Το βέβαιο είναι, για παράδειγμα, ότι στην εικοσαετία 2026-2046 θα πολλαπλασιαστούν τα θερμά επεισόδια σε όλη την Ελλάδα. Την περίοδο 1971-2000 στο κέντρο της Αθήνας είχαμε κατά μέσο όρο 1,4 «θερμά επεισόδια» τον χρόνο. Ακόμα και με το καλύτερο σενάριο, την ερχόμενη 25ετία θα έχουμε κατά μέσο όρο 6. Με το μεσαίο σενάριο μέχρι τα μέσα του αιώνα θα έχουμε πάνω από 9 το χρόνο. Σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα οι ημέρες στις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία υπερβαίνει τους 37 βαθμούς θα αυξηθούν ανησυχητικά. Περισσότερες «τροπικές νύχτες» θα έχει όλη η επικράτεια, αλλά κυρίως τα δυτικά παράλια, τα Ιόνια Νησιά και η Κεντρική Μακεδονία.
Αυτά προκύπτουν από την έρευνα για τη χώρα μας που εκπονήθηκε για τη «ΔιαΝΕΟσις» από ομάδα ερευνητών υπό τον συντονισμό του καθηγητή του ΕΚΠΑ Κώστα Καρτάλη.
Όπως σημειώνεται στην έρευνα σε αυτή τη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν τρία από αυτά τα σενάρια:
Το RCP 2.6 είναι το αισιόδοξο σενάριο. Σύμφωνα με αυτό, ο πληθυσμός της Γης φτάνει σε μια κορύφωση περί τα 9 δισ. στα μέσα του αιώνα και μετά αρχίζει να μειώνεται, η χρήση ορυκτών καυσίμων μειώνεται πολύ γρήγορα, ενώ οι εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αρχίζουν να μειώνονται από το 2020 (ήδη το χάσαμε αυτό, από ό,τι φαίνεται) και φτάνουν στο 0 μέχρι το 2100. Με αυτό το σενάριο η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 442ppm το 2050 αλλά μειώνεται στα 421ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας φτάνει μέχρι τους 2 βαθμούς έως το 2100, σε σχέση με τη μέση θερμοκρασία πριν από τη βιομηχανική εποχή -πράγμα που είναι και λίγο-πολύ ο στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων. Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, οι πιθανότητες να επαληθευτεί αυτό το σενάριο είναι σχεδόν μηδενικές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Διεθνής Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή προετοιμάζει ένα νέο αισιόδοξο σενάριο, που προφανώς είναι περισσότερο απαισιόδοξο από το αισιόδοξο που ισχύει ακόμη σήμερα.
Το RCP 4.5 είναι το μεσαίο σενάριο. Σύμφωνα με αυτό η κορύφωση των εκλύσεων αερίων του θερμοκηπίου φτάνει γύρω στο 2045 για το CO2 και γύρω στο 2050 για το μεθάνιο, ενώ στη συνέχεια μειώνεται αρκετά δραματικά. Μεγάλες εκτάσεις αναδασώνονται, ενώ μειώνεται η κατανάλωση κρέατος. Με αυτό το σενάριο η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 487ppm το 2050 και στα 538ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας παγκοσμίως αγγίζει τους 3 βαθμούς έως το 2100. Αυτό σημαίνει ότι πολλά ζωικά και φυτικά είδη δεν θα μπορούν να επιβιώσουν στις συνθήκες εκείνες, ενώ οι επιπτώσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες θα είναι πολύ έντονες.
Το RCP 8.5 είναι το χειρότερο σενάριο. Πρακτικά ο IPCC το χρησιμοποιεί ακριβώς έτσι: τι θα γίνει αν δεν γίνει τίποτε. Σύμφωνα με αυτό, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την ανθρωπότητα συνεχίζουν να αυξάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα. Η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 541ppm το 2050 και στο ιλιγγιώδες 936ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας παγκοσμίως αγγίζει έως και τους 5 βαθμούς (σε κάποιες περιοχές) έως το 2100, ασκώντας τρομακτική πίεση σε όλα τα οικοσυστήματα του πλανήτη.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις, όπως αναφέραμε, κοιτάζει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε σχεδόν 850 περιοχές της ελληνικής επικράτειας και για 21 διαφορετικούς κλιματικούς δείκτες για τις 20ετίες 2026-2045 και 2046-2065, για κάθε ένα από αυτά τα τρία σενάρια του IPCC.
Ας ρίξουμε μια ματιά στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει.
Η Ελλάδα του Κοντινού Μέλλοντος
Για τις περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή είναι, βεβαίως, η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας. Αλλά για επιμέρους τομείς, είναι σημαντικοί και άλλοι δείκτες. Για τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ας πούμε, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η βροχόπτωση, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η ξηρασία και η διάβρωση του εδάφους. Αυτοί οι παράγοντες αλληλοεπηρεάζονται και όλοι θα επηρεαστούν δραματικά από τις αλλαγές στο κλίμα το επόμενο διάστημα. Με τη σειρά τους, δε, επηρεάζουν την αγροτική και την κτηνοτροφική παραγωγή με πολλούς, περίπλοκους τρόπους, από τη διαθεσιμότητα υδάτινων πόρων και τη γονιμότητα του εδάφους μέχρι την εμφάνιση παρασίτων και ασθενειών. Το ότι θα έχουμε μεγαλύτερες θερμές περιόδους κάθε χρόνο, συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, ξηρασία σε περισσότερες εκτάσεις και συχνότερες πλημμύρες θα παίξει, ασφαλώς, πολύ μεγάλο ρόλο. Οι ερευνητές δεν περιορίστηκαν στην εξέταση τυπικών κλιματικών παραμέτρων αλλά κοίταξαν και πιο σύνθετους δείκτες που φτιάχτηκαν ειδικά για να μας δώσουν μια πληρέστερη, πιο συνδυαστική εικόνα για το πώς θα είναι η κατάσταση τότε σε κάθε περιοχή της Ελλάδας. Για τις ανάγκες αυτής της έρευνας, μελέτησαν το πώς θα αλλάξουν 21 κλιματικές παράμετροι και δείκτες. Στη συνέχεια, μελέτησαν όσα μας λένε αυτοί οι δείκτες για τις πιέσεις σε συγκεκριμένες περιοχές και συγκεκριμένους τομείς της δραστηριότητας: τη γεωργία/κτηνοτροφία, τον τουρισμό και τη ζωή στις πόλεις.
Αυτή τη φορά, δε, οι επιπτώσεις εξετάστηκαν όχι μόνο για την 20ετία 2046-2065, αλλά και για την 2026-2045. Οι δε συγκρίσεις γίνονται με την περίοδο 1971-2000.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των κλιματικών παραμέτρων και γεωγραφικών περιοχών που εξετάζονται, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα είναι αρνητικές, αν και δεν είναι πάντα της ίδιας έντασης και δεν αποτυπώνονται ισότιμα σε όλες τις παραμέτρους ή τις περιοχές της χώρας. Η μέση θερμοκρασία στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο 1971-2000, για παράδειγμα, ήταν 15,6 βαθμοί Κελσίου. Αυτός ο αριθμός από μόνος του δεν μας λέει πολλά. Ωστόσο, η μεταβολή που προβλέπεται από όλα τα σενάρια είναι που πρέπει να μας απασχολεί -θα φτάσει γύρω στους 17 βαθμούς σύμφωνα με τα καλύτερα σενάρια, αλλά θα αγγίξει τους 18 αν ισχύσει το χειρότερο.
Άλλα παραδείγματα μπορεί με μια πρώτη ανάγνωση να φαντάζουν ακόμα και θετικά. Την περίοδο 1971-2000 η ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων γνώριζε κατά μέσο όρο περίπου 31 ημέρες παγετού (το σύνολο των ημερών κατά τις οποίες η ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία δεν υπερβαίνει τους μηδέν βαθμούς Κελσίου) τον χρόνο. Αν ισχύσει το καλό (μα πολύ δύσκολο) σενάριο RCP 2.6, τα επόμενα 40 χρόνια θα έχουν κατά μέσο όρο περίπου 19 ημέρες παγετού τον χρόνο. Αν ισχύσει το μεσαίο θα έχουν 12 την επόμενη 25ετία. Κι αν ισχύσει το χειρότερο σενάριο, τα Ιωάννινα θα έχουν μόνο 5 ημέρες παγετού τον χρόνο μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Η Κλιματική Αλλαγή και οι Πόλεις
Υπάρχει ένα φαινόμενο που λέγεται «Αστική Θερμική Νησίδα». Αναφέρεται στην αυξημένη θερμοκρασία του αέρα στις πόλεις σε σχέση με άλλες κοντινές περιαστικές περιοχές και επηρεάζεται από το πόσο πυκνή είναι η δόμηση μιας πόλης, πόσο εμποδίζεται ο φυσικός της αερισμός, τι είδους ανθρώπινες δραστηριότητες φιλοξενεί και, βεβαίως, πόσους χώρους πρασίνου διαθέτει. Για την περιοχή της Αθήνας, αυτή η διαφορά μπορεί να φτάνει έως και τους 8-10 βαθμούς.
Αυτό είναι ένα ενδεικτικό στοιχείο του πόσο μεγάλη θα είναι η πίεση που θα υποστούν οι πόλεις της Ελλάδας -πολύ μεγαλύτερη από ό,τι η επαρχία- στο επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό η ενδελεχής μελέτη των επιπτώσεων των επερχόμενων αλλαγών ειδικά στις πόλεις είναι εξαιρετικά σημαντική.
Το επόμενο διάστημα, για παράδειγμα, θα αυξηθούν τα θερμά επεισόδια σε όλη την Ελλάδα. Ως θερμά επεισόδια ορίζονται οι ημέρες του χρόνου κατά τις οποίες η θερμοκρασία ξεπερνά ένα όριο που σε κάθε περιοχή αλλάζει, αλλά είναι στο 90ο εκατοστημόριο της περιόδου αναφοράς. Την περίοδο 1971-2000 στο κέντρο της Αθήνας είχαμε κατά μέσο όρο 1,4 "θερμά επεισόδια" τον χρόνο. Ακόμα και με το καλύτερο σενάριο, την ερχόμενη 25ετία θα έχουμε κατά μέσο όρο 6. Με το μεσαίο σενάριο μέχρι τα μέσα του αιώνα θα έχουμε πάνω από 9.
Επιπλέον, η μέση θερμοκρασία θα αυξηθεί παντού, αλλά περισσότερο στην Πάτρα, την Καλαμάτα και την Αθήνα. Αν ισχύσει το πιο απαισιόδοξο σενάριο, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες στην Πάτρα και την Καλαμάτα θα φτάσει πάνω από τους 3 βαθμούς. Στην Αθήνα θα ξεπεράσει τους 2 βαθμούς όποιο σενάριο κι αν επαληθευτεί, πράγμα που είναι πολύ σοβαρό.
Σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα οι ημέρες στις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία υπερβαίνει τους 37 βαθμούς θα αυξηθούν πολύ. Οι τροπικές νύχτες (νύχτες κατά τις οποίες η θερμοκρασία δεν πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς) επίσης θα αυξηθούν πολύ. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς αυτός ο δείκτης συνδέεται με τα ποσοστά θνησιμότητας και καρδιαγγειακών παθήσεων -είναι οι νύχτες κατά τις οποίες τα κτήρια δεν προλαβαίνουν να "κρυώσουν". Εξάλλου, σε πόλεις της δυτικής Ελλάδας όπως η Πάτρα και τα Ιωάννινα θα υπάρξει μεγάλη αύξηση στις ημέρες υψηλής βροχόπτωσης, που αυξάνουν τον κίνδυνο πλημμυρικών φαινομένων.
Και δεν είναι μόνο το ότι οι πόλεις θα είναι πιο ζεστές και ευάλωτες. Υπολογίζεται ότι μέχρι τα μέσα του αιώνα θα διπλασιαστούν οι ανάγκες για ψύξη σε όλες τις περιοχές της χώρας, ενώ παράλληλα θα μειωθούν οι ανάγκες για θέρμανση (ειδικά στις παραθαλάσσιες περιοχές και τα νησιά). Οι ενεργειακές ανάγκες στο σύνολό τους, όμως, αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερες.
Τι μπορεί να γίνει για να προσαρμοστούν οι ελληνικές πόλεις σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες; Το σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου καλά προετοιμασμένες. Γιατί αυτά που πρέπει να γίνουν είναι πολλά. Οι ερευνητές προτείνουν, μεταξύ άλλων, τον ανασχεδιασμό του Εξοικονομώ-Καινοτομώ ώστε να λαμβάνει υπ' όψιν το κριτήριο της θερμικής έκθεσης (το πόσο εκτεθειμένοι είναι σε υψηλές θερμοκρασίες οι πολίτες λόγω της μεγάλης ηλικίας των κατασκευών, τη μεγαλύτερη πυκνότητα πηγών θερμότητας, την έλλειψη χώρων πρασίνου κλπ.) και όχι μόνο εισοδηματικά κριτήρια, αλλά και την αναθεώρηση του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων. Η καθιέρωση συγκεκριμένων στόχων σε επίπεδο δήμου (π.χ. μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030), η πεζοδρόμηση δρόμων και η μετατροπή άλλων σε δρόμους ήπιας κυκλοφορίας είναι επίσης αποτελεσματικό εργαλείο όταν γίνεται στοχευμένα και στις σωστές περιοχές. Η δημιουργία πράσινων οροφών σε δημόσια και ιδιωτικά κτήρια μπορεί να συμβάλει στη μείωση της θερμοκρασίας του αέρα, ενώ πολύ μεγάλη επίπτωση μπορεί να έχει και η ανάπτυξη αστικών (μικρού ή μεσαίου μεγέθους) πάρκων μέσα στον αστικό ιστό. Η διαΝΕΟσις έχει τονίσει την ανάγκη αυτή σε πρόσφατη έρευνα από το 2019, ενώ διάφορες πόλεις στην Ευρώπη, όπως το Παρίσι και η Βαρκελώνη (στην έρευνα παρουσιάζονται ενδεικτικές παρεμβάσεις σε αυτές τις πόλεις), διαμορφώνουν δίκτυα μικρών πάρκων χρησιμοποιώντας ελεύθερους χώρους όπως οι σχολικές αυλές. Στη μελέτη μας οι ερευνητές εξετάζουν το πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και στα ελληνικά σχολεία, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το 144ο Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας στα Σεπόλια και αξιολογώντας τι θα σήμαινε για τις συνθήκες της περιοχής αν υλοποιούνταν μια σειρά από παρεμβάσεις στο συγκεκριμένο κτήριο και την αυλή του. Όπως διαπίστωσαν, οι παρεμβάσεις, που περιλαμβάνουν τη δημιουργία πράσινης οροφής, την τοποθέτηση ανακλαστικών υλικών στο προαύλιο και τη φύτευση στην αυλή, μεταξύ άλλων, θα μείωναν τη θερμοκρασία του αέρα κατά περίπου 1-3 βαθμούς Κελσίου στους χώρους και την περίμετρο του σχολείου, επιδρώντας ευεργετικά όχι μόνο στο προαύλιο αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μέχρι και σε απόσταση 80-100 μέτρων. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, αν τέτοιες παρεμβάσεις γίνονταν στο σύνολο των σχολείων του Δήμου Αθηναίων, η "δροσιστική επίδρασή" τους θα κάλυπτε 8 τετραγωνικά χιλιόμετρα -σχεδόν το 20% της έκτασης του Δήμου Αθηναίων.