«Αστεία» χαρακτηρίζει την προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να αναδείξει συγγένεια της ναζιστικής συγγένειας με την Αριστερά ο Δημήτρης Ψαρράς, υπογραμμίζοντας πως «εκείνος που έκανε πάντοτε «πλάτες στους Χρυσαυγίτες» δεν ήταν παρά η Δεξιά».
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής» (εκδόσεις «Πόλις») υπενθυμίζει μεταξύ άλλων πως ο «ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να στηριχτεί σε μια σειρά ακροδεξιών στελεχών που είχαν αποβληθεί από τη Ν.Δ. επί Κώστα Καραμανλή, ενώ δεν δίστασε να συνταχθεί ακόμα και με τους Χρυσαυγίτες στα «μακεδονικά συλλαλητήρια» μόνο και μόνο για να κερδίσει την υποστήριξη της Ακροδεξιάς στις εκλογές του 2019».
Υπενθυμίζει πως αν δεν ξεσηκωνόταν ο κόσμος μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν θα είχε υποχρεωθεί η τότε κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου να προχωρήσει στη συνένωση των δικογραφιών που αφορούσαν εγκλήματα της οργάνωσης και έτσι να αντιμετωπίσει τη δράση της για πρώτη φορά ενιαία και όχι ως μεμονωμένα αδικήματα απλών μελών της. Υπενθυμίζει επίσης πως ο Αντώνης Σαμαράς είχε αναθέσει στον πιο στενό του συνεργάτη, τον Τάκη Μπαλτάκο, τον ρόλο του «συνδέσμου» με την ηγεσία της ναζιστικής οργάνωσης και μάλιστα κυρίως με τον Ηλία Κασιδιάρη. «Η επαφή Μπαλτάκου-Κασιδιάρη σκόπευε στην αξιοποίηση των ψήφων της Χρυσής Αυγής στη Βουλή για να περάσουν νομοσχέδια, στα οποία αντιδρούσαν τα δυο μικρότερα κόμματα της συγκυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ)», υπογραμμίζει, ενώ αναφέρεται και στην υιοθέτηση των πολιτικών της «Χρυσής Αυγής» από τη ΝΔ, όπως ο στόχος της «ανακατάληψης των πόλεων» που έθεσε ο Αντ. Σαμαράς το 2012, συμβάλλοντας στην εκτόξευση του κόμματος Μιχαλολιάκου.
Ιδιαίτερη αξία έχει η επισήμανση του Δημήτρη Ψαρρά πως «και σήμερα, η σκληρή αντιπροσφυγική και αντιμεταναστευτική ρητορική του κ. Μητσοτάκη, σε συνδυασμό με την επαναφορά των πιο ακραίων αντικομμουνιστικών στερεοτύπων (που θυμίζουν προδικτατορική ΕΡΕ και όχι τη Ν.Δ. του Κωνσταντίνου και του Κώστα Καραμανλή), αφήνει και πάλι ανοιχτό τον δρόμο να νομιμοποιηθούν αυτές οι πρακτικές και να κυριαρχήσει και πάλι η βία στο κέντρο της Αθήνας».
Με αφορμή τις εξελίξεις με τον Κασιδιάρη, η ΝΔ και προσωπικά ο πρωθυπουργός αφήνουν να εννοηθεί ότι η αριστερά και δη ο ΣΥΡΙΖΑ κάνουν πλάτες στους Χρυσαυγίτες για να τους πάρουν την ψήφο...
Είναι αστεία αυτή η προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να αναδείξει πολιτική συγγένεια της ναζιστικής οργάνωσης με την Αριστερά. Μπορεί κανείς να αναζητήσει ευθύνες σε όλες τις παρατάξεις για την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαγνώσει τον κίνδυνο για τη δημοκρατία που φώλιαζε επί δεκαετίες σ' αυτή την οργάνωση, αλλά εκείνος που έκανε πάντοτε «πλάτες στους Χρυσαυγίτες» δεν ήταν παρά η Δεξιά. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής Ακροδεξιάς είναι ότι η μήτρα της βρίσκεται στο λεγόμενο «βαθύ κράτος», τον πυρήνα δηλαδή της Δεξιάς που πρόκυψε μέσα από τις δυο βαθιές πληγές του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους, τον εμφύλιο και τη δικτατορία. Η Χρυσή Αυγή είναι γέννημα αυτής της βαριάς ιστορίας που υπονομεύει ακόμα και σήμερα τους θεσμούς της δημοκρατίας. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κασιδιάρης, ο Μιχαλολιάκος κι ο Λαγός ανακαλύπτουν κάθε τόσο απόστρατους αξιωματικούς και συνταξιούχους δικαστικούς για να κρύβουν πίσω τους την εγκληματική δράση των Ταγμάτων Εφόδου. Το κακό είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να στηριχτεί σε μια σειρά ακροδεξιών στελεχών που είχαν αποβληθεί από τη Ν.Δ. επί Κώστα Καραμανλή, ενώ δεν δίστασε να συνταχθεί ακόμα και με τους Χρυσαυγίτες στα «μακεδονικά συλλαλητήρια» μόνο και μόνο για να κερδίσει την υποστήριξη της Ακροδεξιάς στις εκλογές του 2019.
«Εμείς τους συλλάβαμε, εμείς τους βάλαμε φυλακή» είναι το επιχείρημα από την πλευρά του Μαξίμου...
Αστείο επιχείρημα. Αν δεν ξεσηκωνόταν ο κόσμος μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν θα είχε υποχρεωθεί η τότε κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου να προχωρήσει στη συνένωση των δικογραφιών που αφορούσαν εγκλήματα της οργάνωσης και έτσι να αντιμετωπίσει τη δράση της για πρώτη φορά ενιαία και όχι ως μεμονωμένα αδικήματα απλών μελών της. Αυτή τη συνένωση και τη δικαστική διερεύνηση αν η δράση των ναζιστών εμπίπτει στις διατάξεις του Ν. 187 περί εγκληματικών οργανώσεων την είχαμε ζητήσει από το πρώτο φύλλο της «Εφημερίδας των Συντακτών» με άρθρο του Νίκου Αλιβιζάτου, δηλαδή ένα χρόνο πριν από τις συλλήψεις. Οσο για το ότι «εμείς τους βάλαμε φυλακή», αυτή η αυτάρεσκη διατύπωση που επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ο κ. Μητσοτάκης, πέρα από ευθεία περιφρόνηση της δικαιοσύνης, σημαίνει και απόλυτη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Η Ν.Δ. ήταν το μοναδικό κόμμα που δεν έστειλε εκπρόσωπό της στη δίκη να καταθέσει ως μάρτυρας, όπως έκαναν όλα τα άλλα δημοκρατικά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ). Παρά το γεγονός ότι κλήθηκε να καταθέσει ο τότε εκπρόσωπος του κόμματος Βασίλης Κικίλιας ουδέποτε εμφανίστηκε στο δικαστήριο. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια συνεχή παρουσία κατά τη διάρκεια της δίκης με τα στελέχη του (που είχαν τότε και υπουργικά αξιώματα) να παρευρίσκονται σε όλες τις κρίσιμες καμπές της ακροαματικής διαδικασίας.
Η στάση της ΝΔ στα χρόνια της γιγάντωσης της Χρυσής Αυγής ποια ήταν;
Η απάντηση κρύβεται πίσω από ένα όνομα: Τάκης Μπαλτάκος. Σ' αυτόν τον πιο στενό του συνεργάτη είχε αναθέσει η Ν.Δ. τον ρόλο του «συνδέσμου» με την ηγεσία της ναζιστικής οργάνωσης και μάλιστα κυρίως με τον Ηλία Κασιδιάρη. Η επαφή Μπαλτάκου-Κασιδιάρη σκόπευε στην αξιοποίηση των ψήφων της Χρυσής Αυγής στη Βουλή για να περάσουν νομοσχέδια, στα οποία αντιδρούσαν τα δυο μικρότερα κόμματα της συγκυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ). Για όλη την υπόλοιπη δράση της οργάνωσης η κυβέρνηση της Ν.Δ. έκανε τα στραβά μάτια, θεωρώντας ότι στόχος των ναζιστών είναι η Αριστερά, οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα για την ίδια. Δεν θέλω να ξεχάσουμε και τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης που στήριζαν τη Ν.Δ. και ανέλαβαν να εμφανίζουν τη Χρυσή Αυγή ως ένα είδος «νεολαιίστικης δράσης», ένα είδος «ζωηρού ακτιβισμού», και ταυτόχρονα υιοθετούσαν τον μύθο της «προστασίας» και της «τροφοδοσίας» του γηγενούς πληθυσμού.
Η αντιμετώπιση των νεοναζιστών και της ακροδεξιάς μπορεί να γίνει μόνο με διοικητική μέτρα; Ακόμα και υιοθετώντας την ατζέντα τους;
- Πρόκειται για το μεγάλο λάθος της Ν.Δ. επί Σαμαρά τις παραμονές των εκλογών του 2012. Είχε τότε αναγγείλει ο κ. Σαμαράς την επιχείρηση «ανακατάληψη των ελληνικών πόλεων» από τους μετανάστες, μιλώντας στο διαγραμματειακό όργανο της Ν.Δ. Και ακόμα δεσμεύθηκε τότε ότι αμέσως μετά τις εκλογές (και εφόσον τις κερδίσει) θα καταργήσει το νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια. Νόμιζε αφελώς ότι θα κερδίσει μ' αυτό τον τρόπο τους οπαδούς της Ακροδεξιάς. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν το αντίθετο. Με την υιοθέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας νομιμοποίησε την προπαγάνδα των ναζιστών που είχαν ήδη αρχίσει να μεταβάλλουν το κέντρο της Αθήνας σε φέουδο των Ταγμάτων Εφόδου. Είναι το λάθος που έχουν κάνει συντηρητικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη, με ανάλογα αποτελέσματα. Αλλά και σήμερα, η σκληρή αντιπροσφυγική και αντιμεταναστευτική ρητορική του κ. Μητσοτάκη, σε συνδυασμό με την επαναφορά των πιο ακραίων αντικομμουνιστικών στερεοτύπων (που θυμίζουν προδικτατορική ΕΡΕ και όχι τη Ν.Δ. του Κωνσταντίνου και του Κώστα Καραμανλή), αφήνει και πάλι ανοιχτό τον δρόμο να νομιμοποιηθούν αυτές οι πρακτικές και να κυριαρχήσει και πάλι η βία στο κέντρο της Αθήνας.