Σε ειδική έκδοση με θέμα «Ελλάδα, Τουρκία, Νοτιοανατολική Μεσόγειος & ανταγωνισμοί ισχύος» προχωρά το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Το iEidiseis προδημοσιεύει αποσπάσματα από τα κείμενα δυο καθηγητών, του Σωτήρη Ρούσσου και του Πέτρου Βαμβακά.
Απόσπασμα από την εισαγωγή του Σωτήρη Ρούσσου:
Μέχρι την κρίση των Ιμίων η ελληνοτουρκικές διαφορές δεν επιλύονταν αλλά διευθετούνταν από την Ουάσιγκτον, η οποία διατηρούσε ρόλο διαιτητή, σε μια τριγωνική σχέση Αθήνας-Ουάσιγκτον-Άγκυρας, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο γείτονες προσπαθούσαν με διάφορα μέσα να κερδίσουν την εύνοια της υπερδύναμης και να εκμεταλλευτούν τους νατοϊκούς μηχανισμούς προς όφελός τους.
Η ευνοϊκή και αναντικατάστατη γεωπολιτική θέση της Τουρκίας έκανε την προσπάθεια αυτή ιδιαίτερα δύσκολη για την Αθήνα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα άλλαξε στρατηγική και θέλησε να μετατρέψει τις ελληνοτουρκικές και το Κυπριακό σε ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ και η συμφωνία στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, το 1999, άνοιξε τον δρόμο για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ώστε, όπως ήλπιζε η ελληνική ελίτ, να «κοινωνικοποιηθεί» η χώρα αυτή εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και να επιλυθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές στα πλαίσια των διεθνών κανόνων.
Η απροθυμία των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να προωθήσουν την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και η επιμονή της Άγκυρας να επιτύχει μια à lacarte συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες έθεσε σε αχρηστία την ελληνική στρατηγική για ευρωπαϊκή «εξημέρωση» της Τουρκίας.
Από την ανάλυση του Πέτρου Βαμβακά:
Οι διαστάσεις της υφιστάμενης ενεργειακής κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο είναι δυσμενείς για τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, συγκεκριμένα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Έτσι, η πραγματική αντιπαράθεση είναι μεταξύ του γράμματος του Διεθνούς Δικαίου και των εθνικών συμφερόντων ενός αναδυόμενου και επίδοξου περιφερειακού ηγεμόνα. Η επιθετικότητα της Τουρκίας στην περιοχή δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή μόνο ως τέτοια, αλλά ότι η Άγκυρα βλέπει την υφιστάμενη αντιπαράθεση ως υπαρξιακή, κάτι που διαμορφώνει μία πολύ πιο επικίνδυνη κατάσταση.
Δεν πρόκειται για μία αντιπαράθεση σχετικά με την ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα έναντι των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών. Η Τουρκία ενεργεί χωρίς τους περιορισμούς του δικτύου των δομών της δυτικής συμμαχίας των τελευταίων 70 ετών. Η επαναπροσέγγιση με τμήματα του Αραβικού Κόσμου που στρέφονται κατά της Σαουδικής Αραβίας, με το Ιράν και τη Ρωσία είναι παραδείγματα της μεταβαλλόμενης πορείας της Τουρκίας μακριά από τους ευρωατλαντικούς θεσμούς, προς μία ανεξάρτητη και πιθανώς συγκρουσιακή προσέγγιση.
Η τρέχουσα αντιπαράθεση με την Ελλάδα για τις θαλάσσιες ζώνες είναι περισσότερο συμβολική, παρά ουσιαστική. Η Ελλάδα και το Δίκαιο της Θάλασσας αντιπροσωπεύει για την Τουρκία ό,τι την έχει «εμποδίσει άδικα» από το να κατοχυρώσει τον δικαιούμενο εξαιρετισμό της και την ηγεμονική θέση της στην περιοχή.
Είναι, λοιπόν, λάθος να πιστεύουμε ότι η Τουρκία είναι μπορεί να είναι ικανοποιημένη και ευχαριστημένη, καθώς ο κ. Ερντογάν, η κυβέρνησή του και το εκλογικό του σώμα βλέπουν μία ιστορική στιγμή που μπορεί όχι μόνο να αναστρέψει τα τελευταία 70 χρόνια «ευρωατλαντικής υποταγής» αλλά και να αναδιαρθρώσει την «καταστροφική Συνθήκη της Λωζάνης», πιθανώς και της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774, η οποία καθιστούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως «ασθενή της Ευρώπης».
Η αδυναμία να ακουστούν και να αναγνωστούν ορθά τα μηνύματα που εκπέμπονται από την τουρκική κυβέρνηση μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες για την περιοχή.