Σκεφτόμουν έντονα αυτές τις μέρες τις λέξεις και τα γένη που τις συνοδεύουν. Έχετε άραγε σκεφτεί πόσες από αυτές, μέσα στην πάμπλουτη ελληνική μας γλώσσα, ηχούν πιο γλυκά και καθησυχαστικά από άλλες; Για δείτε! Η «ζωή», η «αγάπη», η «συμπόνοια» ή η «φροντίδα» είναι έννοιες που στο άκουσμά τους ξεκουράζεται η καρδιά μας. Και είναι γένους θηλυκού... Αντιθέτως, ο «κίνδυνος», ο «φόβος» ή ο «θάνατος» είναι αρσενικά.
Χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί κανόνα, το θηλυκό γένος αποπνέει από τη φύση του ζεστασιά και απαντοχή. Στον αντίποδα του συναισθήματος όμως, υπάρχει μια λέξη που ανήκει στις ολέθριες εξαιρέσεις. Είναι η γυναικοκτονία. Και το ταίρι της, ο σεξισμός.
Αυτά περνούσαν απ’ το μυαλό μου λίγες μέρες πριν, όταν τιμήσαμε στη Βουλή την Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας σε βάρος των γυναικών. Και οφείλω να πω ότι ένιωσα απέραντη δυσφορία. Τόση που αποφάσισα να γίνω δυσάρεστος μέσα από αυτές τις γραμμές, αντί να χαϊδέψω αυτιά...
Όλοι πια ξέρουμε πως -σε κάποιο στάδιο της ζωής της- μια γυναίκα θα υποστεί σωματική, λεκτική ή συναισθηματική βία επειδή απλώς γεννήθηκε θηλυκό...
Και το ξέρουμε όχι αυθαίρετα, αλλά γιατί τα στατιστικά μιλούν από μόνα τους.
Όταν η 1 στις 3 γυναίκες θα αντιμετωπίσει σε κάποια στιγμή στη ζωής της σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βία... Όταν η 1 στις 5 θα πέσει σίγουρα θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού... Όταν πάνω από το 40% των γυναικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υφίσταται σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας... Όταν εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες πάνω στο πλανήτη διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο, με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την εξαναγκαστική εργασία...
Η έμφυλη βία -σε κάθε της μορφή- νομοτελειακά καταλήγει στην καλπάζουσα αύξηση των γυναικοκτονιών τόσο στη χώρα μας, όσο και παγκοσμίως. Εκατόν τριάντα-επτά γυναικοκτονίες καταγράφονται κάθε μέρα πάνω στον πλανήτη. Μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τα προηγούμενα χρόνια έχει καταγραφεί ότι πενήντα γυναίκες κάθε εβδομάδα δολοφονούνται από νυν ή πρώην συντρόφους τους. Και φυσικά όχι μόνο από αυτούς. Στον μακρύ κατάλογο των θυτών συμπεριλαμβάνονται επίσης «φίλοι», γνωστοί, πατεράδες, γιοί, εγγονοί και λοιποί συγγενείς...
Θα μου πείτε τώρα «γιατί επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά τον όρο ‘γυναικοκτονία’; Αφού επί της ουσίας πρόκειται περί δολοφονίας». Ε, λοιπόν σας έχω νέα: ο όρος αυτός δεν είναι κάποιος νεολογισμός της μόδας.
Εδώ και σχεδόν πέντε δεκαετίες έχει καταγραφεί και αναγνωριστεί από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, αν και παγιώθηκε κατά τη δεκαετία του ‘90, μέσα από μια πολυδιαβασμένη συλλογή δοκιμίων εγκληματολογίας με τίτλο «Femicide: the politics of woman killing».
Εκεί λοιπόν αναπτύχθηκε η κοινωνιολογική διάσταση του φαινομένου, που αποδίδεται σε βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις και σε έμφυλα στερεότυπα. Σε μια νοσηρή θεωρία κατά την οποία οι γυναίκες είναι κατώτερες, αδύναμες, υποχείρια ή «κτήματα» κάποιου, που έχει τη «δύναμη» να ορίσει τη ζωή και τον θάνατό τους.
Αυτή η εμπεδωμένη, ψευδής πεποίθηση καταλήγει σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης, να αποτελεί την πρώτη αιτία αναπηρίας ή θανάτου για τις Ευρωπαίες, ξεπερνώντας αριθμητικά τον καρκίνο και τα τροχαία δυστυχήματα!
Ειδικότερα στην Ελλάδα, αν και τα δεδομένα από περασμένες δεκαετίες είναι πενιχρά, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τη Γυναικοκτονία, το οποίο δουλεύει εντατικά και συλλέγει πλέον τα στοιχεία, έχει καταγράψει δεκαεπτά δολοφονίες για το 2019, δεκαεννιά για το 2020, τριάντα για το 2021 και είκοσι-μία για το τρέχον έτος, μέχρι σήμερα...
Βέβαια αντιλαμβανόμαστε ότι όλα αυτά αφορούν σε επισήμως καταγεγραμμένα περιστατικά. Υπάρχουν ονόματα που δε μάθαμε ποτέ. Και δυστυχώς υπάρχει συχνά -για τον κύκλο τού θύματος- η ντροπή που τυλίγει μια τέτοια πράξη, αντί η ντροπή να πνίγει αποκλειστικά τον θύτη.
Σε έναν ασύλληπτο κύκλο βίας, κανείς μας δεν πρέπει πλέον να εκπλήσσεται. Δεν έχουμε άλλα «σύννεφα» για να πέσουμε. Δεν δεχόμαστε πλέον καμιά «κακιά στιγμή». Δεν είναι ούτε «οικογενειακή τραγωδία», ούτε «έγκλημα πάθους» ή «τιμής». Είναι καθαρές δολοφονίες.
Όλες εκείνες που χάθηκαν δεν ενσωματώνονται σε απρόσωπες στατιστικές. Δεν είναι κάποιες «καημένες», «βασανισμένες», «φτωχές» ή «αμόρφωτες». Είναι οι κόρες μας, οι σύντροφοι, οι αδελφές, οι μανάδες, οι φίλες μας. Είναι ψυχές και πρόσωπα. Με όνομα και όνειρα.
Είναι η Καρολάιν, η Ελένη, η Γαρυφαλλιά, η Εβίν, η Κατερίνα, η Κική, η Αδαμαντία, η Σβετλάνα, η Κλειώ, η Γιούλη, η Σουζάν, η Ανθή,, η Νεκταρία. Είναι όλες αυτές κι άλλες πολλές ακόμα, ανώνυμες.
Όλοι μας χρωστάμε ακόμα σε αυτές. Και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε στη μνήμη τους είναι να ακούμε, να βλέπουμε, να μιλάμε, να καταγγέλλουμε.
Όλοι οφείλουμε να καταφέρουμε ισχυρά και αποτελεσματικά πλήγματα στην έμφυλη βία. Το μόνο που χρειάζεται είναι θάρρος και δυνατή φωνή. Γιατί η σιωπή και η ανοχή τρέφει την παθογένεια. Αντιθέτως η τόλμη την αποδυναμώνει, ενώ την ίδια στιγμή ενδυναμώνει την κοινή μας προσπάθεια για την εξάλειψή της...
(Ο Νικήτας Κακλαμάνης είναι Α’ Αντιπρόεδρος Βουλής των Ελλήνων, Βουλευτής Α’ Αθηνών, ΝΔ)