Ας δεχθούμε ότι δεν υπάρχει ειδικός λόγος που η ΕΡΤ συνέδεσε την αφετηρία της νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη με την προβολή συνέντευξης με τους δύο μεγαλύτερους γιους του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου Γκλίξμπουργκ.
Ότι έτυχε και δεν έχει σχέση με το διαβόητο «unfair» του πατρός Μητσοτάκη, για το Δημοψήφισμα που εκδίωξε από τη χώρα τη ξενόφερτη δυναστεία των Γκλίξμπουργκ.
Το τελευταίο διάστημα πάντως και μετά το θάνατο του ανθρώπου που ανατίναξε τη Δημοκρατία το 1965 -συμπράττοντάς με τον Κώστα Μητσοτάκη στην ανωμαλία της Αποστασίας, που έφερε την ανωμαλία των συνταγματαρχών- υπάρχει συνεχής παρουσία των απογόνων του, παρουσία στην εγχώρια επικαιρότητα.
Η προβολή τους υπερβαίνει τη συνήθη ελαφρότητα των λαϊκών περιοδικών και περνάει και ενίοτε σε σοβαρά θέματα. Υποδηλώνοντας δραστηριότητα εταιρίας δημοσίων σχέσεων για λογαριασμό τους, που φροντίζει για την επικοινωνιακή στρογγυλοποίηση όσων συνδέονται μαζί τους.
Στην εκπομπή της ΕΡΤ «65 στιγμές» -ο Παύλος και ο Νικόλαος Γκλίξμπουργκ- πρόσωπα που δεν λείπουν από τις συνάξεις των, εν ενεργεία και έκπτωτων, εστεμμένων της Ευρώπης και φροντίζουν να αναφέρονται ως «πρίγκιπες» της Ελλάδας- είπαν πράγματα ανιστόρητα και προσβλητικά για τον ελληνικό λαό.
Δεν ξέρουμε πόσοι ενδιαφέρονται σ’ αυτήν τη χώρα «πώς βίωσαν την κατάσταση μετά την κατάργηση της βασιλείας», αυτοί οι δυο τύποι. Ούτε αν σκοτίζεται κανείς πώς «είναι να μεγαλώνεις ως παιδί βασιλιά, χωρίς βασίλειο».
Δράμα. Αν και μια χαρά τους μεγάλωσαν οι ανεπάγγελτοι γονείς τους, με τα λεφτά του ελληνικού λαού.
Είναι επίσης παράδοξο να γίνεται συζήτηση για το «αν τους ενδιαφέρει η ενασχόληση με την πολιτική στην Ελλάδα» - όταν δεν έχουν τη στοιχειώδη προϋπόθεση: δεν είναι Έλληνες πολίτες.
Σεβαστή η αναφορά οποιουδήποτε στην απώλεια του πατέρα του. Αλλά είναι προσωπικό του θέμα. Όταν λέει ο Παύλος ότι «όταν πέθανε ο παππούς μου είχαμε κλείσει 100 χρόνια βασιλείας», -δηλαδή όταν ανέλαβε ο πατέρας του- προσπαθεί να το κάνει κάτι περισσότερο.
Αν πράγματι ο πατέρα τους, τους «μεγάλωσε με ελληνική παιδεία» και ζούσαν «με συμμαθητές που ήταν η πρώτη τους γλώσσα τα ελληνικά και αυτό βοήθησε πολύ» είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο το σπίτι τους. Και όταν το αναφέρουν καρφώνονται: δείχνει ως... επίτευγμα, με σκοπιμότητα.
Τι έκανε και τι δεν έκανε ο τότε βασιλιάς με το πραξικόπημα,- και πριν από αυτό ανατρέποντας τη λαοπρόβλητη κυβέρνηση- δεν χρειάζονται τα φώτα των τέκνων του για να το μάθουμε. Το κατέγραψε η ιστορία και αποφάνθηκε ο ελληνικός λαός- και δεν χρειάζεται να τα ωραιοποιούν στις συνεντεύξεις τους.
Ευλόγως η Σοφία Παπαϊωάννου τους ρώτησε για την ελληνική ιθαγένεια -που δεν έχουν και για το επώνυμο Γλίξμπουργκ- που δεν θέλουν. Και οι δύο εξέφρασαν την επιθυμία «να τους επιστραφεί». Τι σημαίνει να τους «επιστραφεί»;
Η ιθαγένεια αφαιρέθηκε από την οικογένειά τους μετά την κατάργηση της βασιλείας, νομίμως και οριστικά από το ελληνικό κράτος. Ήταν απόφαση της Πολιτείας, συνέπεια του Δημοψηφίσματος και πολιτική πράξη της Μεταπολίτευσης, που θεμελίωσε την αβασίλευτη Γ ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Θα τα παραβλέψουμε για χάρη τους;
Αν αρχίσουμε τις «επιστροφές», ας επιστρέψει και η οικογένεια τους όσο έχει υφαρπάξει από τη χώρα. Πχ το αμύθητο περιεχόμενο των δεκάδων κοντέινερ με την «αποσκευή τους» - για την εξαγωγή της οποίας τους διευκόλυνε ο πατέρας Μητσοτάκης το 1992.
Θα μπορούσαν ίσως να ζητήσουν να τους αποδοθεί τιμητικά η ελληνική ιθαγένεια, όπως σε άλλους. Αλλά για να έχουν τύχη, πρέπει να είναι σπουδαία πρόσωπα, ή να έχουν προσφέρει κάτι στην Ελλάδα. Τίποτε από τα δυο δεν ισχύει.
Όταν λένε «είμαστε Έλληνες, δεν είμαστε Γλίξμπουργκ» και προσθέτουν ότι κρατούν το επίθετο «της Ελλάδος», ή μας δουλεύουν ή προσβάλλουν τους Έλληνες πολίτες. Κανένας δεν έχει το επίθετο «της Ελλάδας». Όποιος είναι Έλληνας έχει επώνυμο.
Συνιστά αναίδεια προς το ελληνικό Πολίτευμα να λέει ο Παύλος «Συστήνομαι ως Παύλος της Ελλάδος, ενίοτε και ως Πρίγκιπας Παύλος». Μπορεί να συστήνεται και ως Μέγας Αλέξανδρος.
Αφού δεν έχει ελληνική ταυτότητα ή διαβατήριο, σημαίνει ότι μπαινοβγαίνει την Ελλάδα με ξένο διαβατήριο. Ακριβώς επειδή δεν δικαιούται ελληνικό, όπως οι Έλληνες πολίτες.
Ωστόσο χωρίς αιδώ αναφέρει: «Το αν είμαστε εδώ σε αυτή τη χώρα Πρίγκιπες με μία εργατική -σ.σ.: τι σημαίνει αυτό;- θέση, δεν είμαστε. Αλλά δεν θα πει ότι δεν είμαστε Πρίγκιπες, γιατί αυτό είναι κάτι ξεχωριστό από τη χώρα. Απλώς είσαι γεννημένος Πρίγκιπας».
Μπα; Δεν ξέρει ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν αναγνωρίζονται πρίγκιπες, κομήτες, βαρόνοι και πάσης φύσεως τίτλοι ευγένειας; Η κουτοπονηριά «έχω επίθετο το “Της Ελλάδος”, γιατί να το αλλάξω;» -φέρνοντας ως παράδειγμα ότι κάποιοι λέγονται «Έλληνας» ή «Βασιλέας»- δείχνει ή θράσος, ή περιορισμένη ευφυία. Αν δεν ξέρει ποιος «αποφάσισε μια μέρα ότι δεν έχει το όνομά του», μπορεί να ρωτήσει.
Από πλευράς του ο Νικόλαος κάνει σκόντο: «Δεν ζητάω να με αποκαλέσει κάποιος Υψηλότατο». Αλλά θεωρεί «γραφειοκρατική» την αφαίρεση ιθαγένειας. Ούτε αυτός ξέρει Ιστορία.
Δικαίωμά του να «ταυτίζεται με αυτόν τον τόπο». Αλλά όταν λέει «στις φλέβες μου ρέει Ελλάδα», τι ακριβώς εννοεί; Από ποια ακριβώς χρονική στιγμή μπήκε αυτό το αίμα στις φλέβες του και με ποιο τρόπο;
Αν πραγματικά δεν ξέρει γιατί «δεν του ήλθε το χαρτί για το στρατό», ας τον ενημερώσουν πως ούτε ως «ρουσφέτι από τον εκάστοτε Υπουργό Άμυνας» θα μπορούσε να το ζητήσει, όπως λέει.
Κάποια στιγμή αμφότεροι μπαίνουν και στο ψητό, ερωτώμενοι αν θα μετέχουν σε μελλοντικές εκλογές». Λένε ότι «τους το ζήτησαν διάφοροι, αλλά το πολιτειακό ζήτημα έχει λήξει στην Ελλάδα».
Δηλαδή, μόνο ως βασιλιάδες βολεύονται; Και τι σημαίνει «Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η πολιτική της Ελλάδας, αλλά όχι να κατέβω για βουλευτής»; Εκλογές για βασιλιάδες δεν κάνουμε.
Παραδέχονται πάντως ότι σκεφθήκαν την ιδέα ίδρυσης κόμματος -που τους πρότειναν «φίλοι και επιχειρηματίες»- αλλά το απέρριψαν. Προφανώς γιατί χρειάζεται ψήφους.
Οι απόγονοι του Γκλίξμπουργκ μπορούν να κάνουν όσο θέλουν δημόσιες σχέσεις στα ελληνικά ΜΜΕ. Αλλά η προβολή τους από το κρατικό κανάλι δεν είναι καλή ιδέα και αν κρύβει και κάτι άλλο, είναι ακόμη χειρότερα.
Όσο γι’ αυτούς που είδαν τη συνέντευξη με ικανοποίηση, το λιγότερο είναι δεν έχουν ιδέα για ποιους μιλάμε. Σε αυτό που οι «πρίγκιπες» θεωρούν «πατρίδα» τους, οι πρόγονοί τους έχουν αφήσει κακά δείγματα της παρουσίας τους και ο χειρότερος από αυτούς προκάλεσε τον διχασμό που πληρώνουμε ακόμη.
Η επιστροφή τους, όταν τους έδιωχνε ο λαός, εξασφαλίζονταν με νόθα δημοψηφίσματα» και παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων. Την πρώτη φορά που έγινε κανονικό δημοψήφισμα, πήραν πόδι. Και όπως είδαμε πρόσφατα ελάχιστοι τους νοσταλγούν…
Καλοδεχούμενοι ως τουρίστες, αλλά τα περί ιθαγένειας και οι ηρωικές αναφορές στη δυναστεία τους, αν δεν είναι αφελή, είναι ύποπτα. Ιδίως όταν συμβαίνουν με κυβέρνηση ενός Μητσοτάκη.