγραφές συνομιλιών, συχνά καταλήγουν σε απαλλακτικές κρίσεις, διότι ελλείπουν πολλά άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Το κράτος λοιπόν φέρει την ευθύνη για την ουσιαστική ενίσχυση του αστυνομικού έργου, ώστε να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που παράγονται από την δράση των εγκληματικών οργανώσεων.
Γι’ αυτό και πρέπει τώρα το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, να αναθεωρήσει το διοικητικό, οργανωτικό και επιχειρησιακό του μοντέλο στη μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος, ώστε να θωρακιστεί η δημοκρατία, να παραχθεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα και κυρίως, η αναγκαία ασφάλεια για την προστασία της ζωής, της ελευθερίας και των υπολοίπων θεμελιωδών δικαιωμάτων των συμπολιτών μας.
Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για την αναδιοργάνωση της ΕΛ.ΑΣ. θα παραμείνουν κενές περιεχομένου αν δεν ληφθούν υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα.
(Ο Μαρίνος Σκανδάμης είναι Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής, Τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη στο Κίνημα Αλλαγής)