Ανέλαβε τον… «Εδεσσαικό» ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Οι απαντήσεις του στην – όρθια- συνέντευξη Τύπου μετά τη λήξη εργασιών του άτυπου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Πράγα, κάτι τέτοιους συνειρμούς δημιουργούσαν.
Εδώ δεν μπορεί να μεταφερθεί το χαοτικό ύφος του λόγου του. Αλλά αυτά που έλεγε ήταν αποκαλυπτικά της αδυναμίας του να τοποθετηθεί δημόσια, αν δεν είναι σκηνοθετημένος.
Αν η ουσία μετράει σ αυτές τις περιπτώσεις, δεν είχε κάτι ουσιώδες στις βαλίτσες της επιστροφής του.
Παρά την –εμφανώς συντονισμένη- προσπάθεια των φιλοκυβερνητικών μέσων να αναδείξουν ότι ο Πρωθυπουργός, ως Κουταλιανός, κατατρόπωσε τον Ερντογάν ενώπιον των άλλων ευρωπαίων ηγετών, από τις απαντήσεις του στους δημοσιογράφους, προκύπτει ότι παραμένει σε μια ρητορική από την οποία δεν προκύπτει ευκρινώς τι ακριβώς επιδιώκει.
Πχ. όταν ρωτήθηκε -από τη Μαρία Ψαρά - για την «αμφίσημη» απάντηση Ερντογάν σε ελληνική ερώτηση «τι εννοεί όταν λέει ότι θα έρθει βράδυ» και αν αυτό ερμηνεύεται από τον ίδιο ως «απειλή επίθεσης κατά της Ελλάδας», έδωσε μια διόλου κατανοητή απάντηση:
-«Επειδή εξ όσων μπόρεσα να ακούσω από τη μετάφραση -ακριβώς ήταν αμφίσημη, θα πάρω την καλή ερμηνεία, και θα πω ότι όχι, δεν ήταν απειλή κατά της Ελλάδος….»
Αν δεν είναι «απειλή» τι είναι; Τι τον κάνει να βλέπει ότι αλλάζουν τα πράγματα και από που του προκύπτει αυτό που είπε στη συνέχεια με σπουδή:
-«Θα συγκρατήσω μία άλλη τοποθέτηση- Ερντογάν: ότι η Τουρκία δεν έχει καμία βλέψη ως προς την εθνική κυριαρχία καμίας άλλης χώρας. Συγκρατώ αυτή την τοποθέτηση ως ένα σχόλιο στη θετική κατεύθυνση». Ποιος κοροϊδεύει ποιόν εδώ;
Στο θέμα των κυρώσεων ο Πρωθυπουργός εξακολουθεί να πετάει τη μπάλα στην εξέδρα- σε αντίθεση με τον Τσίπρα που από την πλευρά του έθεσε το θέμα τον Μπορέλ- και να επιδιώκει… διάλογο.
Μεταξύ ποιων; Του ιδίου και του Ερντογάν; Διάλογο σαν αυτόν που είχαν στο Βόσπορο και το περιεχόμενο του οποίου δεν γνωρίζει ουτε καν ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας; Με το γνωστό αποτέλεσμα;
Πώς του βγαίνει ότι η άλλη πλευρά έχει διάθεση να συζητήσει και της το πιστώνει εμμέσως; Αυτό κατάλαβε από όσα είπε ο Τούρκος πρόεδρος στην Πράγα, μέσα και έξω από τις συναντήσεις ;
Και ας πούμε ότι γίνεται αποδεκτό το «αίτημα» Μητσοτάκη για διάλογο. Τι ακριβώς θα περιλαμβάνει; Από που θα αρχίσει και που θα τελειώνει; Και ποιες εγγυήσεις έχει ο Πρωθυπουργός ότι θα οδηγήσει κάπου και κυρίως σε εξομάλυνση σχέσεων; Όταν ο ίδιος δεν οριοθετεί αυτόν το διάλογο, με ποια ατζέντα θα αρχίσει;
Τι ακριβώς θα κερδίσει η Ελλάδα αν υποτεθεί ότι η Τουρκία κάθεται στο «τραπέζι του διαλόγου»; Τι θα συμβεί αν , αφού θέσει όλα τα θέματα που θίγουν κατά καιρούς οι εκπρόσωποί της, τον δυναμιτίσει και αποχωρήσει;
Θα βγει κερδισμένη η Ελλάδα, αν επισημοποιηθούν, σ ένα τέτοιο τραπέζι, οι τουρκικές αξιώσεις- όσο και αν τις απορρίψει η ελληνική πλευρά; Καθόλου. Θα κερδίσουν μόνο οι τρίτοι που συστήνουν διάλογο «για να τα βρούμε». Με αυτούς ταυτίζεται ο Μητσοτάκης; Να τα «βρούμε», επί ποιου θέματος ;
Μονίμως ο Πρωθυπουργός περιβάλει με ασάφεια όχι μόνο τις θέσεις του, αλλά και τις διαθέσεις του απέναντι στην Τουρκία και ο κοινός παρονομαστής στις διαδοχικές δηλώσεις του είναι η... κατευναστική παράμετρος.
Σε τι δεν συμφωνεί με τη στάση των προκάτοχων του - πλην Σημίτη- που δεν αναγνώριζαν καμία απολύτως ελληνοτουρκική διαφορά , πλην της υποχρέωσης «να οριοθετεί η υφαλοκρηπίδα τον νησιών», διμερώς, ή με διαιτητή στη Χάγη;
Γιατί μιλάει για «διαφορές» και «ζώνες» και γιατί στην υφαλοκρηπίδα – που δεν αναφέρει πάντα και το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν η ομιλία τον ΟΗΕ, αλλά ούτε στην Πράγα την ανάδειξε- παραλείπει τον προσδιορισμό «των νησιών»;
Δεν διακρίνει ότι σ αυτή την παράλειψη, βρίσκουν χώρο απόψεις του τύπου «το Καστελόριζο δεν έχει υφαλοκρηπίδα»;
Γιατί δεν θέτει ποτέ επί τάπητος – με όπλο το βέτο- το θέμα των κυρώσεων κατά της Τουρκίας; Γιατί αρκείται στην γενικές επικλήσεις, όπως αναφέρονται σε ευρωπαϊκά κείμενα «καταδίκης» της; Μήπως επειδή όπως έλεγε παλιότερα «οι κυρώσεις υπάρχουν για να μην λαμβάνονται»; Ή όπως είπε πάλι: «Ελπίζουμε αυτό να μην χρειαστεί ποτέ να γίνουν πράξη»;
Αν δεν γίνουν πράξη γιατί συζητάμε; Γιατί να τις υπολογίσει η Τουρκία; Και γιατί ο ίδιος, που εμφανίζεται ως πιονέρος στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας- ακόμη και όταν έχουν δυσανάλογες επιπτώσεις στην Ελλάδα-για την Τουρκία αρκείται στις κυρώσεις στα χαρτιά, από τους Ευρωπαίους. Αλλά και στο ΝΑΤΟ τον εκπροσωπεί η φράση του υπουργού του επί της Άμυνας ότι «δεν είναι εποχή να μιλάς για την Τουρκία»;
Όπως θέτει το θέμα του διαλόγου ο Πρωθυπουργός, θα αποβεί σε βάρος της χώρας. Γιατί τον συναρτά αποκλειστικά από την τουρκική βούληση- που κάθε άλλο παρά υφίσταται.
Επιμένει σε βλαπτικές ασάφειες και στρογγυλοποιήσεις, απέναντι στην Άγκυρα, που αποδυναμώνουν την Ελλάδα και δεν την ενισχύουν όπως ισχυρίζεται. Δεν είναι παιχνίδι προσκόπων οι διεθνείς σχέσεις.
Οι υπερβάλλουσες αναφορές του ότι στην Πράγα «τα είπε μπροστά σε όλους, που κατάλαβαν», δεν συνιστούν ούτε εξωτερική πολιτική, ούτε διπλωματία. Οι Ευρωπαίοι δεν περίμεναν την παρέμβασή του για να καταλάβουν ποιος είναι , και πού το πάει ο Τούρκος πρόεδρος.
Τον ξέρουν καλά. Γι αυτό δεν ακούστηκε ούτε μια κουβέντα από κανέναν στην αντιπαράθεσή τους ενώπιον των υπολοίπων.
Πώς είναι δυνατόν να λέει ότι όσα ειπώθηκαν εκατέρωθεν στην αίθουσα λειτούργησαν ως «βαλβίδα εκτόνωσης»; Όπως «θα το ευχόταν» ο ίδιος, προσθέτοντας: «Είναι καλό μερικές φορές αυτά να λέγονται δημόσια, τουλάχιστον δημόσια μπροστά σε άλλους, και να μην παρουσιάζονται οι απόψεις της Τουρκίας μόνο στα πλαίσια μονολογώ».
Ετσι θα αντιμετωπίσει τον Ερντογάν και τις επιδιώξεις του; Με ευχολόγια; Λέγοντας μετά το ανθελληνικό κρεσέντο του Τούρκου προέδρου: «Ας πούμε αυτή η ανταλλαγή απόψεων, να μπορεί να λειτουργήσει εκτονωτικά και να μπορέσουμε, επιτέλους, να δρομολογήσουμε μία αποκλιμάκωση των φραστικών εντάσεων...»;
Είναι στάση αμυνόμενου σε άδικη και παράνομη επιβουλή να λέει ότι «όσοι συμμετείχαν σε αυτή την ανταλλαγή απόψεων πιστεύω ότι σχημάτισαν άποψη για το ποιος προκαλεί, για το ποιος υιοθετεί μία επιχειρηματολογία η οποία σίγουρα δεν ταιριάζει -θα έλεγα- στο γεωπολιτικό πλαίσιο το σημερινό»; Περαστικοί νομίζει ότι ήταν οι άλλοι στη αίθουσα;
Υπάρχει ένα θέμα με την πολιτική Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά – πέρα από το να ζητάει στήριξη για όσα προβλέπονται στις Συνθήκες: δεν είναι ευθεία , διαυγής και γενικά αποδεκτή.
Πόσοι την ασπάζονται ακόμη και στο κόμμα του, ως λύση στην ελληνοτουρκική περιπλοκή;
Με διάλογο χωρίς προσδιορισμένο αντικείμενο, ή - ακόμη χειρότερα- με «συναντίληψη», όπως υποδηλώνει ο ίδιος, τι περιμένει από τους Τούρκους, που περιμένουν μόνο να πάρουν; . Δεν υπάρχει κάτι να δώσουν με τον «διάλογο».
Ας μην κρυβόμαστε. Η άσκηση εξωτερικής πολιτικής εκ μέρους του Πρωθυπουργού , οδηγεί σε δρόμους που δεν διασφαλίζουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Αντίθετα ως τώρα, είδαμε την επέκταση της τουρκικής αμφισβήτησης και σε θέματα κυριαρχίας πλέον.
Μόνο όσοι καταπίνουν την κληρονομιά του Σημίτη δεν καταλαβαίνουν που οδηγούνται τα πράγματα. Ειδικά όσο ο Μητσοτάκης δεν ξεκαθαρίζει πού το πάει με την αποδοχή της λογικής του διάλογου πέραν της μιας διαφοράς..
Δηλαδή όπως ζητούν «φίλοι και εταίροι» οι όποιοι με τη φράση «βρείτε τα» εννοούν «μοιράστε τα». Πολύ αντι-τουρκικό εκ μέρους τους δεν δείχνει...